Πέμπτη, 08 Σεπτεμβρίου 2022 11:26

Γεωργάκης Ολύμπιος: Ο «Λεωνίδας» της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία

Γεωργάκης Ολύμπιος: Ο «Λεωνίδας» της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία

Γράφει ο Θεόδωρος Λάμπρος Ιστορικός – Συγγραφέας


Σήμερα συμπληρώνονται 201 χρόνια από το ηρωϊκό του τέλος στη Μονή Σέκου στην Β.Α. Ρουμανία

Στην προσπάθειά μας να αναδείξουμε τα σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, οφείλουμε να προβάλουμε και να αναδεικνύουμε τους αγνούς αγωνιστές που πολέμησαν και έπεσαν για να μπορούμε όλοι εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε τα αγαθά της ελευθερίας. Πολλούς από αυτούς τους αγωνιστές δεν τους γνωρίζουμε ή γνωρίζουμε πολύ λίγα για την προσωπικότητα και την δράση τους.

Ένας από αυτούς τους αγνούς αγωνιστές είναι και ο Γεωργάκης Ολύμπιος o oποίος σαν σήμερα (8 Σεπτεμβρίου 1821) πέρασε στην Αθανασία στην Μονή του Σέκου υπερασπιζόμενος την πίστη και τα ιδανικά της πατρίδας του.


O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι (4/3/1772). Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους Λαζαίους, φημισμένους αρματoλούς του Ολύμπου. Η μητέρα του, Νικολέτα, πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Κατά την Τουρκοκρατία, ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν άντρα καπεταναίων όπως οι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά.

Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου. Τα σωματικά αλλά προπαντός τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλλίκαρο του θείου του, Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάστηκε στους αγώνες κατά των Τούρκων εκείνη την εποχή.

 

Η Δράση του στα Βαλκάνια

Στα 1804 ξέσπασε η Σερβική Επανάσταση. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και της Ηπείρου, είδαν με μεγάλη συμπάθεια των αγώνα των Σέρβων. Με τέτοια αισθήματα έσπευσε και ο Ολύμπιος, συμπαρασύροντας κι άλλους αρματολούς, όπως οι Νικοτσάρας και Καρατάσος, προς βοήθεια του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς. Συμμετείχαν μάλιστα σε νυχτερινή επίθεση εναντίον πολυάριθμου τουρκικού στρατού υπό τον Τοπάλ πασά, εξαναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση. Μετά τη σύγκρουση αυτή, ο Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες αρχηγοί γύρισαν στην Ελλάδα.

Αναφέρεται ότι, όταν βρισκόταν στη Σερβία, αλληλογραφούσε με τον Έλληνα ηγεμόνα της Βλαχίας, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, και τον παρακαλούσε να οργανώσει στην ηγεμονία του παρόμοιο κίνημα.

Μετά την αποτυχία της σερβικής εξέγερσης, συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1.300 άντρες αγωνίστηκε στο πλευρό του Ρώσου αρχιστρατήγου Κουτούζωφ, με μεγάλη επιτυχία, στη μάχη της Όστροβα.

Στα 1817, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γ. Λεβέντη και δεν έγινε απλό μέλος της αλλά απόστολος. Το καλοκαίρι του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον διόρισε Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία.

 

Περιπλανώμενοι και κυνηγημένοι

Μετά τις ήττες των επαναστατών στο Δραγατσάνι και το Σκουλένι, το κυριότερο επαναστατικό σώμα που απέμενε ήταν αυτό του Ολύμπιου, το οποίο είχε συνενωθεί με το τμήμα του Ιωάννη Φαρμάκη, αριθμώντας συνολικά 800 περίπου εκλεκτούς ιππείς.

Οι δύο αρχηγοί, όταν έμαθαν ότι ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, μαζί με αυτές του Σάββα Καμινάρη, κινούνταν εναντίον τους, έκριναν ότι η συνέχιση του αγώνα στη Βλαχία δεν είχε πια νόημα. Έτσι αποφάσισαν να φτάσουν ακολουθώντας ορεινή διαδρομή και πολεμώντας, μέχρι τη Βεσσαραβία, από όπου θα μπορούσαν να βρουν κάποιο τρόπο να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο Ολύμπιος έκανε αυτή τη διαδρομή πάνω σε φορείο, καθώς ήταν άρρωστος από τις ταλαιπωρίες και τη λύπη του..

Μέχρι τα μέσα Αυγούστου, το σώμα των Ολύμπιου – Φαρμάκη παρέμεινε στα δυσπρόσιτα βουνά της Μολδαβίας, στην περιοχή της Βράνσας, ερχόμενο πολλές φορές σε συμπλοκές με τουρκικά αποσπάσματα. Σταδιακά ο Ολύμπιος ανέρρωσε και αποφάσισε να προχωρήσει προς πεδινότερη περιοχή, με κατεύθυνση τη Βεσσαραβία, όπως είχε αρχικά σχεδιάσει. Ένας επιπλέον λόγος της μετακίνησης αυτής ήταν η αδυναμία του να συντηρήσει το ιππικό του, αν αποφάσιζε να διαχειμάσει στα ορεινά. Έτσι, κατά το τέλος Αυγούστου, ο Ολύμπιος εξέδωσε προκήρυξη όπου διαφαίνεται το υψηλό του φρόνημα εκείνο τον καιρό (η προκήρυξη βρέθηκε στα αυστριακά αρχεία):

Όπως αναφέρει ο Γεωργάκης Ολύμπιος «Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι στους, ευγενείς, αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές στους εκείνοι που στους υποσχέθηκαν βοήθεια, στους εγκατέλειψαν, οι άλλοι με συκοφαντίες εχαρακτήρισαν σαν έγκλημα στους αιματηρούς αγώνες στους για τη θρησκεία στους και την ύπαρξή στους. Ψηλά το κεφάλι αδέλφια. Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων στους. Εσώσαμεν εν τούτοις τη τιμήν στους. Η Ευρώπη εγνώρισε στους γυιούς στους Ελλάδας. Η βοήθεια που υποσχέθηκε η Ρωσία έρχεται πολύ αργά. Ζήτω η θρησκεία και η ελευθερία στους Ελλάδας! Θάνατος στους βαρβάρους».

 


Στη Μονή Σέκου

Τελικά έμειναν μαζί με τους Ολύμπιο και Φαρμάκη, μόνο 350 περίπου πολεμιστές, με τους υπόλοιπους, ιδιαίτερα όσους προέρχονταν από γειτονικά μέρη, να εγκαταλείπουν τον αγώνα.

Οι δύο οπλαρχηγοί κατευθύνθηκαν στη Μονή Νάμτσου και από εκεί στη Μονή Σέκου, η οποία απείχε 24 ώρες από το Ιάσιο. Στην αρχή, ο Σελήχ πασάς έστειλε εναντίον τους 300 ιππείς οι οποίοι έπεσαν σε ενέδρα τμήματος ανδρών του Φαρμάκη, με αποτέλεσμα να τον φόνο 200 Τούρκων και τη σύλληψη τριών αιχμαλώτων. Από αυτούς τους αιχμαλώτους οι Έλληνες έμαθαν πως μεγάλη εχθρική δύναμη πλησίαζε στη Μονή, πράγμα που τους έβαλε σε σκέψεις να την εγκαταλείψουν. Από τους αρχηγούς, ο Ολύμπιος ήταν υπέρ της διάσχισης της Μολδαβίας με κατεύθυνση τη Βεσσαραβία. Ο Φαρμάκης και ο Σέρβος Βλάδεν θεωρούσαν πως εκείνο το σχέδιο ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού Τούρκων στρατιωτών στην περιοχή. Αντ’ αυτού πρότειναν τη διαφυγή στην Αυστρία, της οποίας τα σύνορα ήταν κοντά. Ωστόσο ο Ολύμπιος δεν δεχόταν να τους ακολουθήσει καθώς πίστευε ότι οι Αυστριακοί θα τους συνελάμβαναν. Τελικά, από αίσθημα αλληλεγγύης, έμειναν όλοι στη Μονή.

Κατά τον Φιλήμονα, ο Ολύμπιος σκέφτηκε επίσης το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στα ορεινά της Μολδαβίας, ωστόσο φαίνεται πως επηρεάστηκε και από επιστολή του επισκόπου του Ρόμανο που τον καλούσε να υπερασπιστεί τη Μονή και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων. Είναι πιθανό η επιστολή αυτή να στάλθηκε με εντολή («τη εισηγήσει») των Τούρκων.


Οι επαναστάτες σχεδίαζαν να αμυνθούν στην είσοδο της στενής κοιλάδας όπου βρισκόταν η μονή, χωρίς να γνωρίζουν ότι υπήρχαν μονοπάτια στα γύρω βουνά τα οποία οδηγούσαν στο εσωτερικό της κοιλάδας. Πράγματι, ενώ αρχικά, στις 6 Σεπτεμβρίου, οι επαναστάτες απέκρουσαν τουρκικό σώμα 600 ανδρών, στην είσοδο της κοιλάδας, στις 8 Σεπτεμβρίου το κύριο εχθρικό σώμα άρχισε να κατεβαίνει προς τη Μονή μέσω εκείνων των μονοπατιών, έχοντας ντόπιους οδηγούς.

Για να τους αντιμετωπίσει, ο Ολύμπιος έβαλε τους άνδρες του στις επάλξεις της μονής, από όπου πυροβολούσαν τους Τούρκους, μη επιτρέποντάς τους να μπουν. Εν τω μεταξύ, ο Φαρμάκης με τους άντρες του, οι οποίοι είχαν αποκοπεί καθώς φρουρούσαν την είσοδο της κοιλάδας, κατάφεραν το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου να μπουν στη μονή. Έτσι από το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου άρχισε η πλήρης πολιορκία της Μονής από τους Τούρκους, οι οποίοι διέθεταν και ένα κανόνι.

 

Το πέρασμα στην Αθανασία
Ο Τόμας Γκόρντον στην “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (… …) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.».

Κατά τον Μαξίμ Ρεμπό ο Αυστριακός πρόξενος του Ιασίου πρόσφερε στον Ολύμπιο τη βοήθειά του για να διαφύγει σε ρωσικό έδαφος αλλά αυτός απάντησε “Πήρα τα όπλα για να χύσω το αίμα των εχθρών της πατρίδας και όχι για να σώσω τον εαυτό μου. Η ευκαιρία είναι πολύ ευνοϊκή για να τη χάσω.“.

Ο Ολύμπιος κλείστηκε με 7 ή 11 πιστούς συμπολεμιστές του στο κωδωνοστάσιο της Μονής ενώ ο Φαρμάκης με τους υπόλοιπους άντρες υπεράσπιζε τις υπόλοιπες θέσεις. Σε εκείνη τη φάση της μάχης συνέβη το πιο ένδοξο επεισόδιο της επανάστασης στη Μολδοβλαχία: κάποια στιγμή, ξέσπασε πυρκαϊά στο κωδωνοστάσιο και ο Ολύμπιος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί, κάτω από συνθήκες που παραμένουν αδιευκρίνιστες. Αρνούμενος να συνδιαλλαγεί με τους Τούρκους, ζήτησε από τους συντρόφους του να φύγουν, όσοι ήθελαν να γλυτώσουν, από το κωδωνωστάσιο. Αλλά κανείς δεν έφυγε. Τότε πυροβόλησε ένα βαρέλι με πυρίτιδα και ανατίναξε το κωδωνοστάσιο, συμπαρασύροντας και Τούρκους που βρέθηκαν εκεί κοντά.
Η πολιορκία συνεχίστηκε με λυσσώδη άμυνα από τον Φαρμάκη και τους άντρες του, μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, οπότε ο Φαρμάκης, πειθόμενος από τις εγγυήσεις του αυστριακού διπλωματικού υπαλλήλου, Βολφ, ότι οι Τούρκοι θα σεβαστούν την αμνηστία και θα τους αφήσουν να φύγουν από την αυτοκρατορία, παραδόθηκε μαζί με τους υπόλοιπους αγωνιστές, εκτός από 33 άντρες οι οποίοι διέφυγαν τη νύχτα. Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν τη συμφωνία και εκτέλεσαν τους επαναστάτες.

Αυτός ήταν ο αγνός αγωνιστής Γεωργάκης Ολύμπιος που έπεσε σαν άλλος Λεωνίδας στη Μονή Σέκου αγωνιζόμενος για μια ελεύθερη πατρίδα.

 

Δείτε εδώ ένα συνοπτικό βίντεο για την δράση του