Διάβασαν τις ετικέτες, σχολίασαν το περιεχόμενο και στη συνέχεια δοκίμασαν τα προϊόντα σε μια πράσινη σαλάτα. Μάλλον είναι περιττό να σημειώσουμε ότι... εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού εν μέσω κολακευτικών σχολίων. Μετά από λίγες ημέρες διάβασα και για την πρωτοβουλία σχετικά με τη μεσογειακή διατροφή, αλλά και για την εκδήλωση η οποία πραγματοποιήθηκε με παριστάμενους "συγγενείς και φίλους" - καθόσον οι θεωρητικώς άμεσα ενδιαφερόμενοι... μάλλον περιμένουν να τους πάνε τους πελάτες στο κατάστημα. Τις ίδιες ημέρες ανακοινώθηκε η ψήφιση νομοθετήματος στην Ιταλική Βουλή, με το οποίο επιβάλλεται η χρήση μη επαναγεμιζόμενων φιαλών στα καταστήματα εστίασης.
Τρία διαφορετικά πράγματα, με κοινή αναφορά στην"μεσογειακή / τοπική κουζίνα" όπως καθιερώθηκε να λέγεται, έστω κι αν αυτό είναι εξαιρετικά ασαφές όσον αφορά το περιεχόμενο αλλά και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω ποια μπορεί να είναι τελικά η πρακτική χρησιμότητα ορισμένων πρωτοβουλιών που ασχολούνται με το... αυτονόητο. Γιατί περί αυτού συζητούμε όταν στη Μεσσηνία χρειάζεται να γίνουν ειδικά προγράμματα για να πειστούν οι επαγγελματίες να προσφέρουν αυτό που όλοι γνωρίζουμε: τα αγαθά της τοπικής κουζίνας. Φυσικά και δεν κάνει εντύπωση αυτή η ιστορία, όταν η κοινωνία βομβαρδίζεται τηλεοπτικά παντοιοτρόπως και στο διατροφικό πεδίο, από τις αλυσίδες έτοιμου φαγητού μέχρι τις συνταγές μαγειρικής με χορηγούς της εταιρείες που προωθούν τα προϊόντα τους. Και όταν από την άλλη πλευρά δεν υπάρχουν μέτρα, κανονισμοί και έλεγχοι ώστε να περιορίζονται τα φαινόμενα εξαπάτησης των καταναλωτών. Τα πράγματα είναι πολύ απλά: Υπάρχει καταρχάς η υποχρέωση των ιδιοκτητών καταστημάτων εστίασης να αναγράφουν στον κατάλογο το είδος του ελαίου κ.λπ. που χρησιμοποιούν σε κάθε φαγητό. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως δεν ακολουθεί τη σχετική διάταξη, και δεν υπάρχει κανένας έλεγχος σχετικά με αυτό. Από την άλλη πλευρά, η Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία καθιέρωσαν τη χρήση μη επαναγεμιζόμενων φιαλών ελαιόλαδου, αλλά στην Ελλάδα η υπόθεση αυτή πάει από υπόσχεση σε υπόσχεση. Οσο για την ελιά Καλαμάτας, έχει παγκόσμια φήμη αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτό που σερβίρεται δεν προέρχεται από... τόπους μακρινούς εκτός Ελλάδας. Επίσης, στα λόγια δίνεται μάχη για να προστατευτεί η φέτα ως ελληνικό προϊόν, αλλά στον τομέα της εστίασης πάει σύννεφο το λευκό τυρί, χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο στην αλυσίδα τροφοδοσίας.
Αυτά και πολλά άλλα θα μπορούσε να αναφέρει κάποιος για την ιστορία αυτή, η οποία αναδεικνύει την απουσία μηχανισμών ελέγχου στον τομέα των τροφίμων που δεν αφορούν μόνον τα καταστήματα εστίασης. Το ερώτημα είναι αν οι κυβερνώντες δεν ξέρουν ή δεν θέλουν. Προσωπικά καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν θέλουν. Γιατί η εφαρμογή μέτρων και κανόνων είναι βέβαιο ότι ενοχλεί κατηγορίες και ομάδες πίεσης που βολεύονται με τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, ενώ υπάρχουν και ισχυρότατα συμφέροντα προώθησης προϊόντων όπως είναι τα σπορέλαια και τα γαλακτοκομικά. Και φυσικά υπάρχει πάντα η λογική περιορισμού του κόστους που εν προκειμένω επιτυγχάνεται με τη χρήση προϊόντων υποβαθμισμένης ποιότητας.
Συμπερασματικά η προώθηση της μεσογειακής διατροφής, της τοπικής κουζίνας και ως εκ τούτου της κατανάλωσης τοπικών προϊόντων, είναι ζήτημα που έχει να κάνει με την αλλαγή νοοτροπίας τόσο των ιδιοκτητών καταστημάτων εστίασης όσο και των καταναλωτών. Ασφαλώς αυτό δεν μπορεί να γίνει με κηρύγματα και δεν είναι καθόλου εύκολο. Ιδιαιτέρως σε εποχής βαθιάς οικονομικής κρίσης, όταν η μεγάλη πλειοψηφία επιζητεί το μικρότερο κόστος σε όλα τα επίπεδα, αδιαφορώντας πολλές φορές και για την ποιότητα, ακόμη και για την ασφάλεια των τροφίμων. Παρ’ όλα αυτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοεί κάποιος τη μεγάλη σημασία που έχει για την τοπική οικονομία όλη η υπόθεση, ούτε και το γεγονός ότι η αυθεντική τοπική κουζίνα θα μπορούσε να αποτελέσει σήμα κατατεθέν των τουριστικών υπηρεσιών και σημείο σύζευξης τουρισμού και τοπικής αγροτικής παραγωγής. Η ζωή δείχνει ότι το αυθεντικό και γνήσιο επιβραβεύεται, όσο και αν η αναγνώριση μπορεί να αργήσει.
Ως εκ τούτου κάθε προσπάθεια δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτη, αρκεί να είναι πειστική για τους άμεσα ενδιαφερόμενους και να οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα. Από την άλλη πλευρά καμία πρωτοβουλία δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν δεν υποστηρίζεται από ένα σύστημα μέτρων και ελέγχων καθολικού χαρακτήρα, που θα περιορίζουν τα φαινόμενα εξαπάτησης και τη διαφάνεια στον τομέα των τροφίμων.
Αυταπάτες δεν μπορούν να υπάρχουν, άλλωστε υπάρχουν άλλα παραδείγματα που διδάσκουν ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις εκείνων που έχουν την πρωτοβουλία: Πρέπει να το θέλουν -ώστε να κινητοποιηθούν- και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι είτε ως επαγγελματίες, είτε ως καταναλωτές. Εξω από την ιστορία δεν μπορεί να μείνει και η τοπική αυτοδιοίκηση, που έχει το θεσμικό κύρος αλλά και την υποχρέωση να συμβάλει στην υπόθεση αυτή, επιβραβεύοντας με διάφορους τρόπους εκείνους που επιλέγουν να ακολουθήσουν πρότυπα και κανόνες μεσογειακής / τοπικής κουζίνας.
Ηλίας Μπιτσάνης