Εκπαιδευμένος παλαιόθεν με τη χαρακτηριστική αναλογία 1-2-3-4 (και τις απαραίτητες μικροτροποποιήσεις στα γούστα του καθενός), για να κάνει πιο γευστικό το γλυκό προμηθεύτηκε ξηρούς καρπούς και σταφίδες. Το σακουλάκι με 180 γραμμάρια μαύρη σταφίδα πληρώθηκε με 5,20 ευρώ... Την ίδια ώρα σε σούπερ μάρκετ της Καλαμάτας το σακουλάκι των 200 γραμμαρίων είχε τιμή μόλις 1,39 ευρώ. Και όλα αυτά, ξεκινώντας με τιμή παραγωγού κάτι παραπάνω από 1 ευρώ.
Οι συγκρίσεις αυτές έχουν το ενδιαφέρον τους καθώς γίνονται σε μια περίοδο κατά την οποία όλο και περισσότερο η μαύρη σταφίδα γίνεται γνωστή ως "υπερτροφή", χάρη στην επιστημονική υποστήριξη που παρέχεται πλέον μέσα από συστηματικές έρευνες στην Ελλάδα, στο έδαφος και παλαιότερων μελετών που είχαν γίνει μεμονωμένα στο εξωτερικό.
Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι οι τεράστιες διαφορές κλιμακωτά από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή, οι οποίες δεν μπορεί παρά να προβληματίζουν. Φυσικά κανένας δεν δύναται να παρέμβει στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής στη Γερμανία ή σε άλλες χώρες. Το σίγουρο όμως είναι πως ο παραγωγός παίρνει χαμηλές τιμές. Και εφόσον γίνουν μεγάλες περικοπές στην επιδότηση με βάση τις επικείμενες αλλαγές, η καλλιέργεια μπορεί να εγκαταλειφθεί στις λιγότερο παραγωγικές περιοχές. Από την άλλη, η υψηλή τιμή για τον καταναλωτή γίνεται αποτρεπτική για την καθιέρωση του προϊόντος ως "υπερτροφής".
Μια δεύτερη σύγκριση είναι αυτή με τα… μπέρι (μούρα) που άρχισαν να κυκλοφορούν σε διάφορες μορφές στα σούπερ μάρκετ. Κάνοντας σύγκριση με μια άλλη συσκευασία προϊόντων τοπικής επιχείρησης, διαπιστώνουμε ότι η συσκευασία των 250 γραμμαρίων σταφίδας κοστίζει 1,41 ευρώ, ενώ 60 γραμμάτια μπλούμπερι της ίδιας εταιρείας κοστίζουν 3,97 ευρώ. Κατά συνέπεια υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια προώθησης της κατανάλωσης κορινθιακής σταφίδας, εφόσον γίνει κατανοητή η θρεπτική της αξία σε ένα κοινό που πληρώνει ακριβά τις εισαγόμενες "υπερτροφές" που υποστηρίζονται από ισχυρή διαφημιστική καμπάνια.
Πέρα από τις διαπιστώσεις και τις συγκρίσεις, το ερώτημα είναι… τι να κάνουμε εμείς. Φυσικά εκείνοι που πρέπει πρωτίστως να κάνουν κάτι είναι οι ενδιαφερόμενοι, μέσα από τις οργανώσεις τους, έτσι ώστε να αναδειχθεί τόσο η διατροφική αξία της μαύρης σταφίδας όσο και η υπεροχή της απέναντι στα ανταγωνιστικά προϊόντα. Τα οποία δεν είναι μόνον τα διάφορα μπέρι, αλλά το σύνολο των αποξηραμένων φρούτων που κυκλοφορούν στην αγορά και κατά κανόνα είναι εισαγόμενα προϊόντα.
Το πολύ ενδιαφέρον της ιστορίας είναι ότι πλέον στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί ένα πλήθος ερευνών υπέρ της μαύρης σταφίδας, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν. Αυτό γίνεται ήδη από ανθρώπους που ενδιαφέρονται, αλλά εδώ θα πρέπει να υπάρξει ένα ολόκληρο σύστημα πληροφόρησης από τα ίδια τα τοπικά μέσα, που έχουν κάθε λόγο να υποστηρίξουν ένα προϊόν με τόση οικονομική, κοινωνική και ιστορική σημασία για τη βόρεια και τη δυτική Πελοπόννησο - και το οποίο ως θέμα από τα τέλη του 19ου αιώνα απασχολούσε και την πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι η μαύρη σταφίδα μπορεί και πρέπει να καταναλωθεί πρωτίστως από τους ντόπιους, συμπληρώνοντας ή αντικαθιστώντας τελείως -μαζί με άλλα τοπικά προϊόντα- τα κάθε είδους κορνφλέικς στο πρωινό της οικογένειας. Χρησιμοποιείται επιπλέον σε ένα πλήθος γλυκισμάτων και φαγητών της τοπικής μας κουζίνας. Μπορεί και πρέπει να μπει στα ξενοδοχεία -επίσης μαζί με άλλα τοπικά προϊόντα- αλλά και στα κάθε είδους καταστήματα που σερβίρουν ξηρούς καρπούς και αποξηραμένα φρούτα, έτσι ώστε να γίνει γνωστή εκτός Πελοποννήσου αλλά και εκτός Ελλάδας.
Η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας πολλές φορές περνάει από το χέρι μας. Και η σταφίδα είναι μία από τις κλασικές περιπτώσεις διατροφικού θησαυρού ο οποίος βρίσκεται δίπλα μας αλλά αδιαφορούμε.
Ηλίας Μπιτσάνης