Οταν συζητούμε φυσικά για τοπικά προϊόντα αναφερόμαστε σε εκείνα τα οποία από τη μια πλευρά είναι υψηλής ποιότητας και από την άλλη έχουν μια ορισμένη σύνδεση με την γαστρονομία της περιοχής. Το επισημαίνουμε αυτό γιατί στο έδαφος της αδιαφορίας ανθεί η εκμετάλλευση και ταυτοχρόνως η δυσφήμιση των προϊόντων του τόπου από διάφορες πλευρές και με διάφορους τρόπους.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μια καταγγελία του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου και Ελαιουργείων Κρήτης, σύμφωνα με την οποία διακινείται ως "κρητικό" ελαιόλαδο προϊόν ανάμειξης με ισπανικό. Μεταξύ των άλλων στην καταγγελία αναφέρεται ότι: «Η ζημιά προέρχεται είτε από την νόθευση του κρητικού ελαιολάδου, είτε από την παραπληροφόρηση του καταναλωτικού κοινού με παραπλανητικές ενδείξεις στις ετικέτες και στα έντυπα προβολής που χρησιμοποιούν, είτε στην διάθεση αυτού, χωρίς να διασφαλίζονται οι συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας που πρέπει να ακολουθούνται. Ο Σύνδεσμος δέχθηκε καταγγελίες των μελών μας, σχετικά με την διακίνηση νοθευμένου ελαιολάδου, το οποίο πωλείται ως κρητικό και ιδιαίτερα αυτή την περίοδο στα καταστήματα παραδοσιακών προϊόντων, όπου παρατηρήθηκε ότι δεν τηρείται η νομοθεσία που αφορά την τυποποίηση, την συσκευασία αλλά και την αναγραφή στις ετικέτες παραπλανητικών στοιχείων».
Η καταγγελία θέτει ουσιαστικά ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, το γεγονός ότι υπάρχει ανεξέλεγκτη διάθεση προϊόντων τα οποία εμφανίζονται παραπλανητικά ως τοπικά ή είναι αμφίβολης και κακής ποιότητας. Εκ των πραγμάτων τίθεται ένα ζήτημα που αφορά όλους, κατά πόσον δηλαδή υπάρχει πραγματικός έλεγχος και αν τηρούνται οι απαραίτητες προδιαγραφές για τη φύλαξη και αποθήκευση των προϊόντων που πωλούνται. Οταν βλέπει κανένας μπουκάλια με ελαιόλαδο, δοχεία με ελιές και άλλα προϊόντα στον ήλιο θα πρέπει να αντιλαμβάνεται πόση ζημιά γίνεται στα τοπικά προϊόντα ανεξαρτήτως μάλιστα περιεχομένου. Το ακραίο αυτό φαινόμενο που δεν είναι σπάνιο, δείχνει ότι οι αρμόδιοι θα πρέπει να αναλάβουν σοβαρές πρωτοβουλίες και να θεσμοθετήσουν κανόνες για την πώληση των τοπικών προϊόντων. Να καθιερώσουν υποχρεωτικές προδιαγραφές και εγκαταστάσεις για τα καταστήματα που εμφανίζονται ως "παραδοσιακά" και σήμα πιστοποίησης σε κάθε περίπτωση. Να απαγορεύσουν την πώληση άλλων προϊόντων από τέτοια καταστήματα που μπορούν να παραπλανήσουν τον καταναλωτή. Και να ορίσουν κανόνες για γευσιγνωστικές δοκιμές για να εκλείψει το φαινόμενο εκείνων που κυνηγούν τον επισκέπτη με την… ελιά στο χέρι (ένα από τα αρκετά κωμικά φαινόμενα άγρας πελατών).
Πέραν των διαφόρων καταστημάτων αυτής της κατηγορίας, υπάρχει και η μεγάλη κατηγορία καταστημάτων εστίασης και αναψυχής στα οποία επίσης προσφέρονται τοπικά προϊόντα ή δίνεται η εντύπωση ότι προσφέρονται τέτοια. Εδώ τα πράγματα είναι φυσικά πιο περίπλοκα και τα συμφέροντα πολύ μεγαλύτερα. Θα πρέπει όμως να διασφαλιστούν τα ελάχιστα που συνίστανται κυρίως στην χρήση του ελαιολάδου και της ελιάς Καλαμών, ενδεχομένως και άλλων προϊόντων που θα μπορούσαν να υπάρχουν σε ένα "καλάθι" που μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των εμπλεκομένων (φυσικά πραγματικό και όχι εικονικό σαν εκείνο που έχει εξαγγείλει εδώ και 3 χρόνια το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και έχει αναλάβει να υλοποιήσει η Περιφέρεια για την Πελοπόννησο).
Από εκεί και ύστερα υπάρχει το ζήτημα της ενσωμάτωσης τοπικών προϊόντων στις προσφερόμενες υπηρεσίες του τουριστικού τομέα (πρωινό, συνοδευτικά ποτών κ.λπ.) τα οποία είναι κρίσιμης σημασίας για τη γνωριμία των επισκεπτών με την τοπική παράδοση και υψηλής διατροφικής αξίας τροφές. Ολα αυτά σημαίνει ότι κάποιοι θα πάρουν στα σοβαρά την υπόθεση αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος των παρεμβάσεων. Είναι το στοίχημα και για τους δήμους αλλά και για τις επαγγελματικές οργανώσεις, κανένας δεν μπορεί να παριστάνει τον ανήξερο!
Ηλίας Μπιτσάνης