Εδώ και 15 χρόνια η Κάρμεν Φραντσέσκα Μπάντσιου επισκέπτεται τη Μεσσηνιακή Μάνη, μια περιοχή όπου έχει ταφεί η τέφρα του γνωστού Βρετανού ταξιδιωτικού συγγραφέα Μπρους Τσάτουιν και όπου για δεκαετίες ζούσε o φίλος και μέντοράς του Πάτρικ Λη Φέρμορ. Η Κάρμεν Φραντσέσκα Μπάντσιου λυπάται που δεν επιδίωξε να τον γνωρίσει όσο ζούσε. Γνωρίζει όμως την ιστορία τόσων και τόσων άλλων που ζουν στην περιοχή: ποιος αρρώστησε, ποιος παντρεύτηκε, ποιος χώρισε, ποιος πέθανε. Οχι ότι είναι περίεργη, αλλά όταν βρίσκεται εκεί μιλά με τους ανθρώπους. Και αυτό αρχίζει το πρωί, όταν στέκεται στο δρόμο που πάει για τη θάλασσα. Ολο και κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει. Για παράδειγμα ο παπα-Νίκος, ένας ιερέας που εκτός του ότι έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Λατινική Αμερική έχει κι ένα πάθος: ακούει συνεχώς μουσική ροκ στη διαπασών.
Η Μπάντσιου περιγράφει αρκετούς Ελληνες αλλά και ξένους που ήρθαν από το εξωτερικό και τώρα ζουν στη Μάνη. Τον Μίμη για παράδειγμα που ζούσε για χρόνια στη Γερμανία και τώρα έχει ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, τον Ντάνιελ που μεγάλωσε στην Αργεντινή και έχει υπηρετήσει στον ισραηλινό στρατό, ενώ τώρα επιδιορθώνει τα πάντα στην περιοχή. Οχι, λέει η Μπάντσιου, εδώ δεν έχει αισθανθεί ρατσισμό. Τουναντίον, θεωρεί τους ντόπιους πολύ ανεκτικούς απέναντι στους ξένους. Οπως υποθέτει: «Ισως η περιοχή να τους δέχεται λόγω της εξαιρετικής αντοχής της φύσης. Είναι τόσο επιβλητικά το αρχαϊκό, το μυθολογικό αλλά και το φυσικό στοιχείο που το ξένο δεν εκλαμβάνεται ως κάτι ανταγωνιστικό. Γι' αυτό οι ντόπιοι είναι σε θέση να δεχτούν αυτούς που έρχονται απ’ έξω, να τους πουν "ελάτε, υπάρχει χώρος και για σας"».
Η οικονομική κρίση όμως; Δεν είχε επιπτώσεις για τους ανθρώπους της περιοχής; Δεν τους επηρέασε; Σαφώς, θα απαντήσει η λογοτέχνις. Και όντως, στο βιβλίο της περιγράφει την υπόθεση της Ειρήνης, μιας αρχιτεκτόνισσας εσωτερικών χώρων, η οποία με το ξέσπασμα της κρίσης άνοιξε πιτσαρία. Και όμως, ούτε αυτή η περίπτωση ούτε άλλες δίνουν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από πανικό. Αλήθεια, πως το εξηγεί η ίδια; «Αισθάνθηκα την εσωτερική δύναμη των ανθρώπων, μια συνέχεια, μια εμπιστοσύνη στη ζωή. Σίγουρα διακατέχονται από υπαρξιακούς φόβους, αλλά οι φόβοι αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος».
Η φύση
Λογοτεχνικές μικρογραφίες της Μάνης
Η συγγραφέας έχει μεγάλη ευαισθησία για τον άλλο, για το διαφορετικό. Εδώ και 25 χρόνια ζει στο Βερολίνο και εδώ και 20 χρόνια γράφει στα γερμανικά. Το γεγονός ότι άρχισε να τα μαθαίνει στα 35 της, την κάνει να χρησιμοποιεί κάθε λέξη με περισυλλογή και ακρίβεια. Αυτό ισχύει για όλα τα οκτώ μυθιστορήματα και διηγήματα που έχει δημοσιεύσει στα γερμανικά, και οπωσδήποτε για το ένατό της, το «Ελαφρό αεράκι στον παράδεισο», με λογοτεχνικές μικρογραφίες για τη Μάνη. Οταν περιγράφει με μεγάλη μαεστρία την κοινωνία των εντόμων στην ταράτσα του σπιτιού που διέμενε ένα ολόκληρο καλοκαίρι: τις ακρίδες και πεταλούδες, τα κουνούπια, τις σφήκες, τα μυρμήγκια και σκαθάρια. Εκτενώς αναφέρεται στον Ορέστη και την Κλυταιμνήστρα, δύο ακρίδες που τις αναγνώριζε επειδή είχαν χάσει ορισμένα από τα πόδια τους και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η περιγραφή του τέλους της Κλυταιμνήστρας που σιγά-σιγά, σχεδόν τελετουργικά, την ροκανίζει και τελικά την τρώει μια άλλη ακρίδα. Το πτώμα ενός φιδιού πάλι, το έχουν κυριολεκτικά εξαφανίσει μέσα σε τρεις μόνο ημέρες τα μυρμήγκια.
Η επιδέξια περιγραφή των εντόμων, των καιρικών συνθηκών, της θάλασσας, του ηλιοβασιλέματος δεν είναι βέβαια απλά μια επίδειξη λογοτεχνικών ικανοτήτων. Η συγγραφέας αναδεικνύει κατά αυτόν τον τρόπο στοιχεία και πηγές απ' όπου κανείς μπορεί να αντλήσει δύναμη και αντοχή. «Στους γρήγορους ρυθμούς που ζούμε σήμερα χρειάζεται ένα αντίβαρο. Αυτό είναι η φύση, η πανίδα, η χλωρίδα, η θάλασσα, το φως. Βέβαια και εδώ υπάρχουν αλλαγές, τουλάχιστον όμως γνωρίζουμε περίπου το τι θα πρέπει να αναμένουμε».
Του Παναγιώτη Κουπαράνη από dw.de