Και εκεί που η συζήτηση στρεφόταν στην ανάγκη προστασίας και ανάδειξης, με τη δημιουργία υποδομών κατά μήκος του από τις εκβολές μέχρι τις πηγές, έκαναν την εμφάνιση οι μπουλντόζες που «εξολόθρευσαν» -και μάλιστα αμαχητί- τη βλάστηση του βιότοπου. Ναι, είναι «καθαρός» σήμερα ο Πάμισος, αλλά δεν είναι… Πάμισος, καθώς στην παρέμβαση δεν υπήρξε περιβαλλοντική μελέτη που θα προφύλασσε τη φυσιογνωμία του. Ελπίζουμε να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του προβλήματος, να αναζητηθούν τρόποι αποκατάστασης και πολύ περισσότερο να μην φτάσει η καταστροφή μέχρι τις εκβολές του. Με την ευκαιρία αυτή, θα ήταν χρήσιμη μια αναφορά στην ιστορικότητα του φυσικού μνημείου για να γίνει αντιληπτή η σημασία του.
Σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο που διαμορφώθηκε ο Πάμισος αλλά και για τον αρχαίο οικισμό στην Μπούκα δίνει η έρευνα της αμερικανικής αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου Μινεσότας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τις οποίες συμπυκνώνει ο Παν. Κ. Γεωργούντζος ως εξής: “Από τας εγκύρους επιστημονικάς πληροφορίας διά τας φάσεις της παλαιογεωγραφίας της Μεσσηνίας, η κάτω πεδιάς κατά το έτος 3.000 π.Χ. ότε έχομεν τα δείγματα των πρώτων οικισμών εις τον τόπον παρουσιάζει την ακόλουθον μορφήν. Η κεντρική πεδιάς του Παμίσου απετέλει ένα τεράστιον Δέλτα εις μορφήν γλώσσης. Εις τας γωνίας της βάσεων έχομεν δυτικώς μεν την Μπούκα, ανατολικώς δε τα Ακοβίτικα, αμφότεραι τοποθεσίαι παλαιοελλαδικών οικισμών. Το Δέλτα προχωρεί προς βορράν με θαλάσσιον μεν ύδωρ μέχρι της σημερινής πόλεως Μεσσήνη, με μεικτόν δε λιμνοθαλάσσης μέχρι Μικρομάνης. Συνέχεια της λιμνοθαλάσσης προς βορράν απετέλουν ανατολικώς μεν του Ασλάναγα τα έλη Αιθαίας-Ανθείας, υπολείμματα των οποίων ήτο ο παλιότερος Βεϊζαγέικος βάλτος και ακόμη βορειότερον τα έλη των πηγών του ποταμού Αριος εις το Πήδημα που εξετείνοντο μέχρι Αριοχωρίου και Μπισμπάρδι. Εξ άλλου το Δέλτα δυτικά του Ασλάναγα επροχώρει προς βορράν ως διάδρομος έλους προς τα χωρία Μπάστα, Γλιάτα και Γκορτζόγλι, των οποίων ο χώρος εχαρακτηρίζετο ως έλος εις τους χάρτες της Βενετίας. Περαιτέρω συνέχεια αυτού του έλους απετέλει βορειότερον του Μπάστα η μεγάλη ελώδης λεκάνη των πηγών του Παμίσου εις τον Αγ. Φλώρον μεταξύ των χωρίων Αγ. Φλώρος, Σκάλα, Βαλύρα, Μπάστα, Αρφαρά, Αγ. Φλώρος.
Ενα είδος μαρτυρίας διά την μορφήν αυτήν του τοπίου είναι η παρεχόμενη υπό του Παυσανίου, ότι ο Πάμισος ήτο ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, ότι ήτο πλωτός εις βάθος 2 χιλιομέτρων της τότε θαλάσσιας ακτής και ότι ο ποταμός είχε θαλάσσιους ιχθύς [...] Με την εκδοχήν της υπάρξεως των λιμνοθαλασσών λύεται και η αινιγματική φράσις του Στράβωνος ότι αι Φηραί είχον “ύφορμον θερινόν” αφού το ύφορμον είναι μεμαρτυρημένον διά το Νησί από τον Παυσανίαν ότι ο Πάμισος ως πλωτός εις βάθος 2 χιλιομέτρων απετέλει ασφαλή ποτάμιον λιμέναν, ως συμβαίνει σήμερον με τους απειραρίθμους ποτάμιους λιμένας της Ευρώπης και της Αμερικής. Δεν αποκλείεται όμως να υπήρχε και άλλο στόμιον του Παμίσου πλησιέστερον προς την Καλαμάταν, εντός του Δέλτα με παράκτιον προφύλαγμα, κατάλληλος ως λιμήν θερινός. Η εκδοχή ενός λιμένος εις το Δέλτα του Νέδοντος πρέπει μάλλον να αποκλεισθεί, διότι το Δέλτα ήτο μικρόν και οι όγκοι των χαλίκων και των λίθων που συνεσσωρεύοντο κατ’ έτος θα είχαν καταστήσει αβαθή τα παράκτια ύδατα [...] Ολοι οι προϊστορικοί οικισμοί της Μεσσηνίας είνε κτισμένοι εις τα επικλινή των λόφων εις τα χείλη των κάμπων που προήλθον από λίμνας και έλη. Μερικαί από τας τοποθεσίας αυτάς κείνται εις επικαίρους διαβάσεις και δύο, η Μπούκα και τα Ακοβίτικα, εις το χείλος της θαλάσσης και πλησίον ποτάμιων λιμένων”.
Ο Γεωργούντζος θεωρεί ότι υπήρχε οικισμός στην Μπούκα, στο χείλος του Παμίσου, με βάση τα ευρήματα των Αμερικανών αρχαιολόγων στο λόφο στην τοποθεσία “Μέξα” και σε απόσταση 400 μέτρων βορειοανατολικά του Τελωνείου. Εκεί σε μεγάλη ακτίνα βρέθηκαν διάσπαρτα θραύσματα αγγείων της Πρωτοελλαδικής Εποχής (2600-2000 π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Παυσανία “ο Πάμισος ρέει μέσα από καλλιεργούμενη περιοχή. Καθαρός και πλωτός ως δέκα περίπου στάδια από τη θάλασσα ανεβαίνουν τα νερά και ψάρια θαλασσινά, ιδιαίτερα γύρω στην εποχή της άνοιξης”. Αντιδιαστέλλοντας με άλλα ποτάμια που είχαν ψάρια εκείνη την εποχή σημειώνει ότι “τα ψάρια που ανεβαίνουν από τη θάλασσα στο ρεύμα του Παμίσου είναι πολύ διαφορετικά στο είδος τους, γιατί τα νερά του είναι καθαρά και όχι λασπώδη [...] οι κέφαλοι όμως επειδή είναι ψάρια που ζουν σε θολά νερά, είναι φίλοι των ποταμών που κατεβάζουν την πιο πολλή θολούρα”. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1691 ο Ενετός Καταστιχωτής Μικιέλ μας πληροφορεί ότι “ο κάμπος του Νησίου βρέχεται από δύο ποτάμια. Το ένα λέγεται Πήδημα και το άλλο Ρούντα ή Αγιος Φλώρος. Παλιότερα τον έλεγαν Πάμισος και είναι από τα μεγαλύτερα ποτάμια του Μωριά. Στις όχθες του έχει πολύ ψάρεμα και νοικιάζεται εκεί ιχθυοτροφείο. Το ποτάμι αυτό κάνει μεγάλες πλημμύρες τον χειμώνα και φέρνει καταστροφές στην Περιφέρεια”. Ο Πουκεβίλ που επισκέφθηκε την περιοχή το 1805, γράφει ότι οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους την άνοιξη στις εκβολές για να πιάσουν τα ψάρια που έμπαιναν στο ποτάμι για να αφήσουν τα αυγά τους.
Σύμφωνα με τον Κ. Π. Δάρμο “μετά την απελευθέρωση η ιχθυοτροφία και αλίευση στους Πάμισο και Αρι έμπαινε σε δημοπρασία που γινόταν δημόσια στου Φρούτζαλα (Θουρία). Το 1828 πλειοδότησε ο Ι. Ν. Φλεσσόπουλος, ανηψιός του Παπαφλέσσα και αργότερα ισχυρός πολιτευτής, ο οποίος προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των κατοίκων Ασλάναγα και Μπάστα γιατί επεκτάθηκε στα χέλια που ζούσαν στα έλη τους, όπως προκύπτει από έγγραφο της δημογεροντίας επαρχίας Καλαμάτας προς τον Εκτακτο Επίτροπο Κάτω Μεσσηνίας”. Σε συμβολαιογραφικό έγγραφο του 1835 αναφέρεται ότι “ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, έμπορος, κάτοικος Καλαμών, παρακατέθεσε στα αρχεία του Συμβολαιογραφείου διαμαρτύρηση (14-8-1835) εναντίον του Ευγένιου Καλαμαριώτη, επειδή ο τελευταίος “ενοικιαστής ων και πληρωτής επί της μετενοικιάσεως της άγρας των κατά του Παμίσου ποταμού υδάτων” αρνείται να του πληρώσει το ποσόν των 350 δραχμών, όπως όφειλε να πληρώνει κάθε πρώτη Αυγούστου σύμφωνα με το ενοικιαστικό έγγραφο”. Το ψάρεμα στον Πάμισο συνεχίστηκε μέχρι τα νεότερα χρόνια όταν ακόμη τα νερά ήταν σχετικά καθαρά. Μενίδες και χαμοσούρτες, χέλια, αλλά και μεγαλύτερα ψάρια όπως οι ιταλοί αποτελούσαν αντικείμενο αλίευσης με διάφορους τρόπους. Οι ιταλοί σύμφωνα με τον σχετικό κατάλογο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Αλιείας ήταν είδος κυπρίνου (cyprinus carpio) και το όνομα υποδηλώνει προέλευση αγνώστου αιτιολογίας. Δεν είναι γνωστό δηλαδή αν λέγεται έτσι επειδή είναι πολύ γνωστό είδος στην Ιταλία (σε ποτάμια και λίμνες), επειδή το έφεραν Ιταλοί ή επειδή το έφεραν παλαιότερα Ενετοί. Και φυσικά επικερδής επιχείρηση ήταν το ψάρεμα… βδελλών όπως φαίνεται από ένα πλήθος εγγράφων.
Τα έργα διευθέτησης του Παμίσου είχαν αρχίσει από την εποχή της πρώτης Τουρκοκρατίας όταν κατασκευάστηκαν δύο φράγματα, ενώ ο Πετρίδης (1866) αναφέρει ότι κατά την παράδοση “οι Τούρκοι του Νησίου ίνα προφυλάξωσι την πόλιν από τας συνήθεις πλημμύρας του ποταμού και ίνα ποτίζηται ευκολώτερον το πέραν αυτού πεδίον της Μακαρίας λεγομένης, συνήγαγον τους πέριξ χωρικούς βία και ώρυξαν τάφρον από του χωρίου Πιπερίτσα μέχρι της παραλίας του Μεσσηνιακού Κόλπου και έρριψαν κατά την κοινήν φράσιν, τον Πάμισον μέσα εις αυτήν και ούτως εσχηματίσθη η σημερινή κοίτη του ποταμού τούτου”. Εγγειοβελτιωτικά έργα έκαναν και οι Ενετοί όπως προκύπτει από σχετικές αναφορές της εποχής, καθώς άρχισαν να οργανώνουν την καλλιέργεια σε “επιχειρηματική” βάση προσδοκώντας κέρδος από το εμπόριο των προϊόντων και τη φορολογία. Ο Πάμισος ενωνόταν με τον Αρι στη θέση “Διπόταμο” και ήδη από το 1888 με νόμο αποφασίστηκε η εκτέλεση των έργων που οδήγησαν σταδιακά στη σημερινή μορφή των υδάτινων αποδεκτών.
Τα έργα έγιναν σταδιακά, μετά από πολλές κινητοποιήσεις, μέσα από δυσκολίες και προβλήματα, τα περισσότερα πολύ αργότερα και ορισμένα... ποτέ. Η μικρή ιστορική διαδρομή δίνει και το ιστορικό βάθος και τον ρόλο του Παμίσου από την αρχαιότητα. Με τη λατρεία της ομώνυμης θεότητας και το Ιερό του που έχει βρεθεί στα «Μάτια», στις πηγές του ποταμού στον Αγιο Φλώρο. Και ο καθένας μπορεί να σκεφτεί τη σημασία που θα είχε μια φυσιολατρική διαδρομή από τις εκβολές μέχρι τις πηγές του μέσα από ήπιες επεμβάσεις που θα αποκαθιστούσαν και θα σέβονταν το φυσικό τοπίο. Με προϋπόθεση την οριοθέτηση του ποταμού και την απόδοση σε αυτόν του φυσικού του χώρου από τις καταπατήσεις.
[Η φωτογραφία από το λεύκωμα των ΓΑΚ Μεσσηνίας για το Νησί]