Οταν ήμουν στο πανεπιστήμιο με είχε απασχολήσει πολύ τι συμβαίνει όταν τα κόμματα χρησιμοποιούν θέματα εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση. Είχα γράψει την πτυχιακή μου εργασία, την οποία και στη συνέχεια εξέδωσα σε βιβλίο, για τον τρόπο με τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε χειριστεί το θέμα των αμερικανικών βάσεων.
Η απομάκρυνση των βάσεων με κεντρικό σύνθημα «Εξω οι βάσεις του θανάτου» αποτελούσε την εμβληματική προεκλογική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ και είχε βρεθεί στον πυρήνα του ιδιότυπου εθνολαϊκισμού τον οποίο ο Ανδρέας με τόση επιτυχία εξέφρασε. Με την άνοδο στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ κλήθηκε να διαχειρισθεί τη σύγκρουση μεταξύ ανεδαφικών προεκλογικών δεσμεύσεων και μιας σκληρής γεωπολιτικής πραγματικότητας που καθιστούσε αδύνατη την απομάκρυνση των βάσεων. Η λύση που δόθηκε υπάκουσε τελικά στον πολιτικό ρεαλισμό. Οι βάσεις παρέμειναν αλλά η διατύπωση της συμφωνίας ήταν τέτοια που επέτρεπε στον Ανδρέα να ισχυρίζεται ότι φεύγουν! Ολα τα διαπραγματευτικά όπλα της κυβέρνησης είχαν αναλωθεί για το θεαθήναι, δηλαδή γιατί το πώς ο Ανδρέας θα μπορούσε να πουλήσει τη συμφωνία στο εσωτερικό πολιτικό του ακροατήριο. Ο απόλυτος έλεγχος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και μια κοινή γνώμη γαλουχημένη και διψασμένη για εθνική ανεξαρτησία έκανε τη διαχείριση της κυβίστησης πιο εύκολη.
Σας θυμίζει κάτι αυτή η ιστορία; Ο ΣΥΡΙΖΑ ανήγαγε τη διαγραφή του χρέους, το σκίσιμο του μνημονίου και τον εξοβελισμό της τρόικας στο κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα. Ολα τα λαϊκίστικα κινήματα χρειάζονται ένα κοινό εχθρό για να μπορέσουν να συνενώσουν ετερόκλητα ακροατήρια. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το μνημόνιο και η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη συμβόλιζαν ό,τι για τον Ανδρέα οι βάσεις και η αμερικανική ηγεμονία. Η στροφή στον πολιτικό ρεαλισμό για το ΣΥΡΙΖΑ ήρθε γρήγορα. Διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν η χώρα να κινηθεί εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου χωρίς καταστροφικές συνέπειες, η κυβέρνηση ζήτησε παράταση του υφιστάμενου προγράμματος για 4 μήνες μέχρι να κλείσει η αξιολόγηση του προγράμματος που εκκρεμεί και μετά να προτάξει η κυβέρνηση το δικό της αφήγημα για τη θωράκιση και βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι λέξεις αποκτούν τη δικιά τους ξεχωριστή σημασία. Η τρόικα μετονομάστηκε σε θεσμούς, το μνημόνιο σε πρόγραμμα, και τα προαπαιτούμενα σε εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Η ουσία όμως δεν άλλαξε. Για να πάρει η Ελλάδα τα χρήματα που τόσο χρειάζεται, πρέπει να υλοποιήσει συγκεκριμένες δράσεις που θα ελεγχθούν από τους πιστωτές μας. Μόνο όταν εκείνοι ικανοποιηθούν ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική εξυγίανση και δεν υπονομεύουν μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη ολοκληρωθεί, θα εκταμιευθούν οι υπόλοιπες δόσεις του προγράμματος.
Η πραγματικότητα είναι πως η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο και υπονόμευσε την αξιοπιστία της χώρας στην Ευρώπη για να βρει ένα τρόπο να δικαιολογήσει στην εσωτερική κοινή γνώμη την απαραίτητη στροφή στον ρεαλισμό. Καλοί οι σηκωμένοι γιακάδες και τα πουκάμισα έξω από τα παντελόνια αλλά οι σχέσεις εμπιστοσύνης στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν χτίζονται με διαρροές και διγλωσσία για να δείξουμε στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο πόσο σκληρά διαπραγματευόμαστε. Πόσω μάλλον όταν το εμπειρότερο στέλεχος της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, διέβλεψε αμέσως την προσπάθεια της κυβέρνησης να βαφτίσει το κρέας ψάρι. Τώρα που ξεκινά η Σαρακοστή η φράση αυτή είναι εξαιρετικά επίκαιρη.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Η Ευρώπη χρειάζεται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ ένα πειστικό εναλλακτικό αφήγημα που να απαντά στη γερμανική εμμονή στις πολιτικές λιτότητας. Ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να το προσφέρει αν δεν είχε εκτεθεί τόσο πολύ προεκλογικά με ρητορικές εξάρσεις ή αν είχε ζητήσει αμέσως παράταση του υφιστάμενου προγράμματος αντί να αναλώνεται σε σκιαμαχίες προς τέρψη του φιλοθεάμονος ελληνικού κοινού. Η έμφαση θα έπρεπε να είχε δοθεί σε ένα συγκροτημένο πρόγραμμα με τρεις άξονες: την απομείωση του χρέους μέσω παραμετρικών αλλαγών, τη μείωση των υπερβολικών στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος, και την εφαρμογή ενός σφιχτού προγράμματος μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της πραγματικής οικονομίας.
Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ και τις προσδοκίες που καλλιέργησε στην κοινή γνώμη. Ο,τι ακριβώς έκανε και η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά με πλήρη έλεγχο του ΠΑΣΟΚ και πολλά χρήματα στη διάθεσή της. Δυστυχώς η ακραία προεκλογική ρητορική συνεχίζει να κυνηγά τα κόμματα και όταν έρχονται στην εξουσία. Αυτό καλό είναι να το θυμόμαστε και εμείς στην αντιπολίτευση για να μην βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση στη συνέχεια να επιδιδόμαστε σε άτσαλες ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής.
*Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας - Βουλευτής Β’ Αθηνών