Πρόκειται για μια νέα κοιτίδα πολιτισμού, στολίδι για όλη την περιοχή. Σε ένα πανέμορφο κτήριο, μέσα από αμέτρητα φωτογραφικά κλικ αλλά και με το χρώμα του πινέλου, ζωντανεύουν στιγμές του παρελθόντος. Μαζί με αυτές τις στιγμές ζωντανεύει και η ιστορία του τόπου αυτού, όπως αποτυπώθηκε από τον φωτογραφικό φακό αλλά και από τους πίνακες ζωγραφικής του Πάνου Ηλιόπουλου: ενός ανθρώπου που είχε συνδέσει το όνομα και τη ζωή με όλα τα φωτογραφικά στιγμιότυπα της περιοχής, ενός δασκάλου της φωτογραφίας, ενός καλλιτέχνη.
Το μουσείο που στεγάζει και τους πίνακες του Ηλία Ηλιόπουλου, γιου του Πάνου, που φαίνεται ότι κληρονόμησε τα καλλιτεχνικά γονίδια του πατέρα του. Για να μπορούν όμως όλοι να απολαύσουν αυτό το χώρο και να τον επισκέπτονται στην συνέχεια, χρειάστηκε η κατάθεση ψυχής του Αντώνη Ηλιόπουλου: του άλλου γιου του Πάνου, οποίος φρόντισε το οικογενειακό τους σπίτι, που στέγαζε και το φωτογραφείο του πατέρα του, να μεταμορφωθεί σε ένα χώρο πολιτισμού, ανοίγοντας τις πόρτες του σε όλους. Αφησε έτσι τη βαριά πολιτιστική παρακαταθήκη της οικογένειάς του ελεύθερη και προσβάσιμη σε όλους.
Το κοινό καλωσόρισε στα εγκαίνια η Χριστίνα Στριμπάκου που συντόνισε και την όλη εκδήλωση, ευχαριστώντας για την υποστήριξη το Ιδρυμα Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου, όπως και το Ιδρυμα Ωνάση.
Με φωνή τρεμάμενη ο Αντώνης Ηλιόπουλος, που είδε το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα, ξεκίνησε τον σύντομο χαιρετισμό του αλλά δεν μπόρεσε να τον ολοκληρώσει από τη συγκίνηση. Σημείωσε χαρακτηριστικά: «Αυτή είναι μια ιδιαίτερη ημέρα στη ζωή μου, στη ζωή όλων των μελών της οικογένειάς μου και στη νέα ζωή ετούτου του χώρου. Μια νέα ζωή διότι ο χώρος αυτός, αν και εντελώς μεταμορφωμένος σήμερα, ήταν κάποτε το σπίτι των παιδικών μου χρόνων και το ιστορικό φωτογραφείο του πατέρα μου. Εγώ, ως αρχιτέκτονας, διατήρησα την όψη του, γιατί ήταν το μόνο που μπορούσα τεχνικά να διασώσω, ως μαρτυρία των αναμνήσεών μου, και φρόντισα να δημιουργήσω ένα κτήριο με σύγχρονες προδιαγραφές που να μπορέσει να λειτουργήσει ως μουσείο και εκθεσιακός χώρος των έργων του πατέρα μου και του αδερφού μου.
Το έργο αυτό ήταν για μένα ένα προσωπικό στοίχημα, στο οποίο πόνταρα με αρκετές ιδέες, συναισθήματα και ευαισθησίες. Πάλεψα με Λαιστρυγόνες και με Κύκλωπες, χωρίς να συναντήσω ποτέ τον Ποσειδώνα, και τελικά το κέρδισα! Εύχομαι για το μουσείο αυτό "να είναι μακρύς ο δρόμος του" και να γίνει κοιτίδα πολιτισμού και δημιουργίας για όλους τους επισκέπτες, και ιδιαίτερα για τους ανυποψίαστους - αλλά και για τους υποψιασμένους νέους. Ας διατηρηθεί η ανθρώπινη ζεστασιά και ας μεταδοθεί με τους παλμούς της καρδιάς η αγάπη που είχε ο πατέρας μου προς τους ανθρώπους και τη ζωή.
Κλείνοντας θέλω να απευθύνω και ένα μεγάλο "ευχαριστώ" σε όλους εκείνους που είχαν την ευαισθησία να τιμήσουν και να ενισχύσουν την προσπάθειά μας, αλλά και όλους εσάς που μας τιμήσατε με την παρουσία σας».
Από την πλευρά του ο δήμαρχος Τριφυλίας Παναγιώτης Κατσίβελας υπογράμμισε πως πριν από δύο χρόνια τον προσκάλεσε ο Αντώνης Ηλιόπουλος να δει αυτό το χώρο και εκεί, είπε, «ένιωσα τη λαχτάρα των ονείρων, την ευαισθησία, την προοπτική, για να φτάσουμε σε αυτή την στιγμή που είναι η κορυφαία. Ηξερα από εκείνη τη στιγμή ότι κάτι μεγάλο θα γίνει». Ολοκληρώνοντας τόνισε πως ο Δήμος Τριφυλίας θα είναι πάντα δίπλα στο μουσείο για ό,τι χρειαστεί, ευχαριστώντας τον Αντώνη Ηλιόπουλο για ό,τι έχει κάνει.
Ακολούθως η Σόνια Τουρκολιά, πρόεδρος του Μορφωτικού Εκπολιτιστικού Συλλόγου Κυπαρισσίας, υπογράμμισε μεταξύ άλλων: «Η γνωριμία του ΜΕΣΚ με την προσωπικότητα του Πάνου Ηλιόπουλου υπήρξε εντελώς τυχαία, το έτος 2000. Ως υπεύθυνη για την επιμέλεια της έκθεσης φωτογραφίας με τίτλο "Φωτογραφικές μνήμες της Κυπαρισσίας", και με απώτερο σκοπό την μελλοντική έκδοση ομότιτλου λευκώματος, πράγμα που ευοδώθηκε την ίδια κιόλας χρονιά, ανάμεσα στις φωτογραφίες που είχαμε μαζέψει, μετά από προηγηθείσα έρευνα περίπου 2 ετών, στα σπίτια των συμπολιτών μας στην Κυπαρισσία, βρέθηκαν στα χέρια μου κάποιες φωτογραφίες που διέχεαν σε μένα και γύρω μου έντονη ευωδιά νοσταλγίας. Ασκούσαν πάνω μου μία περίεργη έλξη, γιατί εξέφραζαν την βαθιά γνώση των πτυχών της ανθρώπινης ψυχής και την άμεση καθαρότητα του συναισθήματος. Ενιωσα σα να κρατούσα ένα "μαργαριτάρι" από τον βυθό του χρόνου. Αυτό ήταν και το εισιτήριό μου για να ταξιδέψω στις ρίζες αυτού του ανθρώπου.
Παράλληλα με το στήσιμο της έκθεσης, ερευνούσα για τους συγγενείς που μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος για να έρθω σ' επαφή. Ετσι μετά από πεισματικές προσπάθειες εντόπισα τα παιδιά του Πάνου Ηλιόπουλου, τον Αντώνη, τον Ηλία, την Ελένη, την Ελισάβετ και τη Γεωργία, που διέμεναν στην Αθήνα. Θεωρώ μεγάλη τύχη στη ζωή μου τη συνεύρεση αυτή. Ο Αντώνης ειδικότερα μου έδειξε όλο το φωτογραφικό αρχείο του πατέρα του αλλά μ' έφερε και σ' επαφή με τον αδελφό του τον Ηλία, όπου επισκεπτόμενη το ατελιέ του έμεινα ενεή με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες του. Βρέθηκα σ΄ ένα καλλιτεχνικό σύμπαν μαγεμένη με τα έργα του.
Πίεζα πολλές φορές τον Αντώνη να αξιοποιήσει το σπάνιο αυτό αρχείο του πατέρα του, αλλά και του αδελφού του Ηλία. Η σεμνότητα όμως που τον χαρακτηρίζει τον αναχαίτιζε, αφού σαν γνώμονα ζωής έχει να περπατά με το κεφάλι ψηλά και όχι με τη μύτη! Ευτυχώς, η αδελφή του Αντώνη, η Ελισάβετ, πήρε την πρωτοβουλία να συναντήσει τον Πλάτωνα Ριβέλη, που συνεργαζόταν με το Μουσείο Μπενάκη, ο οποίος ενθουσιασμένος με το υλικό που του έδωσε, ζήτησε να δει όλο το αρχείο του φωτογράφου. Αυτή η συνάντηση ήταν καθοριστική για την πορεία των πραγμάτων.
Θεωρώ πως ο Πάνος Ηλιόπουλος, μέσα από τα στιγμιότυπα που αποτύπωσε ο φακός του, σε τόσο δύσκολους καιρούς, ιδιώτευσε ως μεσίτης πόθων και προξενητής ανεκπλήρωτων επιθυμιών των ανθρώπων. Σε όλες τις φωτογραφίες υπάρχει μία διαυγής αλήθεια αλλά και όλες οι μυρωδιές της αγάπης, αφού η ψυχή του ήταν παντρεμένη με την αγάπη της Τριφυλίας. Είχε το χάρισμα να ξεκλειδώνει τη σιωπή του χρόνου και να μπαίνει μέσα αφουγκραζόμενος την ανάσα της ιστορίας.
Η ευγνωμοσύνη όλων μας προς το γιο του, Αντώνη Ηλιόπουλο, για το πολυδάπανο αυτό μουσείο που χάρισε σε όλη την περιοχή της Τριφυλίας, θα είναι η μνήμη της καρδιάς και της ψυχής μας.
Μεγάλη παράλειψη εκ μέρους μου θα ήταν το να μην αναφερθώ στο αμέριστο ενδιαφέρον για την προβολή και την εξωστρέφεια του Μουσείου, του Νίκου Αθανασόπουλου, από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, της Χριστίνας Στριμπάκου και της Αγγελικής Αντωνοπούλου, που πήραν επάνω τους όλη την προσπάθεια αλλά και την ευθύνη για το Μουσείο. Ηδη άνοιξαν πυλώνες με το Ωνάσειο Ιδρυμα, την Costa Navarino και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, που εντός ολίγου θα γίνει παιδί τους».
Η ιστορικός τέχνης Ελισάβετ Πλέσσα από την πλευρά της επισήμανε ότι είναι μια μεγάλη μέρα για τον αγώνα που έχει δώσει ο Αντώνης Ηλιόπουλος. Γύρω μας, είπε, βλέπουμε το έργο ενός ανθρώπου που έζησε ανάμεσα στις εικόνες, έζησε με τις εικόνες, είτε ήταν σχέδια, ελαιογραφίες ή φωτογραφίες. Στα χνάρια αυτά υπάρχει και το έργο του Ηλία Ηλιόπουλου. Κλείνοντας ευχήθηκε το μουσείο αυτό να αποτελέσει έναν πυρήνα για την ευρύτερη περιοχή και ευχαρίστησε αναλυτικά όλους όσοι έχουν συμβάλει σε αυτή την προσπάθεια.
Τέλος ο Νίκος Αθανασόπουλος εκ μέρους του Ιδρύματος Ωνάση τόνισε ότι στο πρόσωπο του Αντώνη Ηλιόπουλου μπορεί ο καθένας να φανταστεί πόσο ευγενής ήταν και ο πατέρας του. Είναι μια σημαντική ημέρα, συμπλήρωσε, γιατί αυτό το όραμα της αποκέντρωσης γίνεται πραγματικότητα. Σημείωσε επίσης ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα μουσείο, αλλά ένα σπίτι που μπορεί να γίνει τόπος φιλοξενίας, αλλά και να ανοίξει ορίζοντες.
Κ.Μπ.