Ανάμεσα στα οκτώ ποιητικά βιβλία, τα οποία απαρτίζουν τον βραχύ κατάλογο της ποίησης, είναι και το βιβλίο του ποιητή-δοκιμιογράφου και μεταφραστή Δημήτρη Κοσμόπουλου “Έθνος Εξαιρετικά”, από τις εκδόσεις "Περισπωμένη".
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι γνωστός στην πόλη μας, με όλα όσα έχει κάνει και κάνει για την ποίηση ως Διευθυντής του Τομέα Λόγου και Γραμμάτων της Κ.Ε. Φάρις. Πολυμεταφρασμένος σε πάνω από είκοσι γλώσσες, με στιβαρό δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο, διευθυντής επί δεκαετία του περιοδικού Νέα Ευθύνη (2013-2023), το οποίο επί διευθύνσεώς του πήρε και το κρατικό βραβείο καλύτερου λογοτεχνικού περιοδικού το 2015,και Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού “Κριτήριο”.
Έχει μεταφράσει Μπάυρον, Γέιτς, Μπλέηκ, Πιερ Ζανζούβ, Υβ Μπονφουά, Ώντεν, Βαλερύ, Φρανσουά Βιγιόν, Αχμάτοβα, Μαντελστάμ, Γιεσένιν, Μπλόκ κ. ά.
Δοκίμιά του για την ποίηση διδάσκονται σε ελληνικά και ξένα Πανεπιστήμια. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών σπουδών.
Πολυβραβευμένος, κάθε του ποιητικό βιβλίο αποτελεί σταθμό για την κριτική και είναι υποψήφιο για κρατικό βραβείο.
Η ποιητική του παρουσία τιμά τον τόπο καταγωγής του, την Καλαμάτα, και την Ελλάδα. Το βιβλίο του «εθνος εξαιρετικά» κατά την φράση του ποιητή και καθηγητή Νάσου Βαγενά, αποτελεί μια ποιητική σύνθεση, «που είναι ποιητική ανασκόπηση της Ελλάδας των τελευταίων 150 χρόνων, της Μικρασιατικής καταστροφής, της Κατοχής, του Εμφυλίου και της Αντίστασης, αλλά και της Ελλάδας της Μετανάστευσης και της σύγχρονης καταναλωτικής συνθήκης». Έχει μεταφραστεί ήδη στα Αγγλικά, στα Γαλλικά στα Ισπανικά, στα Σέρβικα και στα Σλοβάκικα. Έχει λάβει πάνω από σαράντα κριτικές παρουσιάσεις. Μια υποψηφιότητα που τιμά την Μεσσηνία. Του ευχόμαστε καλή επιτυχία από καρδιάς.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ο καταξιωμένος συγγραφέας και ερευνητής Κώστας Χατζηαντωνίου έχει γράψει για το βιβλίο “Έθνος Εξαιρετικά” του Δημήτρη Κοσμόπουλου:
“Τα παλιά λαϊκά τσιγάρα (πολύ συχνά κάποτε στα δάχτυλα των φαντάρων) δεν είναι μονάχα ο τίτλος της εκδοθείσης το 2023 ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Κοσμόπουλου. Η πολυσημία της φράσης, επιστεγάζοντας μιαν εκ βαθέων συνομιλία με τον άγνωστο στρατιώτη της νεότερης ιστορίας μας αλλά και σύγκορμη την ποιητική μας παράδοση, φέρνει μπροστά μας όχι μόνον λέξεις και εικόνες από πεδία πολεμικών μαχών και βουνά βιοτικών βασάνων των επιζώντων, που γεννούν αυθόρμητα συγκίνηση, αλλά θέτει και ζητήματα ύφους εξέχουσας σημασίας για τη σύγχρονη ποίηση. Αν πάντα κάτι μένει ανείπωτο και ανέκφραστο στην τέχνη αυτή (και τούτο γεννά το δέος στον αναγνώστη, αλλιώς δεν είναι ποίηση), σε αυτό δεν φτάνουμε με την ιδιωτική μας εμπειρία, αλλά με το κοινό βίωμα, το συλλογικό ψυχικό γεγονός, το οποίο ο ποιητής περιγράφει με τις λέξεις του, χάρη σε ένα μυστηριώδες ζωοποιό ρεύμα που τις διαπερνά και τις κάνει από άψυχα σύμβολα πλήκτρα μαγικά. Τις κάνει μάγεμα και ποίημα, άσμα υποβλητικό.
Ο Κοσμόπουλος έχει αυτή τη χάρη - και το αποδεικνύει σε κάθε του συλλογή. Με τη μορφική του ποικιλία (παραδοσιακή ρίμα, σονέτο, ποιήματα σε απελευθερωμένο ή ελεύθερο στίχο, πεζά) και διαπλέκοντας αρμονικά, εδώ ειδικά, τα ποιητικά μέρη του βιβλίου με μουσικά τους αντίστοιχα σε ρυθμό φούγκας, υψώνει μια πολυφωνική σύνθεση που οδηγεί σε τοπίο λυρικής
υποβολής. Υποβολής που είσαι σίγουρος πως ξεπηδά από ένα μυστικό ψυχικό κέντρο και από εκεί διοχετεύεται, σαν ρεύμα αστείρευτο που πάει κι έρχεται ακούραστο μες στις λέξεις.
Ιδού ένα δείγμα, μάγεμα αληθινό και συγκίνηση, για τα ιερά του Κοινού μας Τρόπου, του γεννημένου από τις περιπέτειες του λαού μας:
«Μὲ Ἔθνος ἐξαιρετικὰ καὶ Ἀγρινίου Καρέλια
θυμότανε τῆς Προύσας τὸ χαρμάνι καὶ τὸ Κάλε-Γκρότο.
Ξεχέρσωνε καὶ κλάδευε καὶ ἔσκαβε τ᾿ ἀμπέλια.
Τὰ μεσημέρια ἔσπαγε τὶς πέτρες δίχως κρότο.
Στοῦ Χάρου τ᾿ ἀντροκάλεσμα ποιός βγαίνει νικητής;
Ποιός ἔχασε ἀδερφοποιτὸ στὰ φοβερὰ τελώνια;
Ἀπὸ Μπιζάνι – Ἐσκὴ Σεχίρ, στρατιώτης δέκα χρόνια
κι ὕστερα τῆς σιωπῆς σπορηᾶς, τοῦ πόνου τρυγητής.
Ἀέρας φέρνει μιὰ βροχὴ καὶ δέρνει αὐτὸν τὸν τόπο.
Γέρνουν τὰ δέντρα ξέπλεκα, πέτρες ἀνατριχιάζουν
σὰν πρόβατα ξεμεινεμένα κι ὅλο λαχανιάζουν
γερμένα ἀπ᾿ τοῦ παραδαρμοῦ τὸ μένος καὶ τὸν κόπο.
Τρίζει τὸ σπίτι σφίγγοντας τ᾿ ἄρρητα μυστικά του.
Στὴν ἄδεια σάλα ἡ σκουριὰ θαμπώνει τὸν καθρέφτη.
Νοτίζουν στὴν φωτογραφία τὰ μάτια τὰ δικά του
καὶ τοῦ καπνοῦ του ἡ μυρωδιὰ χύνεται: «Φύγε, κλέφτη!»
Η σπονδυλωτή αφήγηση του Δ. Κοσμόπουλου και η συγχρονική ποιητική πρόσληψη μειζόνων ιστορικών γεγονότων (Μικρασία, Σαράντα, Αντίσταση, Εμφύλιος), με τον δραστικό τίτλο (ηρωικό αλλά και ειρωνικό για το πόσο «εξαιρετικά» τα καταφέραμε ως έθνος), συνιστά, θεωρώ, την ακριβέστερη ποιητική θεώρηση της νεοελληνικής περιπέτειας που έγινε για τα 200 χρόνια της Επανάστασης και τα 100 χρόνια της Καταστροφής. Μιας περιπέτειας που ήταν και θρίαμβοι και καταστροφές, και ύμνος και θρήνος, και ρέκβιεμ και πανηγυρικός για τον Έλληνα χωρικό που όσες φορές άγγιξε τον ουρανό, τόσες βούτηξε και στην κόλαση. Μια μυθική και άγνωστη δυστυχώς μονάδα, η «Μεραρχία Αρχιπελάγους», δίνει το μέτρο καθώς
«Στὸν ἐπάνω οὐρανὸ λερή, κουρελιασμένη βόσκει χῶμα κυανό.
Ξεπλένεται σ᾿ ἅγια νερά. Γαληνεμένοι ἄντρες κοιτάζουν τὶς πληγές τους λυπημένοι».
Στην συζήτηση περί μοντερνισμού, νεοφορμαλισμού και άλλων... δαιμονίων, ο Κοσμόπουλος παρεμβαίνει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, με το κατορθωμένο έργο. Στην ποίησή του, μέτρο, αφηγηματικότητα και άσκηση πάνω στους αυστηρούς κανόνες των παλαιών μορφών, όλη η έμμετρη ποιητική παράδοση, συλλειτουργεί ιδανικά με τις μοντερνιστικές κατακτήσεις και συνεχίζοντας την κληρονομιά του Ηλία Λάγιου, δείχνει, φρονώ, τον δρόμο για την ανανέωση της λυρικής μας παράδοσης.
Δεν μπορώ κλείνοντας αυτό το μικρό σημείωμα να μη μιλήσω για ένα σύμβολο, την χλαίνη, την άλλοτε «με στιλβωμένα τα κουμπιά της» κι άλλοτε «απ’ του θανάτου φέγγος κρυφά λαμπρυσμένη, με την οπή νωπή στο αριστερό της το πλευρό».
Οι νεώτεροι δεν ξέρουν το βαρύ αυτό ρούχο για τις παγωνιές του μετώπου, ίσως ούτε καν τη λέξη. Μα έχοντας σε μια ντουλάπα αυτή τη μνήμη του πατέρα μου από το Σαράντα, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να μην την αναφέρω διότι έτσι νιώθω την ποίηση: να γίνεται ρούχο και ζωή και να νικά τον θάνατο και τη λήθη:
«Θὰ ποῦνε, τάχα, πὼς ἐμεῖς δὲν ἤμασταν ποτέ.
Θὰ θάψουν τὴν φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.
Καὶ τῶν παιδιῶν σας τὰ παιδιά –ἂν θὰ ζήσεις–
πάνω στοὺς τάφους, θὰ τὰ κάνουν χορευτές.
Ὠχρὲ τῆς μνήμης μου καπνέ, ἔρημος μαραμένη
φωτογραφία ἀπὸ τὸ ἄγριο φῶς κιτρινισμένη,
ἀπὸ τὴν Σμύρνη, τὸν Σαγγάριο, τὴν Μενεμένη.
Μιὰ τρύπια χλαίνη ἀπόμεινε πάνω μας εἰμαρμένη.
Σκεπάζει τὰ ὀρφανὰ κορμιά, τὰ σπίτια, τὰ βουνὰ
κι ἀπὸ τὶς τρύπες της φυσᾶ τῆς ἱστορίας ἄμμος:
Πίνδος, Βελούχι, Ἄγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.
Τὰ ἐγγόνια σας θὰ λένε «οὔτε ξέρω, οὔτε τοὺς εἶδα πουθενά».
Αν ο λαός μας στην σύγχρονη πεζογραφία, μνημειώθηκε από τον Θανάση Βαλτινό με το απαράμιλλο «Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη», ο Κοσμόπουλος με τα «Έθνος εξαιρετικά» ύψωσε το ανάλογο μνημείο στην ποίησή μας.
Ζώντας και γράφοντας σε ένα διαρκές Ψυχοσάββατο («Πάντα εἶναι Ψυχοσάββατο»), δεν άναψε απλώς ένα κερί για τους κεκοιμημένους. Με τη συλλογή αυτή άναψε και μια άσβηστη λαμπάδα για την ελληνική ποίηση, δικαίωση σε μια εποχή που αυτή δοκιμάζεται με ρούχα ατελώνιστης εισαγωγής. Ευτυχής ο ποιητής που μπορεί να γυρίζει στο πατρικό του
Κοντογόνι και βλέπει εκεί να «εἶναι μαζί του φίλοι καὶ προγόνοι/ στρατιῶτες, πρόσφυγες, μιᾶς λύπης συνοδοί».