Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2014 18:49

Ιστορίες για ελαιόλαδο και ντόπιες... μαϊμούδες

Γράφτηκε από τον

Ιστορίες για ελαιόλαδο και ντόπιες... μαϊμούδες

Τώρα που πιάνει το καλοκαίρι και αρχίζουν να καταφθάνουν οι επισκέπτες, ορισμένα πράγματα γίνονται πιο επίκαιρα.

 

Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο βρήκαμε τις απαντήσεις του τότε υφυπουργού Ανάπτυξης Θανάση Σκορδά σε ερώτηση του βουλευτή Λευτέρη Αυγενάκη η οποία είχε στηριχθεί στις προτάσεις του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης.
Οι αναγνώστες της στήλης θα θυμούνται ότι εδώ και χρόνια φίλοι ασχολούμενοι με την παραγωγή ελαιολάδου, ανέφεραν ότι υπάρχει αγορανομική διάταξη που καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή στον κατάλογο των καταστημάτων που προσφέρουν φαγητά, του είδους των ελαίων που χρησιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση. Κάτι τέτοιο εφαρμόζεται από ελάχιστους αλλά ο κ. Σκορδάς… το έχει λύσει: «Σε ό,τι αφορά το ερώτημα για το αν υπάρχει αναγραφή στους τιμοκαταλόγους, υπάρχει θεσμοθετημένο, έχουμε υιοθετήσει αυτή τη διάταξη, υπάρχει υποχρέωση σε όλα τα καταστήματα εστίασης να γράφουν στους τιμοκαταλόγους τους το είδος των ελαίων και της χρήσης τους και με αυτόν τον τρόπο ο καταναλωτής να γνωρίζει επακριβώς τι τύπος ελαιολάδου ή άλλων ελαίων χρησιμοποιείται, είτε στο μαγείρεμα των φαγητών είτε στις σαλάτες κ.λπ. Γίνονται έλεγχοι γι’ αυτό, δηλαδή όταν υπάρχει κλιμάκιο του Υπουργείου που ελέγχει χώρο εστίασης ελέγχει και την αναγραφή βάσει της συγκεκριμένης διάταξης στους τιμοκαταλόγους». Δεν χρειάζεται παρά μια αναζήτηση στον κατάλογο για να διαπιστωθεί ότι είναι πάρα πολλοί εκείνοι που γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη διάταξη και ότι υπάρχουν αναφορές "ελαιόλαδο" χωρίς να αναγράφεται η ποιοτική του κατηγορία. Δεν συζητούμε βεβαίως το κατά πόσον υπάρχουν υπηρεσίες που μπορούν να ελέγξουν την αλήθεια των όσων αναγράφονται στους καταλόγους και με ποια μέθοδο γίνεται αυτό.
"Περιβόλι" όμως είναι η απάντηση για ένα πολύ σημαντικό θέμα, αυτό της χρήσης φιαλών οι οποίες δεν γεμίζουν πάλι. Στις πρώτες αράδες ο κ. Σκορδάς δείχνει να μας δουλεύει. Το αίτημα είναι να γίνει υποχρεωτική η χρήση όπως σε όλες τις άλλες πλέον χώρες που παράγουν ελαιόλαδο (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) και η απάντηση είναι: «Σε ό,τι αφορά τη χρήση προσυσκευασμένου ελαιολάδου, μη επαναγεμιζόμενων φιαλιδίων, ατομικής συσκευασίας για τους χώρους μαζικής εστίασης, θα πω ότι αυτό δεν απαγορεύεται. Σε πολλά εστιατόρια χρησιμοποιείται ήδη. Ούτε το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο απαγορεύει κάτι τέτοιο. Το χρησιμοποιούν κάποια εστιατόρια που επενδύουν στην ποιότητα και στην εικόνα τους και πραγματικά όποιος είναι υπέρ της τυποποίησης δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτή την πρακτική. Ενθαρρύνουμε ως πολιτεία τη χρήση τέτοιων συσκευασιών ατομικής χρήσης».
Πώς η κυβέρνηση… ενθαρρύνει αυτή την υπόθεση δεν το έχουμε ακόμη καταλάβει αλλά η υπόθεση έχει και συνέχεια: «Επίσης, είναι ένα θέμα που το συζητάμε με τους εστιάτορες, τους εκπροσώπους τους και το ΣΕΒΙΤΕΛ, το Σύνδεσμο των Εταιρειών Τυποποίησης Ελαιολάδου. Νομίζω ότι θέλουμε λίγο χρόνο ακόμη σε ό,τι αφορά στο να καταλήξουμε στο συγκεκριμένο θέμα, γιατί θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν μας και τη συγκυρία που υπάρχει και τη φύση πολλών καταστημάτων που είναι σε απομονωμένα μέρη ή πολύ μικρά και δεν έχουν πάντα αυτή τη δυνατότητα. Είναι ένα θέμα, πάντως, που θέλουμε να το ενθαρρύνουμε».
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, απίστευτες δικαιολογίες: Η συγκυρία που υπάρχει, υπαινικτικά δηλαδή ότι λόγω της κρίσης πρέπει να αφήσουμε το ελεύθερο στη δυσφήμηση του ελαιολάδου και την εξαπάτηση των καταναλωτών που γίνεται από πλείστους όσους ανά την Ελλάδα. Η φύση των καταστημάτων -άλλο τούτο πάλι- που είναι σε μικρά μέρη και δεν μπορούν να προσφέρουν το ελαιόλαδο σε μπουκαλάκι αλλά μπορούν να προσφέρουν χύμα ό,τι κυκλοφορεί στην αγορά.
Μετά από όλα αυτά, είναι φανερό ότι στο όνομα του πολιτικού κόστους η κυβέρνηση κάνει το κορόιδο και αρνείται να εφαρμόσει μέτρα που παίρνονται σε άλλες χώρες και μάλιστα μέσα από διαφωνίες και συμβιβασμούς. Κατά τα άλλα οι επισκέπτες της χώρας μας πρέπει να γνωρίσουν τα τοπικά προϊόντα και τη γαστρονομία ώστε να τα αναζητήσουν και στη χώρα τους. Και πού θα τα βρουν - ή πως θα τα ξεχωρίσουν από τις... μαϊμούδες;

 

Ηλίας Μπιτσάνης