Σε κάθε πύλη υπήρχε και μία τάπια (προμαχώνας) σε σχήμα μισοφέγγαρου. Το ύψος τού τείχους ήταν πέντε μέτρα και το πάχος ήταν περίπου δύο μέτρα. Μέσα στην πόλη βρίσκονταν περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες άμαχοι μουσουλμάνοι, Εβραίοι και λίγοι χριστιανοί Από αυτούς περισσότεροι από δέκα χιλιάδες ήταν ένοπλοι, Τούρκοι και Αλβανοί.
Μετά τη μάχη στη γράνα, από το χωριό Μπεντένι μέχρι τον λόφο κοντά στο χωριό Λουκά, στις 10 Αυγούστου 1821, η κατάληψη της Τριπολιτσάς ήταν σχεδόν βέβαιη. Όταν η κατάσταση δυσκόλεψε από την έλλειψη τροφίμων αλλά και την επιδημία τύφου που ενέσκηψε στην αποκλεισμένη πόλη, έπεσε το ηθικό από τις περιφερικές ήττες και βασίλεψε η απελπισία. Κάποιοι από τους κατοίκους, με τη μεσολάβηση των Αλβανών της φρουράς, άρχισαν κρυφές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές για την ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη. Επίσης διακόσιοι Βούλγαροι σεΐζηδες (ιπποκόμοι) υπό τους Χατζηχρήστο και Κότζιο είχαν αυτομολήσει και παραδόθηκαν στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Αυτοί αργότερα πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα αφού οργάνωσαν το άτακτο ελληνικό ιππικό. Ο Κότζιο αργότερα στον πρώτο εμφύλιο, ήταν όμως και ο επικεφαλής της φονικής για τον Πάνο Κολοκοτρώνη, ενέδρας στο Μπεσίρι (Παλάντιο) στις 13 Νοεμβρίου 1823,
Οι Έλληνες που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά έφθαναν περίπου τούς δέκα χιλιάδες Οι Μανιάτες με επικεφαλής τους Μαυρομιχαλαίους και τον Μούρτζινο είχαν οκτακόσιους, οι Καρυτινοί με αρχηγούς τους Κανέλλο Δεληγιάννη και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τρεις χιλιάδες, οι Μυστριώτες με τους Παναγιώτη Κρεβατά και Παναγιώτη Γιατράκο δύο χιλιάδες, οι Αγιοπετρίτες υπό τον Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο (Άκουρο) οκτακόσιους, οι Μεσσήνιοι με τους Παπατσώνη, Κεφάλα και Μητροπέτροβα χίλιους επτακόσιους, οι Φαναρίτες του Τζανέτου πεντακόσιους, οι Λεονταρίτες μέ αρχηγούς τους Φλεσαίους και τον Αναγνωσταρά κ. ά. Ο Υψηλάντης άρχισε να οργανώνει καλύτερα τα στρατόπεδα, αφού έβλεπε ότι επικρατούσε η αναρχία των ατάκτων:
«Πρέπει και εις τας κατά μέρος ενδείξεις και πράξεις του πολέμου μας να φερώμεθα ευτάκτως, να πολεμούμεν ανδρείως τους ενόπλους εχθρούς και εις την γην και εις την θάλασσαν, να μεταχειριζώμεθα δε φιλανθρώπως τούς αόπλους και όσοι παραδίδονται απλώς ή με συνθήκας. Ούτως απαιτεί και η δικαιοσύνη και το συμφέρον και η δόξα τού ελληνικού ονόματος. Όστις δε ήθελε φέρεσθαι με απανθρωπίαν ή παράβασιν συνθήκης προς τους παραδιδομένους πολεμίους, ο τοιούτος καταδικάζεται ως πολέμιος τού Γένους.»
Στις 11 Σεπτεμβρίου με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των οπλαρχηγών που υπέγραψε και ο Δημήτριος Υψηλάντης, αποφάσισαν για τη διανομή των λαφύρων:
«….δια να μην αδικηθή κανείς στρατιώτης, ούτε η πατρίς, δια την οποίαν πολεμούμεν, έγινε με τον υψηλότατον Πρίγκιπα, με όλους τους άρχοντας και με όλους τους αρχηγούς των στρατευμάτων της πολιορκίας εξέτασις, και με κοινήν γνώμην εκρίθησαν εύλογα τα ακόλουθα, τα οποία προλέγομεν και εις τους στρατιώτας, δια να δώσουν την συγκατάθεσίν των και να κάμωσιν όρκον εις την ελευθερίαν της πατρίδος, ότι θέλουσι τα φυλάξη….»
Οι όροι της συμφωνίας είχαν ως εξής:
• Αν η Τριπολιτσά παραδινόταν με συνθήκη, οι στρατιώτες θα έπαιρναν τα δυο τρίτα της λείας και το υπόλοιπο θα δινόταν στην πατρίδα «δια τα έξοδα του πολέμου και των άλλων αναγκών». Τα κανόνια και ο οπλισμός μετά από την καταγραφή τους θα αποδίδονταν στο «κοινό», δηλαδή στην πατρίδα.
• Αν κυρίευαν την Τριπολιτσά με έφοδο, τότε «από όλα τα λάφυρά της τα τρία μερίδια να είναι των στρατιωτών και το εν της πατρίδος». Στη μοιρασιά δεν υπολογίζονταν τα όπλα και τα πυρομαχικά, τα οποία θα περιέρχονταν στην πατρίδα.
• Αν οι Τούρκοι κατάφερναν να διασπάσουν την πολιορκία και να φύγουν, τότε ανεξάρτητα από την αποστολή του καθενός η λεία θα μοιραζόταν όπως στην προηγούμενη περίπτωση. Εδώ όμως υπήρχαν και ξεχωριστές αμοιβές για τους επικηρυγμένους Τούρκους αξιωματούχους.
• Όσοι στρατιώτες βρίσκονταν σε άλλες αποστολές μακριά από την Τριπολιτσά θα έπαιρναν τα ίδια μερίδια με όσους έμεναν στην πολιορκία.
Αυτά όλα φυσικά θα εφαρμόζονταν παρουσία του αρχιστράτηγου Δημητρίου Υψηλάντη.
Όμως για τους Έλληνες οπλαρχηγούς, που είχαν «γλυκαθεί» από τη λεία τους στη Μονεμβασιά και το Νιόκαστρο, η παρουσία του αρχιστράτηγου του ελληνικού στρατού Δημητρίου Υψηλάντη τους χάλαγε τα σχέδια. Ο πρίγκιπας Δημήτριος Υψηλάντης, με την ακεραιότητα και την ανιδιοτέλειά του, δεν θα επέτρεπε ποτέ την αχαλίνωτη λαφυραγώγηση και το πλιάτσικο μετά την πτώση της πολιορκημένης πόλης. Έτσι οι μεγάλοι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να τον απομακρύνουν από την πολιορκία. Τον έστειλαν μαζί με τους γιούς του Κολοκοτρώνη, τον Πάνο και τον Γενναίο, και χίλιους άντρες και πολλούς ξένους αξιωματικούς που είχαν φθάσει για βοήθεια στην Ελλάδα, στον Κορινθιακό για να εμποδίσουν την απόβαση τουρκικών ενισχύσεων που θα έφταναν εκεί με τον τουρκικό στόλο. Στα Καλάβρυτα προστέθηκαν ακόμα χίλιοι άνδρες υπό τον Σωτήρη Χαραλάμπη. Η επικράτηση της Επανάστασης στον Μοριά στηριζόταν και στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων. Ο ελληνικός στόλος συνεπικουρούμενος από χερσαία τμήματα, εμπόδιζε με επιτυχία την προσέγγιση στα παράλια του Μοριά του στόλου του Καρά-Αλή. Μετά την εσπευσμένη αποχώρηση του Υψηλάντη στις 13 Σεπτεμβρίου, αρχιστράτηγος των πολιορκητών ανέλαβε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, το συμβούλιο των οπλαρχηγών αποφάσισε το αντίτιμο σε περίπτωση συνθηκολόγησης των Τούρκων. Δέκα εκατομμύρια γρόσια για τις ζημιές στις Παλαιές Πάτρες, τέσσερα για τη Βοστίτσα, οκτώ για το Άργος, έξι για την Κόρινθο, δέκα έξι για την Τριπολιτσά και οκτώ για τα έξοδα του πολέμου. Συνολικά πενήντα δύο εκατομμύρια γρόσια και όλα τα όπλα! Το ποσό ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί και οι Τούρκοι, μετά τα διαδραματισθέντα στη Μονεμβασιά και στο Νιόκαστρο, δεν μπορούσαν να παραδώσουν τα όπλα τους.
Ταυτόχρονα με αυτές τις διαπραγματεύσεις, είχαν αρχίσει οι διαδικασίες για μια ξεχωριστή συνθηκολόγηση με τους Αλβανούς της φρουράς. Όσο διαρκούσαν οι συνεννοήσεις με τον αρχηγό των Αλβανών Ελμάς μπέη, οι πλουσιότερες τουρκικές οικογένειες προσέγγιζαν με διάφορους μεσάζοντες, τους γνωστότερους μεγάλους Έλληνες οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους για να φύγουν από την Τριπολιτσά, με τα κινητά υπάρχοντά τους. Η προσδοκία αμύθητης λείας από την καταρρέουσα πρωτεύουσα του Μοριά, προσέλκυσε στο ελληνικό στρατόπεδο πλήθη ατάκτων αλλά ενόπλων χωρικών.
Η παράδοση της Τριπολιτσάς καθυστερούσε, αφού οι μεγάλοι οπλαρχηγοί προσδοκούσαν να έχουν ανταλλάγματα μόνο για τον εαυτό τους από τους Τούρκους που θα φυγάδευαν. Με μεμονωμένες συμφωνίες δεν ήταν υποχρεωμένοι να μοιραστούν τη λεία τους με το εθνικό ταμείο και τους απλούς στρατιώτες. Δεν δίσταζαν μάλιστα να κάνουν εμπόριο τροφίμων σε υπερβολικές τιμές, με τους πεινασμένους πολιορκημένους Τούρκους, στα ριζά των τειχών.
Ο νεαρός Γάλλος φιλέλληνας και στρατιωτικός, συνταγματάρχης Jean-François-Maxime Raybaud, επικεφαλής του ελληνικού πυροβολικού κατά την πολιορκία, ήταν ο μόνος αυτόπτης από τους ξένους στρατιωτικούς, που κατέγραψε τα γεγονότα. Στο έργο του «Mémoires sur la Grèce pour servir à l'histoire de la guerre de l'Indépendance, accompagnés de plans topographiques» – Παρίσι, 1824, αναφέρει ακόμα και ονόματα οπλαρχηγών, που έκαναν περιουσίες μέσα σε λίγες ημέρες από αυτές τις «απεχθείς δοσοληψίες» (odieuses transactions), (Μπουμπουλίνα, Κολοκοτρώνης, Μαυρομιχάλης κ.ά.). Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το όργιο χρηματισμού αναφέρεται ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Raybaud:
Σελ. 451: …Η Μπουμπουλίνα χαίρει αναγνώρισης από τους συμπατριώτες της, το ομολογώ αλλά η αφοσίωσή της δεν ήταν απόλυτα αγνή. Οι θυσίες της για το εθνικό ζήτημα δεν ήταν αφιλοκερδείς και δεν την άφησαν φτωχή…
Σελ. 453: …Τα δάχτυλα του Ελμάς μπέη, φορτωμένα διαμάντια και πλούσια καμέα, τράβηξαν την προσοχή των Μανιατών της ακολουθίας του Μαυρομιχάλη και η απληστία τους ζωγραφιζόταν στο βλέμμα τους…
Σελ. 455: ….Λοιπόν άρχισαν oi απεχθείς συναλλαγές που έφεραν σε λίγες μέρες τεράστια πλούτη στα χέρια του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας και του Μαυρομιχάλη και που διαρκούσαν ακόμη και όταν το μέρος είχε κατακτηθεί. Καθένας από αυτούς τους Τούρκους και τους Εβραίους που έτρεμαν για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, πλήρωναν τεράστια ποσά γι’ αυτές και έψαχναν καταφύγιο μέχρι και τη σκηνή του εχθρού. Οι συναλλαγές έληγαν μέσα στην ημέρα και την τιμή του αίματος την μετρούσαν την νύχτα. Από το βράδυ μέχρι το πρωί υποζύγια φορτωμένα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη για να πάνε σ’ αυτούς που μόλις ανέφερα. Επέλεγαν το σκοτάδι γι’ αυτές τις ντροπιαστικές επιχειρήσεις, φοβούμενοι χωρίς αμφιβολία, ότι οι στρατιώτες θα θύμωναν αν έβλεπαν ότι τους παίρνουν αυτά που θεωρούσαν ως μελλοντική αμοιβή για τους κινδύνους και την κούρασή τους…..
Σελ. 457: …Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι της λείας αντιτίθενται στην ίδρυση τακτικού στρατού. Από τη στιγμή που θα εδημιουργείτο κάποιο σύνταγμα, η δύναμή τους η επιρροή τους θα εξαφανιζόταν. Αλλά ενώ συσσώρευαν θησαυρούς καλυπτόμενοι από την υπόθεση για την οποία μάχονταν, οι εντολοδόχοι του ελληνικού λαού συνήψαν δάνεια στις χώρες των οποίων οι τράπεζες έκρυβαν τα κεφάλαια του Κολοκοτρώνη….
Σελ. 466: …Τεράστια ποσά είχαν σπαταληθεί μάταια από τους άτυχους κατοίκους της Τρίπολης. Η χλιδή είχε πληρώσει μάταια τα λύτρα. Αυτοί που γλύτωσαν ικανοποιώντας την απληστία κάποιων, σφαγιάσθηκαν από αυτούς που η απληστία τους δεν ικανοποιήθηκε…
Σελ. 481: Πλούτη που αρκούσαν για να αντιμετωπισθούν τα έξοδα του πολέμου, βρίσκονταν στο κάστρο. Αλλά δεν θα επωφελείτο το έθνος από αυτά. Έγιναν η λεία ενός μόνο ατόμου….
Μετάφραση: Αναστασία Ακοντίδου.
Ο Raybaud, παρά τις σχέσεις του με τον Μαυροκορδάτο, θεωρείται ως ο «πιο αξιόπιστος από όλους τους Γάλλους απομνημονευματογράφους και ιστοριογράφους» των πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης. Ανάλογα όμως τα λέει κι ο Μακρυγιάννης:
«Οι άρχοντές μας… έγιναν «εκλαμπρότατοι» και οι ντόπιοι και οι φερτικοί, όμως τίποτας δεν τους αναπαύει. Ήμασταν φτωχοί, εγίναμεν πλούσιοι. Ήταν ο Κιαμίλ μπέης εδώ εις την Πελοπόννησο κι’ άλλοι Τούρκοι πλουσιώτατοι, έγινεν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι συγγενείς και οι φίλοι του πλούσιοι από γες (γαίες), αργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες και άλλα πλούτη των Τούρκων…».
Μακρυγιάννη: Απομνημονεύματα, Α΄, 9-10
Οι απλοί στρατιώτες και οι μικροί καπετάνιοι έβλεπαν αυτό το παράδοξο αλισβερίσι και άρχισαν να φοβούνται ότι δεν θα μείνει τίποτα γι’ αυτούς μετά την παράδοση της πόλης. Με ξεχωριστή συμφωνία «μπέσας» οι Αλβανοί της φρουράς συνθηκολόγησαν για να φύγουν για την Ήπειρο, προστατευμένοι από τον Κολοκοτρώνη παρά τις αντιδράσεις του Ανδρέα Λόντου. Ημέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23η Σεπτεμβρίου. Περιμένοντας την άλωση της πόλης οι Έλληνες έθεσαν κανόνες και για το μοίρασμα των λαφύρων. Έτσι σε γενικές γραμμές, ανεξάρτητα από τον πρώτο ή τελευταίο, τα τρία τέταρτα της λείας θα τα μοιράζονταν οι αγωνιστές, ενώ το άλλο τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Θεσπίστηκαν ακόμα αμοιβές για κάθε νεκρό ή αιχμάλωτο Τούρκο. Επειδή οι μεγάλοι οπλαρχηγοί σκόπευαν να παρατείνουν την πολιορκία ακόμα και έξι μήνες, ζήτησαν από τους απλούς στρατιώτες να μείνουν απλήρωτοι αφού θα ακολουθούσε μεγάλη λαφυραγώγηση. Οι μικροί καπετάνιοι και οι στρατιώτες αντέδρασαν όμως αιφνιδιαστικά.
Στις 20 και 21 Σεπτεμβρίου έγινε απόπειρα μεγάλης εξόδου περίπου τεσσάρων χιλιάδων πεινασμένων και διψασμένων γυναικόπαιδων. Οι γυναίκες και τα παιδιά βρέθηκαν ανάμεσα σε δυο πυρά. Από τη μια οι Έλληνες πολιορκητές προσπαθούσαν να τις αναχαιτίσουν και από την άλλη οι Τούρκοι από τα τείχη πυροβολούσαν για να τις αναγκάσουν να ολοκληρώσουν την έξοδο. Γράφει ο Φιλήμων στηριζόμενος στη γραπτή μαρτυρία του παρόντος και αυτόπτη μεγάλου Φιλικού, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου:
«….Σύζυγοι κατά συζύγων, πατέρες κατά τέκνων, τέκνα κατά πατέρων και μητέρων, αδελφοί κατά αδελφών και ομόπιστοι κατά ομοπίστων τον θάνατον εξεσφενδόνιζον λόγω σκληράς ανάγκης και επ’ ελπίδι ατομικής σωτηρίας. Ο ουρανός επληρώθη των γοερωτέρων οιμωγών των θυμάτων αυτών, επικαλουμένων εν ονόματι του θεού το έλεος (αμάν, Αλλάχ ιστούν). Εις τα κακά της ημέρας ταύτης ουδεμία ευαίσθητος καρδία αντείχε…».
Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, Αθήνα 1861, σ. 218, 219
Γι’ αυτό το περιστατικό συνεχίζει ο φιλέλληνας Γάλλος συνταγματάρχης Olivier Voutier (Ολιβιέ Βουτιέ) περιγράφοντας την τύχη των γυναικόπαιδων της εξόδου:
…είχαν βγει από τα τείχη και ήταν «ωχροί και σκελετωμένοι» και «…ενέπνευσαν σ’ όλους τον οίκτο και τους έστειλαν σ’ ένα γειτονικό χωριό…».
Colonel Voutier: Απομνημονεύματα
Τα χαράματα της 23ης Σεπτεμβρίου οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να φύγουν ενώ οι Τούρκοι έκαναν συνέλευση αφού ετοιμάζονταν να ζητήσουν νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Έτσι έμεινε αφύλακτο το κανονιοστάσιο στην πύλη του Ναυπλίου. Οι πολιορκητές εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Πενήντα άνδρες με «ρεσάλτο», πατώντας ο ένας πάνω στους ώμους του προηγούμενου, κατόρθωσαν να μπουν στο φρούριο και να υψώσουν το μπαϊράκι τους.
Στους πρώτους που πάτησαν στην Τριπολιτσά αναφέρεται ο Παναγιώτης Κεφάλας και ο Εμμανουήλ Δούνιας. Αμέσως έστρεψαν τα πυροβόλα προς την πόλη και έβαλαν στόχο το σαράι. Επειδή οι Αλβανοί δεν είχαν προλάβει να φύγουν, συγκεντρώθηκαν στο σαράι και παρέμειναν αμέτοχοι αλλά σαφώς αμυνόμενοι στην ορμή των ατάκτων. Οι επιτιθέμενοι Έλληνες τους έπεισαν όμως να αποχωρήσουν και να συναντήσουν τον Κολοκοτρώνη στο στρατόπεδό του στα Τρίκορφα. Ο Κολοκοτρώνης τηρώντας τη «μπέσα» φρόντισε για την ασφαλή αναχώρησή τους μαζί με τον Πλαπούτα που πήγε μαζί τους σαν όμηρος-εγγυητής της ασφάλειάς τους. Η στάση του Κολοκοτρώνη στη φυγάδευση των Αλβανών αποδοκιμάστηκε από τον Δεληγιάννη και ήταν η αιτία της κατοπινής εχθρότητας στις σχέσεις τους.
Μετά τη φυγή των Αλβανών του Ελμάς μπέη, στην Τριπολιτσά ακολούθησε τρομακτική σφαγή. Οργή πολλών δεκαετιών ξέσπασε πάνω στους αμάχους Τούρκους και Εβραίους. Για τρεις ημέρες το αίμα έτρεχε ποτάμι στα σοκάκια της πόλης. Ημέρες καταστροφής, πυρκαγιάς, δηώσεων και βιασμών, λεηλασίας και αίματος. Οι δρόμοι στρώθηκαν με πτώματα. Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του περιγράφει ότι: «…το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη…». Ο Maxime Raybaud περιγράφει με λεπτομέρειες στιγμιότυπα από τη φρίκη της τριήμερης σφαγής:
«…σ’ ένα μόνο νόμο υπάκουαν, σ’ αυτόν της καταστροφής, σ’ ένα σύνθημα, της σφαγής».
Οι νεκροί Τούρκοι αλλά και Εβραίοι, υπολογίζονται σε δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Το χαρέμι του Χουρσίτ γλύτωσε, όπως και κάποιοι πλούσιοι Τούρκοι που έδωσαν λύτρα. Οι ελληνικές απώλειες ήταν από εκατό μέχρι επτακόσιοι. Τα αποτελέσματα της κατάληψης της Τριπολιτσάς ήταν καταλυτικά για τη συνέχιση του αγώνα. Οι αγωνιστές εφοδιάστηκαν με έντεκα χιλιάδες όπλα, εμψυχώθηκαν και η Επανάσταση έκανε αίσθηση στο εξωτερικό. Ο Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ. Οι πανίσχυροι Τούρκοι του Μοριά νικήθηκαν και σχεδόν όλη η Πελοπόννησος, εκτός λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Φιλήμονα:
«τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας».
Εννέα ημέρες μετά την άλωση, ο Δημήτριος Υψηλάντης επέστρεψε άπρακτος στην Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι δεν προχώρησαν σε απόβαση στη βόρεια ακτή του Μοριά. Ο Καρά-Αλή μπήκε στο Γαλαξίδι, αιχμαλώτισε τριάντα τέσσερα καράβια και έβαλε ξανά πλώρη για το Αιγαίο και την Κωνσταντινούπολη. Οι στρατιώτες του Υψηλάντη δυσφορούσαν αφού έχασαν την ευκαιρία να λαφυραγωγήσουν κι αυτοί. Και δεν έφτανε αυτό. Το κύρος του Υψηλάντη καταρρακώθηκε, αφού αυτός δεν ηγήθηκε στη μέχρι τότε μεγαλύτερη επιτυχία των επαναστατημένων Ελλήνων.