Είναι οι "ακαταλόγιστοι", δηλαδή οι δράστες αξιόποινων πράξεων με ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές. Οι άνθρωποι αυτοί χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης και πρόσφατα υπήρξαν αποφάσεις για ψυχικά ασθενείς από το Κακουργιοδικείο της Καλαμάτας, που ο δράστης αθωώθηκε σε μια περίπτωση, ενώ σε άλλη το δικαστήριο επέβαλε μέτρα θεραπείας αντί εγκλεισμού.
Ο δικηγόρος Καλαμάτας Σπύρος Λαπιώτης ο οποίος έχει αναλάβει ως υπεράσπιση ανάλογες περιπτώσεις, μιλώντας στην "Ε" επισημαίνει την ανάγκη "όσοι εμπλέκονται μαζί τους σε όλη τη διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται τόσο μια δίκαιη δίκη, όσο και ο σεβασμός στην προσωπικότητά τους".
Ομως, όπως διαπιστώνει η συνάδελφός του δικηγόρος Καλαμάτας Χρυσόθεμις Αμανατίδη, το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε μέχρι το Δεκέμβριο του 2017 για τους δράστες αξιόποινων πράξεων, με ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές, "απηχούσε αντιλήψεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Προβλεπόταν ο εγκλεισμός τους σε άσυλο για αόριστο χρονικό διάστημα, με βασικό στόχο την αντιμετώπιση της επικινδυνότητας και την προφύλαξη της κοινωνίας".
ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ;
Ο Σπύρος Λαπιώτης απαντά ναι, απέναντι στο νόμο όλοι είμαστε ίσοι, αλλά "υπάρχουν και περιπτώσεις που πρέπει να κριθούν και να αξιολογηθούν με διαφορετικό τρόπο, ώστε το κράτος να στηρίξει τους αδύναμους συνανθρώπους μας και παράλληλα να προσδώσει το αίσθημα ασφαλείας στους πολίτες". Εξάλλου, "η λογική του κράτους δικαίου για την τιμωρία και επιβολή ποινής από τα δικαστήρια συνίσταται στη γνώση και στη θέληση του δράστη να διαπράξει το έγκλημα". Και, "υπάρχουν περιπτώσεις που συνάνθρωποί μας εμφανίζουν νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών (π.χ. ψυχώσεις, διανοητική υστέρηση) ή ανεπαρκή ανάπτυξη αυτών ή παροδική διατάραξη της συνείδησης (π.χ. κατάθλιψη, πανικό). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί όταν διαπράττουν ένα έγκλημα, π.χ. μια ανθρωποκτονία, να μην διαθέτουν την ικανότητα ν’ αντιληφθούν την πράξη τους ή το άδικο της πράξης τους", εξηγεί.
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ
Ετσι, "πολλές φορές δεν μπορούν π.χ. να εξηγήσουν τι έγινε ή δίνουν μεταφυσικές εξηγήσεις ή ακόμα ζουν ένα σενάριο παράλληλο με την πραγματικότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα αυτά αποκτούν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, προκειμένου το δικαστήριο να κρίνει τη σχέση τους με το έγκλημα που έχει διαπραχθεί και στη συνέχεια την ικανότητά τους για καταλογισμό κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 34 και 36 ΠΚ", επισημαίνει. Το δικαστήριο "θα καταλήξει στην κρίση του με τη βοήθεια της ψυχιατρικής επιστήμης, όπου ψυχίατρος θα συντάξει έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η οποία όμως δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177ΚΠΔ".
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ ΠΟΙΝΗ
Στην περίπτωση λοιπόν άρσης του καταλογισμού, "δεν επιβάλλεται ποινή ούτε εγκλεισμός σε φυλακή, σύμφωνα με τον Ν. 4509/2017, αλλά νοσηλεία ή υποχρεωτική θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση, εφόσον υπάρχει κίνδυνος αν αφεθεί ελεύθερος να τελέσει ανάλογης βαρύτητας εγκλήματα και μόνο για τα εγκλήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας". Βέβαια, "η διάταξη αυτή αποτελεί κάποιες φορές μια «έξοδο διαφυγής» επωνύμων συνήθως προσώπων, προκειμένου να τύχουν των σχετικών «ευεργεσιών» του νόμου και να αποφύγουν τον εγκλεισμό τους στη φυλακή", παρατηρεί ο ίδιος. Οταν όμως "το δικαστήριο κρίνει ότι τα άτομα αυτά έχουν πράγματι μειωμένο καταλογισμό, εκτός από μειωμένη ποινή κατά το άρθρο 83ΠΚ διατάσσει την εισαγωγή τους σε ψυχιατρικό παράρτημα καταστήματος κράτησης".
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Ενα από τα βασικότερα προβλήματα που προκύπτουν συνήθως, λέει ο Σπ. Λαπιώτης, είναι η απολογία των ατόμων αυτών ενώπιον του ανακριτή και των δικαστηρίων. Προκειμένου να γίνουν αρεστά και από έλλειψη κοινωνικής επιβεβαίωσης "απαντούν συνεχώς καταφατικά, ώστε να δυσχεραίνουν τη θέση τους. Πολλές φορές συμβαίνει να εκφράζουν έννοιες, όπως θάνατος, ζωή, φόνος, χωρίς όμως να μπορούν να αισθανθούν την πραγματική τους σημασία και να τις επεξεργαστούν επαρκώς νοητικά, με αποτέλεσμα συχνά η ιδιαιτερότητά τους να μην γίνεται αντιληπτή από το δικαστήριο", επισημαίνει. Χαρακτηριστική, θυμάται, ήταν η περίπτωση όπου "ο ανακριτής απέρριψε το αίτημά μας για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, παρόλο που ο κατηγορούμενος παρουσίαζε εμφανή συμπτώματα διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών και μετά από προσφυγή μας στο Δικαστικό Συμβούλιο, το αίτημά μας έγινε δεκτό, όπου και διαπιστώθηκε ο μειωμένος καταλογισμός του".
ΥΠΑΚΟΥΝ ΕΝΤΟΛΕΣ
Οσο για το προφίλ των δραστών με ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές, ο ίδιος διαπιστώνει ότι "πρόκειται για άτομα που συνήθως έχουν την τάση να υπακούν σε εντολές, καθιστώντας τα εύκολα προς χειραγώγηση και εκμετάλλευση". Συμβαίνει δηλαδή "να τα φορτώνουν ευθύνες που δεν έχουν ή να προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις για λογαριασμό άλλων".
ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Στατιστικά, διαπιστώνει ο Σπ. Λαπιώτης, η πλειοψηφία των υποθέσεων αυτών αφορά περιστατικά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, ενώ "όταν τα άτομα με αυτές τις ιδιαιτερότητες εντάσσονται σε οργανωμένες δομές, συχνά αντιμετωπίζονται μειονεκτικά και σαδιστικά, με συνέπεια να απομονώνονται και να μην έχουν καμία σύνδεση με την κοινωνία". Γι' αυτό και θεωρεί απαραίτητο όχι μόνο οι άνθρωποι με ψυχική ή νοητική διαταραχή να χρήζουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, αλλά και "όσοι εμπλέκονται μαζί τους σε όλη τη διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται τόσο μια δίκαιη δίκη, όσο και ο σεβασμός στην προσωπικότητά τους".
ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η Χρυσόθεμις Αμανατίδη επισημαίνει ότι το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε μέχρι το Δεκέμβριο του 2017 για τους δράστες αξιόποινων πράξεων, με ψυχικές ή διανοητικές διαταραχές, απηχούσε αντιλήψεις των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Προβλεπόταν ο εγκλεισμός τους σε άσυλο για αόριστο χρονικό διάστημα, με βασικό στόχο την αντιμετώπιση της επικινδυνότητας και την προφύλαξη της κοινωνίας. Ετσι "εάν για παράδειγμα κάποιος είχε τελέσει ένα σοβαρό έγκλημα (ανθρωποκτονίες, βαριές σωματικές βλάβες κ.λπ.) και κρινόταν από το Δικαστικό Συμβούλιο, στη διάρκεια της προδικασίας, ότι αυτός έχει νοητική ή ψυχική διαταραχή, αποφασιζόταν η έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος. Αν ο δράστης αυτός θεωρείτο ταυτόχρονα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, προ του Ν. 4509/2017, διατασσόταν ο εγκλεισμός του σε θεραπευτικό κατάστημα, δηλαδή ουσιαστικά στο ψυχιατρείο".
ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Στο ψυχιατρείο, "η παραπομπή και η τοποθέτησή του ήταν αόριστης διάρκειας, άρα δεν γνώριζε πότε θα βγει, απλώς εξεταζόταν κάθε 3 χρόνια για να διαπιστωθεί εάν υπήρχε κάποια βελτίωση ή όχι. Το πρώτο λοιπόν μελανό σημείο της παλαιότερης διάταξης ήταν η αόριστη διάρκεια του μέτρου. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν πως η ένταξή του στο ψυχιατρείο γινόταν σε μια κλειστή διαδικασία και σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο, που δεν ήταν καθόλου βέβαιο εάν πράγματι το Δικαστικό Συμβούλιο είχε όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν για να κρίνει τον καταλογισμό του. Στερείτο λοιπόν ο ασθενής κατηγορούμενος μιας ανοικτής δίκης, όπως κάθε άνθρωπος. Τρίτον, το θύμα δεν είχε καμία δυνατότητα παρέμβασης στη δίκη. Συμπερασματικά από όλη τη διαδικασία, ο θεραπευτικός σκοπός έμοιαζε να ξεχνιέται από τον ποινικό νομοθέτη.
ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Το αναχρονιστικό αυτό καθεστώς (άρθρο 69 ΠΚ) ήρθε να διορθώσει ο Ν. 4509/2017, του οποίου "οι διατάξεις έχουν στο επίκεντρό τους τη θεραπεία. Ο παρωχημένος μακροχρόνιος εγκλεισμός σε ασυλικές μονάδες καταργήθηκε και στη θέση του θεσπίστηκαν μέτρα, που στοχεύουν πρωτίστως στη θεραπεία, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν την προστασία των θεμελιωδών αγαθών των δραστών, όπως και των τρίτων. Στο πλαίσιο αυτό, η παραδοσιακή αντίληψη, που αντιμετώπιζε τη θεραπευτική φύλαξη μόνο υπό το πρίσμα της ασφάλειας, εμπλουτίζεται με τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις για την ψυχιατρική περίθαλψη, ως παροχή υπηρεσιών (ψυχικής) υγείας, αλλά και κοινωνικής επανένταξης. Η έμφαση δίνεται στη διασφάλιση ενός ποιοτικού επιπέδου νοσηλείας, που προκρίνεται του στόχου της αποκλειστικής σωφρονιστικής επιτήρησης.
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Πλέον, "εάν κατά τη διάρκεια της προδικασίας ο ανακριτής, ο εισαγγελέας και στη συνέχεια το Δικαστικό Συμβούλιο διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος που έχει απέναντί του έχει ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή εάν προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός, διενεργείται το συντομότερο δυνατό από τη σύλληψη μια πραγματογνωμοσύνη. Με βάση το αποτέλεσμά της, ο ανακριτής και το Δικαστικό Συμβούλιο έχουν πλέον τη δυνατότητα να διατάξουν είτε τοποθέτηση σε ειδικό τμήμα ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου, είτε εξωνοσοκομειακή θεραπεία / παρακολούθηση (εφόσον πρόκειται για πλημμεληματικές πράξεις)", περιγράφει τη διαδικασία. Ο κατηγορούμενος "παραμένει στους συγκεκριμένους χώρους, παρακολουθείται από τους ειδικούς και έτσι υπάρχει πληρέστερη γνώση και κρίση των ψυχιάτρων για την πάθησή του".
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
Το Δικαστικό Συμβούλιο, λέει η Χρ. Αμανατίδη, δεν μπορεί να εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα, αλλά "παραπέμπει πάντα στο ακροατήριο". Και, "πριν την ορισθείσα δικάσιμο γίνεται εκ νέου πραγματογνωμοσύνη για το αν α) τελέστηκε πράξη (διότι δεν είναι δεδομένο ότι την τέλεσε), β) είχε τον απαιτούμενο δόλο για την τέλεσή της και γ) αν σύμφωνα με τη νέα πραγματογνωμοσύνη έχει όντως ψυχική – διανοητική διαταραχή". Μετατίθεται έτσι το κέντρο βάρους στη διάγνωση "με μεγαλύτερη ασφάλεια των προβλημάτων των ψυχικά ασθενών παραβατών και στη θεραπεία".
ΠΟΙΝΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
Η δίκη με το νέο νομοθετικό πλαίσιο είναι πλέον μια ανοικτή διαδικασία, όπου "ο κατηγορούμενος, όπως και τα θύματα – συγγενείς θυμάτων, μπορούν να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς τους και το δικαστήριο να καταλήξει σε τρεις πιθανές αποφάσεις: α) Να έχει ο δράστης την ποινική μεταχείριση που θα είχε οποιοσδήποτε άλλος, εφόσον κριθεί με ασφάλεια ότι δεν έχει μειωμένο καταλογισμό. β) Να επιβληθεί μειωμένη ποινή με τις διακρίσεις του άρθρου 70Α Π.Κ., εφόσον κριθεί ότι είναι μειωμένου καταλογισμού και γ) Στην περίπτωση που ο δράστης αυτός ήταν πλήρως ακαταλόγιστος την ώρα που τέλεσε το αδίκημα (με βάση την πρώτη πραγματογνωμοσύνη), να εκδώσει αθωωτική απόφαση και να δώσει πλέον τη δυνατότητα τοποθέτησής του σε ειδικό κατάστημα", αναφέρει η Χρ. Αμανατίδη.
Καταλήγοντας, επισημαίνει ότι "το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο βρίσκεται σε αρμονία με την ΕΣΔΑ, με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρία και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης".