Ουσιαστικά στρέφεται κατά των χωρών του Νότου που βρίσκονται στη δίνη βαθύτατης οικονομικής κρίσης και στηρίζουν ελπίδες στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γεωργίας τους για την ανάκαμψη. Η εξέλιξη αυτή θέτει επιτακτικά και από άλλη σκοπιά το ζήτημα της συνεργασίας των χωρών του Νότου. Οι οποίες δεν έχουν ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό την ένταση της κρίσης αλλά και πολλά κοινά συμφέροντα στο επίπεδο της αγροτικής πολιτικής. Η στρατηγική ανοίγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις μεσογειακές χώρες με την υπογραφή διμερών συμφωνιών έτσι ώστε να ανοίξει η αγορά στα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, είναι μια στρατηγική που θα εντείνει την κρίση τα επόμενα χρόνια. Δεν πρόκειται για… λάθος πολιτική, αλλά για συνειδητή επιλογή με σκοπό την αύξηση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής στη μεσογειακή λεκάνη.
Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα που προέκυψε και φυσικά θα πρέπει να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες. Αυταπάτες όμως δεν πρέπει να υπάρχουν. Το μέτρο που επιχειρήθηκε να ληφθεί, συναντούσε την αντίδραση πολλών επαγγελματιών του χώρου εστίασης για τους πιο διαφορετικούς λόγους. Και αυτό κυρίως στην Ελλάδα κατά πως δείχνει το… ιστορικό της υπόθεσης.
Το μέτρο αυτό δεν είναι καινούργιο. Το εφαρμόζουν οι Πορτογάλοι από το 2005, προσφάτως αποφάσισαν ανάλογα μέτρα οι Ιταλοί, ενώ ετοιμάζονται και οι Ισπανοί. Για την Ελλάδα ας μην το συζητούμε, εδώ δεν εφαρμόζεται ούτε η αγορανομική διάταξη που επιβάλλει να αναγράφεται στον τιμοκατάλογο το είδος του ελαίου που χρησιμοποιείται. Φυσικά ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και θα πρέπει να δοθεί μάχη για την υπόθεση αυτή, όμως για την Ελλάδα το προαιρετικό θα πρέπει να μεταφρασθεί ως υποχρεωτικό στο δρόμο που χαράσσουν οι άλλες μεσογειακές χώρες. Είναι εύκολο να κρυφτούν οι πολιτικοί παράγοντες πίσω από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όμως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν αν θα προωθήσουν τέτοια ρύθμιση σε εθνικό επίπεδο. Φυσικά θα υπάρξουν και δυσκολίες και αντιδράσεις.
Δυσκολίες γιατί όλη αυτή η διαδικασία απαιτεί εξειδικευμένη εμφιάλωση, κατάλληλα μεγέθη και υπολογισμούς που θα πρέπει να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Είναι κάτι το οποίο αφορά παραγωγούς, καταστηματάρχες και τυποποιητές που οφείλουν να συνεργαστούν.
Αντιδράσεις θα υπάρξουν από διάφορες πλευρές και για διαφορετικούς λόγους. Επί της ουσίας ανατρέπεται ένα μοντέλο "λαδόξιδου" που σερβίρεται σε διάφορες ποιότητες χύμα σε χιλιάδες καταστήματα εδώ και πολλές δεκαετίες. Το νέο απαιτεί μεγαλύτερο κόστος, τυποποίηση του ελαιολάδου από τον προμηθευτή του καταστήματος ακόμη και αν είναι παραγωγός και ειδικούς υπολογισμούς για το σερβίρισμα, τη χρέωση και πάει λέγοντας.
Η πείρα από την εφαρμογή του μέτρου στην Πορτογαλία είναι πολύτιμη. Κατ’ αρχήν οι εταιρείες σχεδίασαν τις δικές τους επώνυμες συσκευασίες, συνήθως στα 250 ml (ένα τέταρτο του λίτρου). Και αυτό γιατί κρίθηκε ότι είναι η κατάλληλη συσκευασία έτσι ώστε να μην μένει το ελαιόλαδο ανοιχτό πολύ καιρό και υπάρχουν επιπτώσεις στην ποιότητά του.
Από την άλλη πλευρά εφαρμόστηκε ένα ευρύ πρόγραμμα κατάρτισης για ιδιοκτήτες εστιατορίων, σεφ και λοιπό προσωπικό προκειμένου να γνωρίσουν τις απαραίτητες πληροφορίες για το ελαιόλαδο και τα χαρακτηριστικά του, αλλά και τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή του μέτρου.
Ενα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης αυτής ήταν η προσπάθεια να προσφέρεται στο μενού των εστιατορίων ένα κατάλογος των ελαιολάδων που προσφέρουν ώστε οι καταναλωτές να επιλέγουν προϊόντα από διάφορες περιοχές και ποικιλίες ελιάς. Πρόκειται για μια τάση που εμφανίζεται ιδιαίτερα στην Ιταλία για την προώθηση του τυποποιημένου ελαιολάδου με τρόπους ανάλογους με αυτούς που εφαρμόζονται για το κρασί.
Η συμβουλή της Μαριάνα Μάτος, γενικής γραμματέας του «Casa do Azeite, Olive Oil Association Portugal» για τις χώρες που εξετάζουν την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου είναι ότι θα πρέπει να εξηγηθεί με σαφήνεια τους επαγγελματίες του χώρου εστίασης τα οφέλη που θα προκύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων. Τονίζει μάλιστα ότι ειδικά στα πρώτα στάδια δεν θα πρέπει η Πολιτεία να λειτουργήσει στη λογική της αστυνόμευσης, αλλά οι ελεγκτικές αρχές θα πρέπει να διαδραματίσουν έναν ρόλο εκπαιδευτικό.
Με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη στη χρήση του ελαιολάδου με την εφαρμογή κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων, θα διασφαλίζεται η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και η αίσθηση του σεβασμού στον καταναλωτή. Στοιχεία τα οποία μεσούσης της οικονομικής κρίσης είναι απολύτως αναγκαία για να βάλει ο πολίτης το χέρι του στην τσέπη και να καταναλώσει. Και φυσικά η ευεργετικότερη επίδραση είναι η εκπαίδευση του καταναλωτή στο κακό ελαιόλαδο, η εξοικείωση με την ιδέα της τοπικής ιδιαιτερότητας των ελαιολάδων και των διαφορετικών χαρακτηριστικών των.
Μπορεί όλα αυτά να είναι σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων του τομέα ελαιολάδου, αλλά η απαίτηση για προστασία ξεκινάει από την κατανάλωση πραγματικά ποιοτικού ελαιολάδου.
Ηλίας Μπιτσάνης