Η Κική Δημουλά, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της σύγχρονης Ελλάδας, γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1931 στην Αθήνα. Το πατρικό της όνομα ήταν Βασιλική Ράδου και είχε καταγωγή από την Καλαμάτα. Από τα πρώτα της χρόνια, η Δημουλά έδειξε ενδιαφέρον για την ποίηση και την τέχνη του λόγου, στοιχεία που θα χαρακτήριζαν ολόκληρη την καλλιτεχνική της πορεία.
Η Κική Δημουλά εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 έως το 1974, ενώ η λογοτεχνική της σταδιοδρομία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950. Παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Η προσωπική της ζωή και οι εμπειρίες της αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τα ποιήματά της, τα οποία συχνά αντλούσαν θέματα από την καθημερινότητα, την απώλεια και τη φθορά του χρόνου.
Όταν ρώτησαν την Κική Δημουλά ποιο ύφος, ποιο ρεύμα ξεχώριζε περισσότερο, είπε: "Εγώ ήμουν 'καβαφικός' άνθρωπος, επειδή είχα και αυτόν τον σύντροφο δίπλα μου (τον Άθω Δημουλά), ο οποίος ήταν ποιητής πολύ καλός, και όχι μόνο κατά τη δική μου γνώμη. Αλλά εκείνος δυστυχώς αρρώστησε και χάθηκε η ευκαιρία να πάρει μια χαρά έντονη από τη δουλειά του. Σε εμένα στεκόταν πάρα πολύ, όχι για να διορθώσει κάτι, αλλά απλώς για να με συμβουλέψει."
Η ποίηση της Δημουλά είναι γνωστή για την εσωτερικότητά της και την απλότητα της γλώσσας της, η οποία όμως κρύβει βαθιά νοήματα και συναισθηματική ένταση. Ο Γιάννης Παπακώστας, καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, έχει χαρακτηρίσει την ποίησή της ως "ποίηση εσωτερικού χώρου" γιατί εξερευνά τις πιο ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα της ανθρώπινης ψυχής. Τα έργα της συχνά εξερευνούν την έννοια του εφήμερου και την υπαρξιακή αγωνία που προκαλεί η συνειδητοποίηση της φθοράς και της απώλειας. Η Δημουλά είχε μια μοναδική ικανότητα να μετατρέπει καθημερινές εμπειρίες σε ποιητικές στιγμές, δίνοντας μια φιλοσοφική διάσταση στα κοινά ανθρώπινα βιώματα. Η ίδια είχε επισημάνει τη σημασία της λεπτομέρειας στη δημιουργία ποιήματος, καθώς μπορεί να είναι η έμπνευση για νέες δημιουργικές προσεγγίσεις.
Με τη δική της ιδιαίτερη ματιά, έβγαζε από την αφάνεια τα ασήμαντα και, με μια γλώσσα που φαινομενικά ήταν απλή και ασοβάρευτη, μιλούσε για πολύ σοβαρά θέματα όπως ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος και η γυναικεία ψυχολογία. Η ποίησή της κινούνταν ανάμεσα στον αρνητικό και τον θετικό πόλο και συχνά εντοπιζόταν στο έργο της υπαρξιακή αγωνία.
Η γλώσσα της Δημουλά ήταν μικτή, αντλώντας λέξεις τόσο από τη λαϊκή όσο και από τη λόγια γλώσσα, δημιουργώντας απροσδόκητες συνάψεις. Για παράδειγμα, φράσεις όπως “όρθια μπρος στο μεσίστιο μέλλον μου” (από το έργο "Ερήμην") και “Λερώνει στους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο” (από το έργο "Το λίγο του κόσμου") έδειχναν την ικανότητά της να συνδυάζει διαφορετικά λεξιλογικά επίπεδα. Τα ποιήματά της χαρακτηρίζονταν από μια αυστηρή αλλά και ενίοτε ελλιπή ισορροπία, αποδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και το βάθος της γραφής της. Αυτή η προσέγγιση της Δημουλά έχει αναλυθεί και επαινεθεί από κριτικούς όπως η Χρυσάνθη Αργυροπούλου, η οποία τόνιζε τη φιλολογική και θεματική ποικιλία στο έργο της Δημουλά, επισημαίνοντας την ικανότητά της να συνδυάζει το καθημερινό με το φιλοσοφικό, το ατομικό με το καθολικό.
Η Κική Δημουλά είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο, τον οποίο θεωρούσε αμείλικτο εχθρό. Στα ποιήματά της, ο χρόνος εμφανίζεται ως ένα αόρατο χέρι που φέρνει τη φθορά και την απώλεια. Η ποιήτρια συχνά αναφερόταν στη μνήμη και τη λήθη, τονίζοντας την αντίθεση μεταξύ τους και τη συνεχή τους πάλη. Στο έργο της "Άνω τελεία", η Δημουλά στοχάζεται για το παρελθόν και το παρόν, εξετάζοντας πώς η αλήθεια και το ψέμα, η αγάπη και η απώλεια, αλληλοεπιδρούν και διαμορφώνουν την ανθρώπινη εμπειρία. Το χρόνο τον έβλεπε ως ένα "καταδικαστικό" στοιχείο που απομακρύνει το παρόν από το παρελθόν, δημιουργώντας μια "μακρινή αοριστία" όπου χάνεται η αίσθηση του "εγώ" και της ύπαρξης.
Η ποίηση της Δημουλά χαρακτηρίζεται από την εννοιολογική της τόλμη και τη γλωσσική της ευρηματικότητα. Συχνά χρησιμοποιούσε τη λεξιπλασία για να εκφράσει την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και των βιωμάτων της. Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά της, "Σημείο Αναγνωρίσεως", απεικονίζει τη γυναικεία αιχμαλωσία μέσα από την εικόνα ενός αγάλματος με δεμένα χέρια, δημιουργώντας μια μεταφορά για τις κοινωνικές και προσωπικές περιοριστικές καταστάσεις που βιώνουν οι γυναίκες.
Η Κική Δημουλά έχει αφήσει πίσω της ένα πλούσιο και πολυποίκιλο έργο. Μερικές από τις σημαντικότερες συλλογές της περιλαμβάνουν: "Το λίγο του κόσμου" (1972), βραβεύτηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, "Χαίρε Ποτέ" (1989), Κρατικό Βραβείο Ποίησης, "Η εφηβεία της λήθης" (1996), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, "Ήχος απομακρύνσεων" (2001), Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, "Τα εύρετρα" (2010).
Το 2002, η Δημουλά έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, μόλις η τρίτη γυναίκα που τιμήθηκε με αυτή τη διάκριση. Οι διακρίσεις της περιλαμβάνουν το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας (2009) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2010) για το σύνολο του έργου της.
Η Δημουλά συνέβαλε σημαντικά στη νεοελληνική ποίηση και άφησε ένα ανεξίτηλο στίγμα στον λογοτεχνικό κόσμο. Η ποίησή της έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και συνεχίζει να εμπνέει νέους ποιητές και αναγνώστες. Το έργο της αντιμετωπίζει διαχρονικά θέματα, καθιστώντας το πάντα επίκαιρο και σημαντικό.
Η σπουδαία ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου 2020, αφήνοντας πίσω της ένα πλούσιο και πολύτιμο λογοτεχνικό κληροδότημα.