Στην ίδια γραμμή κινούνται και οι Έλληνες με ένα επιπλέον χαρακτηριστικό: μιλούν και γράφουν μια γλώσσα πολλών αιώνων, όντας κληρονόμοι ενός πολιτισμού ο οποίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για τη διαμόρφωση της νεότερης ταυτότητας της Δύσης. Υπό αυτή την έννοια, οι Νεοέλληνες, που έμαθαν πολλά από την Ευρώπη, πριν από την Επανάσταση του 1821, αλλά και μετά από αυτήν, για τη σημασία και το βάρος της αρχαίας κληρονομιάς τους, έχουν φροντίσει να επινοήσουν πολλαπλές αφηγήσεις γύρω από τον γλωσσικό εαυτό τους και την απευθείας σύνδεσή του με το κλασικό κλέος. Με το βιβλίο του «Μύθοι και πλάνες για την ελληνική γλώσσα», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), ο Νίκος Σαραντάκος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του εκτενή σειρά γλωσσικών μελετών, καταγράφει τους γλωσσικούς μύθους με τους οποίους τρέφονται επί καθημερινής σχεδόν βάσεως οι Έλληνες εδώ και πολλά χρόνια.
Χωρίς να αμφισβητεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστορικό βάθος και την αξία των ελληνικών (καμιά, άλλωστε, γλώσσα δεν είναι χωρίς βάθος και αξία), ο Σαραντάκος ξεδιπλώνει μύθους οι οποίοι μπορεί να τονώνουν το συλλογικό αίσθημα περηφάνιας και να προσδίδουν κύρος σε όσους τους πιστεύουν και τους διακινούν, αλλά, κακά τα ψέματα, δεν αντέχουν σε κανέναν κριτικό έλεγχο. Να δούμε μαζί με τον συγγραφέα μερικά από αυτά τα παραμύθια για ενηλίκους; Τα ελληνικά έχασαν παρά μια ψήφο στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα την ευκαιρία να καθιερωθούν ως επίσημη γλώσσα της Αμερικής. Τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα που μπορεί να επικοινωνήσει με τη λογική και με τα μαθηματικά και η μοναδική επίσης γλώσσα όπου οι λέξεις αντιστοιχούν σε αυτό το οποίο ονομάζουν. Τα ελληνικά είναι επιπροσθέτως μια γλώσσα ικανή να λειτουργήσει με μαγικό τρόπο, εκφράζοντας μυστικές επικλήσεις, δεν έχουν προγόνους (δεν προέρχονται από το φοινικικό αλφάβητο), διαθέτουν εκατομμύρια λέξεις, υπερβαίνοντας με τον υπερπληθυσμο τους τα αγγλικά, αποτελούν τη μητέρα όλων των γλωσσών (σαν να μπορεί να υπάρξει μια υπέρτερη γλωσσική αρχή), δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια (για να μη συνορεύουν με οποιονδήποτε και να μη συμβιώνουν με ενοχλητικούς συγκατοίκους).
Κι αν θέλουμε κι άλλα, θα τα βρούμε. Τα ελληνικά δεν άλλαξαν ποτέ την προφορά και την ορθογραφία τους (από τότε που πρωτομιλήθηκαν και πρωτογράφτηκαν μέχρι σήμερα), δεν έχουν καταργήσει τη διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων (ενώ είναι πασιφανές πως την έχουν καταργήσει), έχουν αποικήσει με άπειρες λέξεις το εσωτερικό των πιο διαφορετικών γλωσσών (σαν οι γλώσσες να μη βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς αμοιβαίας ανταλλαγής) και, το κυριότερο, δέχονται επίθεση από σκοτεινούς κύκλους και κινδυνεύουν από την παρακμή που θα έρθει με την εισβολή του λατινικού αλφαβήτου (ενώ ουδέποτε το λατινικό αλφάβητο τα απείλησε πραγματικά).
Είναι δύσκολο να ζήσουν οι Έλληνες χωρίς αυτή τη μυθολογία, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της τερατολογίας, αγνοώντας όχι μόνο τα πορίσματα της γλωσσολογικής επιστήμης, αλλά και την κοινή λογική; Απ’ ό,τι φαίνεται, ναι, αφού οι χρόνιες ενστάσεις για όσα ισχυρίζονται οι μύθοι, δεν τους έχουν κάνει να υποχωρήσουν ούτε κατ’ ελάχιστον – και δεν θα υποχωρήσουν, βεβαίως, με το βιβλίο του Σαραντάκου. Ο συγγραφέας ξέρει, ωστόσο, πώς να δώσει τον καλό αγώνα και πώς να μιλήσει για μια γλώσσα που δεν χρειάζεται καμιάν υπεράσπιση: τα ελληνικά δεν πρέπει να έχουν την ανάγκη να αμυνθούν ή να απολογηθούν για τις αλλαγές και τις μεταλλάξεις τους, που αποτελούν την αναμενόμενη εξέλιξη για όλες τις φυσικές γλώσσες. Κι αν καταφέρουμε κάποτε να ζήσουμε έξω από τη μυθολογική επικράτεια της ελληνικής γλώσσας, τότε είναι σίγουρο πως θα αποκτήσουμε και μια πιο ισορροπημένη σχέση μαζί της, μαθαίνοντας να την ακούμε και, κυρίως, να τη γράφουμε καλύτερα. Κι έτσι, χωρίς να πέσουμε στη μαύρη τρύπα της λεξιπενίας, θα τιμήσουμε τόσο το μακραίωνο παρελθόν των ελληνικών όσο και τη σύγχρονη πραγματικότητα την οποία αντιπροσωπεύουν.
ΑΠΕ-ΜΠΕ