Τετάρτη, 26 Δεκεμβρίου 2018 19:13

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οι οχυρώσεις της Αρχαίας Μεσσήνης (Ιθώμη) - Γ' Μέρος

Κάστρα και οχυρά της Μεσσηνίας: Οι οχυρώσεις της Αρχαίας Μεσσήνης (Ιθώμη) - Γ' Μέρος

 

Μια ιστορική ευκαιρία για να δείξει την οχυρότητά της δόθηκε στη Μεσσήνη το 214 π.Χ. Τότε ο Μακεδόνας στρατηγός του Φιλίππου Ε΄, Δημήτριος Φάριος, την είχε πολιορκήσει.

Θέλοντας μάλιστα να εμψυχώσει τους άνδρες του αλλά και να φανεί ανδρείος στα μάτια τους, ανέβηκε σε μια ξύλινη φορητή σκάλα και προσπάθησε να πατήσει τα τείχη της Μεσσήνης. Το τέλος του ήταν φρικτό και άδοξο. Σκοτώθηκε… πέφτοντας από τη σκάλα.

Μετά από δώδεκα χρόνια, πολιόρκησε και μάλιστα κατέλαβε για λίγο τη Μεσσήνη ο σκληροτράχηλος Σπαρτιάτης Νάβις. Τότε όμως εμφανίστηκε “προ των τειχών” ο “τελευταίος των Ελλήνων”, ο μεγάλος Μεγαλοπολίτης στρατηγός Φιλοποίμην, κατά περιόδους στρατηγός και της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που έσωσε τη Μεσσήνη. Και μόνο το άκουσμα του ερχομού του έτρεψε σε φυγή το Νάβι και το στρατό του. Ετσι ελευθερώθηκε και πάλι η Μεσσήνη.

«...ήδη δ’ αυτού πλησίον όντος, ακούσας ο Νάβις

ούχ υπέστη, καίπερ εν τη πόλει στρατοπεδεύων, αλλ’

υπεκδύς δια πυλών ετέρων κατά τάχος απήγαγε την

δύναμιν, ευτυχία χρήσεσθαι δοκών ει διαφύγοι·

και διέφυγε, Μεσσήνη δ’ ελευθέρωτο»

[Πλούταρχος, “Βίοι παράλληλοι: Φιλοποίμην - Τίτος” (Φιλοποίμην: 12, 6)]

Ομως μετά από λίγα χρόνια, με δόλο και δηλητήριο, ο ελευθερωτής Φιλοποίμην έμελλε να πεθάνει στη Μεσσήνη, σε ηλικία 70 ετών, αιχμάλωτος του ακόλαστου και αχάριστου Δεινοκράτη, στο σκοτεινό υπόγειο του Θησαυρού:

«...ειπόντως δέ τ ’ ανθρώπου διαπεφευγέναι τους πολλούς,

ενέπνευσε τη κεφαλή, και διαβλέψας πράως προς τον άνθρωπον,

“ευ έχει” είπεν “ει μη πάντα κακώς πεπράχαμεν”, άλλο

δε μηδέν ειπών μηδέ φθεγξάμενος εξέπιε, και πάλιν εαυτόν

απέκλινεν, ου πολλά πράγματα τω φαρμάκω παρασχών, άλλ’

αποσβεσθείς ταχύ δια την ασθένειαν»

[Πλούταρχος, “Βίοι παράλληλοι: Φιλοποίμην - Τίτος” (Φιλοποίμην: 20, 3)]

Η παρακμή της Μεσσήνης άρχισε ουσιαστικά μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και αφού η πόλη έζησε σχεδόν ειρηνικά μέχρι το 395 μ.Χ., καταστράφηκε από τις ορδές του Αλάριχου. Σε αυτή την εισβολή των Γότθων οι κάτοικοι της Μεσσήνης και της γύρω περιοχής, για να γλυτώσουν από τους βάρβαρους, κατέφυγαν στο οχυρωμένο με αλλεπάλληλες σειρές τειχών πλάτωμα της κορυφής της Ιθώμης. 

Στην κορυφή της Ιθώμης, δίπλα σ’ αυτή την αρχαιότερη ιερή θέση της Μεσσηνίας και σε άμεση επαφή με το ιερό του Δία, τον 8ο μ.Χ. αιώνα επί Λέοντος Ισαύρου χτίστηκε το “παλιό” μοναστήρι του Βουρκάνου, αφιερωμένο στην Παναγία, από εικονολάτρες μοναχούς. Το όνομα Βουρκάνος φαίνεται ότι ήταν βυζαντινό και ίσως ήταν το επώνυμο του τότε βυζαντινού τοπάρχη. Στη διαδρομή των χρόνων επικράτησε και η μορφή Βουλκάνου. Σε αυτή την παραφθορά φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο και η εποχή της φραγκοκρατίας, δηλαδή τότε που το όνομα του φράγκικου κάστρου που συναντάμε στην περιοχή το 1358, αναφερόταν σαν Bulcano.

Η θέση που βρισκόταν το μεσαιωνικό οχυρό είναι άγνωστη. Μια πιθανή θέση του είναι αυτή κοντά στον παλιότερο, μικρό αρβανίτικο οικισμό Τζέμι, στο διάσελο μεταξύ της σημερινής Αρχαίας Μεσσήνης και της “νέας” μονής Βουρκάνου. Μια άλλη άποψη, του William Miller, που υποστήριζε ότι αυτό το κάστρο της φραγκοκρατίας θα πρέπει να βρισκόταν στη θέση που χτίστηκε αργότερα η νέα μονή Βουρκάνου, είναι λανθασμένη. Αυτό προκύπτει από τον κώδικα της μονής, που περιγράφει την αγορά της έκτασης κοντά στη Λακωνική πύλη, που χτίστηκε η μονή αργότερα, το 1625. Σε αυτή τη λεπτομερή περιγραφή δεν αναφέρεται η ύπαρξη ούτε κάποιων ερειπίων κάστρου:

«Μονή Βουρκάνου 1625 Μαρτίου Ε΄

Μην υποφέροντες οι πατέρες εις το καθολικόν ηγόρασαν τοποθεσίαν υποκάτωθεν του Αγίου Βασιλείου κατά ανατολάς εις την μάναν του νερού όπου ήτον επίπεδος τόπος, τον οποίον τόπον τον ηγόρασαν από τον μπαμπά του μερ εφέντη μεμέταγα από Ανδρούσαν διά γρόσια δέκα χιλιάδες πεντακόσια και μας παρεχώρησαν τα όρια με τον κατί εφέντη της ανδρούσας με τους ραγιάδες του από χωρίον λέζι τα οποία όρια από τον ασπρόβραχον και εις την βρισούλα από κάτω της αγίας κυριακής από την πέρα βρισούλα και καταβένη εις το ρεύμα δυτικά εις του γέρου νοίτζου τα χωράφια εις το ατάραχο εις την στράτα επηγένει εις της τούλλες το ατάραχον και καταβένη έως εις τον ποταμόν όπου λέγεται μαυροζούμενας ποτάμι όλον το όριον κατά ανατολάς έως της μονής και κατά βόριον της μονής και χωρίζει το σίνορον από το παρακλάδι και αναβένη έως την μεγάλη σπυλιά και εις το πέρα τζουρούμπι έως το βουνό του Βουρκάνου».

Γιάννη Αναπλιώτη: “Βουλκάνο, το ιστορικό μοναστήρι της Μεσσηνίας” από την “Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά” 1959.

Η πιο πιθανή θέση που θα μπορούσε να βρίσκεται αυτό το μεσαιωνικό κάστρο της φραγκοκρατίας είναι στην κορυφή της Ιθώμης. Αλλωστε και το όνομα του κάστρου ήταν Ιθώμη ή Μεσσήνη για τους Βυζαντινούς, όπως φαίνεται στο κείμενο του Σφραντζή και Bulcano για τους Φράγκους. Και βέβαια όπως ήταν τότε συνηθισμένο, τα κάστρα χτίζονταν στις κορυφές των λόφων ή των υψωμάτων μιας περιοχής για να την εποπτεύουν. Ετσι αφού στην κορυφή της Ιθώμης υπήρχαν ήδη σημαντικά υπολείμματα των τειχών που είχε χτίσει ο Επαμεινώνδας στην ίδρυση της αρχαίας Μεσσήνης, θα ήταν πολύ βολικό για τους Φράγκους να συμπληρώσουν, για τις ανάγκες της εκεί φρουράς τους, ένα κομμάτι του έτοιμου τείχους και να δημιουργήσουν έτσι εύκολα ένα δικό τους κάστρο. Αλλωστε η κορυφή της Ιθώμης ήταν και τότε κατάσπαρτη από τα αρχαία ερείπια που θα τους πρόσφεραν άριστο οικοδομικό υλικό, και αφού εκεί υπήρχε και το καθολικό του μοναστηριού θα υπήρχε και κάποια έτοιμη πρόσβαση για την κορυφή της Ιθώμης. Μια ανάλογη τέτοια οχύρωση υπήρχε και στα προπύλαια της ακρόπολης της Αθήνας, δίπλα στον Παρθενώνα.

Ενα δείγμα αυτής της μεταγενέστερης προσθήκης των Φράγκων στο αρχαίο τείχος του Επαμεινώνδα υπάρχει και σήμερα. Βρίσκεται στα ανατολικά, λίγο χαμηλότερα από το πλάτωμα της κορυφής, δίπλα στο δρόμο που ανεβάζει σ’ αυτό. Η διαφορά σε αυτό το κομμάτι του τείχους είναι εμφανής. Από τη μια πλευρά οι μεγάλοι λιθόπλινθοι χωρίς ενδιάμεσο συνδετικό υλικό της δόμησης του αρχαίου τείχους των μακεδονικών χρόνων, και ακριβώς δίπλα και σε συνέχεια με αυτούς η σχεδόν τυπική μεσαιωνική δόμηση με τους μικρούς λιθοπλίνθους και το ενδιάμεσο κονίαμα. Φυσικά στη διαδρομή των χρόνων οι φράγκικες προσθήκες “ανακυκλώθηκαν” για τις ανάγκες της γειτονικής μονής.           

Το κάστρο του Bulcano το παραχώρησε στον Φλωρεντίνο τραπεζίτη Nicola Acciaioli ο πρίγκιπας Roberto d’Anjou. Στη συνέχεια, μετά τους Φράγκους και την κάθοδο των Τούρκων, η αρχαία Μεσσήνη “χάθηκε” και δίπλα της χτίστηκε το Μαυρομάτι που μετονομάστηκε σε Αρχαία Μεσσήνη το Μάιο του 2002.

Ο σημερινός επισκέπτης στην Αρχαία Μεσσήνη, εκτός από την εντυπωσιακή οχύρωση, μένει κατάπληκτος και από τα ανασκαφικά ευρήματα της αρχαίας πόλης, τους φιλόξενους κατοίκους αλλά και το μικρό μουσείο με τα μύρια ευρήματα. Ευρήματα που περιγράφει εντυπωσιασμένος από την αρμονία του τοπίου ο Edgar Quinet αρχαιολόγος της “Expedition de la Morée” του στρατηγού Maison στην επίσκεψή του το 1829:

«...γιατί τότε διακρίνεις όχι μόνο κάτω από τα στάχυα, αλλά και κάτω από τα άλση που κυρτώνουν και μισανοίγουν κολόνες κάτασπρες, άλλες ακόμα όρθιες, άλλες πεσμένες, με χίλιες όψεις, που εντυπωσιάζουν».

Ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης, υπεύθυνος της ανασκαφής από το 1986, συνεχίζει το εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο του φέρνοντας ξανά στο φως τα αριστουργήματα της Μεσσήνης του Επαμεινώνδα, με επιμονή, και διεθνείς επιστημονικές συνεργασίες. Τα ανασκαφικά ευρήματα και τα μνημεία της αρχαίας Μεσσήνης που έχουν αποκαλυφθεί μετά τις εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης είναι, μεταξύ άλλων: το στάδιο και το γυμνάσιο, το ιερό πιθανώς του Αριστομένη, το ιερό του Σωτήρος Διός, η δυτική πλευρά της αγοράς, η κρήνη Αρσινόη, το ιερό της Ισιδος, πρωτοβυζαντινοί ναοί, το Ασκληπιείο και βέβαια το επιβλητικό θέατρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ