Ο Μπέρρυμαν γεννήθηκε το 1914 στην Οκλαχόμα από πατέρα τραπεζίτη και μητέρα δασκάλα, που μετακόμισαν αργότερα στη Φλόριντα. Όταν ο Τζων ήταν έντεκα χρόνων, ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Ο πατέρας ήταν άνεργος τότε και το διαζύγιο βρισκόταν στα σκαριά, αλλά η αυτοκτονία σημάδεψε τον Τζων και προσδιόρισε εν πολλοίς τόσο τον τρόπο της ζωής του όσο και τον χαρακτήρα της ποίησής του. Ακολουθώντας ως ενήλικος ακαδημαϊκή καριέρα, ο Μπέρρυμαν δίδαξε σε διάφορα αμερικανικά πανεπιστήμια ενώ είχε ταραχώδη ιδιωτικό βίο. Οξύθυμος, με πλήθος δημόσιους καβγάδες για το παραμικρό, αλκοολικός, με πολλαπλές εισαγωγές για ιατρική περίθαλψη λόγω νευρικών κλονισμών και αλκοολικής εξάρτησης, με μεγάλη αναγνώριση και απανωτές διακρίσεις για την ποιητική του δουλειά και με τρεις γάμους στο ενεργητικό του, ο Μπέρρυμαν αυτοκτόνησε εντέλει, παίρνοντας τον δρόμο του πατέρα του, τον Ιανουάριο του 1972, στη Μινεάπολη της Μινεσότα, με μια γενναία βουτιά από τη γέφυρα Ουάσιγκτον του ποταμού Μισισιπή.
Ο Αντώνης Ζέρβας ασχολείται εδώ και δεκαετίες με τη μετάφραση και τη μελέτη της ποίησης του Μπέρρυμαν. Η έκδοση της Περισπωμένης είναι δίγλωσση, με εξαντλητικά σχόλια και εισαγωγή του μεταφραστή, ο οποίος έχει περιλάβει στο υλικό του και μια σειρά συνεντεύξεων του ποιητή, μαζί με μελέτες για το έργο του, σε επιμέλεια και μετάφραση Ε. Κ. Ζέρβα. Τι ακριβώς επιζητεί με το κορυφαίο των έργων του ο Μπέρρυμαν; Ο κεντρικός του ήρωας Ερρίκος (ένα όνομα που ο ποιητής θεωρούσε τετριμμένο και αντιπαθές) είναι πρόσωπο καταδικασμένο να ζει σε έναν δυσάρεστο, απόμακρο και ξένο κόσμο. Αποφεύγοντας να καταγγείλει ανοιχτά έναν τέτοιο κόσμο ή να σπεύσει να θέσει τον εαυτό του εκτός, ο Μπέρρυμαν μπορεί να πηδάει στην άβυσσο με τους στίχους του, όπως παρατηρεί ο Ζέρβας, και να έρχεται αντιμέτωπος με ένα πελώριο κενό, αλλά δεν το βάζει ποτέ κάτω, ακόμα κι όταν ο Ερρίκος πεθαίνει στα «Ονειρικά τραγούδια», για να επανέλθει λίγο αργότερα στη ζωή και στη δράση (αν και όχι ακριβώς ευτυχής και αποκατεστημένος). Εύστοχα ο Ζέρβας διευκρινίζει πως τα πάντα στον Μπέρρυμαν είναι γλώσσα και πως η γλώσσα είναι και ο μοναδικός τρόπος που διαθέτουν η ποίηση και ο ίδιος, για να αντισταθούν στη δυσφορία την οποία προκαλεί μονίμως η πραγματικότητα, όποιο όνομα και αν της δώσουμε:
Τα όσα τώρα θα ειπεί είναι ένα παρατεταμένο
θαύμα που μπορεί να τέξει και ν' αντέξει ο κόσμος.
Σ' έναν αγριοπλάτανο σκαρφαλωμένος στην κορφή
ήμουν ολόχαρος μια φορά και τραγουδούσα.
Σκληρά γδέρνει τη γη η θάλασσα βαρβάτη
και μένει αδειανό κάθε κρεββάτι.
Τα «Ονειρικά τραγούδια» αποτελούν κατά βάση προϊόν της δεκαετίας του 1960 και στις σελίδες τους θα συναντήσουμε δύο πρόσωπα και τρεις φωνές. Τα δύο πρόσωπα είναι ο Ερρίκος και ένας φίλος του και οι τρεις φωνές ανήκουν σε έναν απρόσωπο αφηγητή, ο οποίος εισάγει τον αναγνώστη στους διαδοχικούς κύκλους που διαγράφουν τα ποιήματα, στον πρωταγωνιστή Ερρίκο και σε έναν πιο οικουμενικό χώρο, πέρα από τον ποιητή και τους ήρωές του, σε έναν χώρο που εκπροσωπεί κατά πάσα πιθανότητα τη συνείδηση του συλλογικού. Ο Μπέρρυμαν επιστρατεύει εν προκειμένω όχι μόνο τη λόγια ή την κοινή γλώσσα, τη γλώσσα της καθημερινής τύρβης, αλλά και τα νέγρικο ιδίωμα, συμπληρωμένο από κάτι σαν μωρουδίστικη σύνταξη και εκφορά, από ένα είδος πρωτογενούς και ταυτοχρόνως αφασικού λόγου, που κάνει την ποίησή του όχι τόσο κρυπτική και δυσανάγνωστη όσο απρόβλεπτη και αναπάντεχη. Αναπάντεχη με την έννοια πως είναι αδύνατο να προϋπολογίσουμε ή έστω να εικάσουμε το τελικό νόημα του κάθε ποιήματος. Αν στο σημείο αυτό προσθέσουμε τις νεκρολογίες για φίλους ποιητές του Μπέρρυμαν και τις αδιάκοπες παραπομπές στο βασικό σημείο αναφοράς του, το οποίο δεν είναι άλλο από το έργο του ιρλανδού ποιητή Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, τότε είναι εύκολο να καταλάβουμε τον μεταφραστικό άθλο που έχει φέρει εις πέρας ο Ζέρβας. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι έκαστο «ονειρικό τραγούδι» αποτελείται από τρεις εξάστιχες στροφές (μια μορφή που θυμίζει σονέτο) χαλαρής ομοιοκαταληξίας ή ελεύθερου στίχου.
Και ο Ερρίκος; Ο Μπέρρυμαν έχει αρνηθεί κατ' επανάληψη την οποιαδήποτε ταύτιση μαζί του, αλλά δύσκολα απομακρύνει κανείς, διαβάζοντας τα «Ονειρικά τραγούδια», την ιδέα του αυτοβιογραφικού προσωπείου. Ο Ερρίκος, εντούτοις, μοιάζει, από μια άλλη οπτική γωνία, με τον ομηρικό Οδυσσέα, που βγαίνει στον κόσμο όχι για να περιπλανηθεί στην απεραντοσύνη του και να καταλήξει σώος στην αγκαλιά της Πηνελόπης και της Ιθάκης, αλλά για να αναμετρηθεί μέσα από ένα είδος ψυχαναλυτικής εξομολόγησης με δύο τουλάχιστον μεγέθη: με τα αντιθετικά εγώ που συγκατοικούν στον εαυτό του και με τα αμετακίνητα βάσανα του ατόμου και της οικουμένης, τουτέστιν με την απουσία, με την καταβύθιση και με τη συντριβή. Αυτά, όμως, τα βάσανα δεν είναι άλλα από τα πάθη της ποίησης την οποία θα τιμήσουμε με κάθε δόξα σε δύο ημέρες.
ΑΠΕ