Η εμπορική ναυτιλία στο Αιγαίο και το Ιόνιο είχε εντυπωσιακή άνθηση στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Οι Έλληνες καραβοκύρηδες εκμεταλλεύτηκαν και επωφελήθηκαν από τις ευνοϊκές γι’ αυτούς διατάξεις της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774 αλλά και των όρων της συμφωνίας εμπορίου και ναυσιπλοΐας της Κωνσταντινούπολης του 1783 καθώς και του αυτοκρατορικού διατάγματος της Αικατερίνης Β´ του 1784 και άρχισαν να εμπορεύονται ή και να εγκαθίστανται στα μεγάλα ρωσικά λιμάνια στη Μαύρη θάλασσα και την Κριμαία. Πολλοί από αυτούς απέκτησαν ρωσική υπηκοότητα, πήραν ρωσικά διαβατήρια, ύψωσαν ρωσική σημαία στα πλοία τους και πήραν φορολογικές ελαφρύνσεις στις εμπορικές και άλλες δραστηριότητές τους. Έτσι απέκτησαν μεγάλη εμπειρία κυρίως στο εμπόριο του σιταριού και κατάφερναν με συνεχή ταξίδια και αρχικά μικρό κέρδος να γίνουν σημαντικός παράγοντας εμπορίου στη Μεσόγειο. Φυσικά τις εμπορικές απώλειες τις κάλυπταν με το λαθρεμπόριο και την πειρατεία που ήταν μαθημένοι.
Η γαλλική επανάσταση έδωσε σημαντική ώθηση στην εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων πλοιοκτητών. Ο αγγλικός αποκλεισμός των γαλλικών παραλίων φάνταζε γι’ αυτούς ως μια μεγάλη πρόκληση. Έμπειροι πια στην ναυσιπλοΐα και παρακινούμενοι από το μεγάλο κέρδος, τόλμησαν να διασπάσουν τον ναυτικό αποκλεισμό της Γαλλίας και να την εφοδιάσουν με σιτάρι. Τα πλοία τους ήταν πολύ καλά εξοπλισμένα με κανόνια και άνδρες και δεν δίσταζαν να συγκρούονται με τους πολιορκητές για να καταφέρουν να παραδώσουν σώα τα φορτία τους στους αποκλεισμένους Γάλλους. Φυσικά τα κέρδη τους ήταν τεράστια.
Κυρίως Υδραίοι, Σπετσιώτες και Ψαριανοί κατάφερναν να υπογράφουν εξαιρετικά κερδοφόρα ναυλοσύμφωνα και να μεταφέρουν σιτάρι και κριθάρι στη Γαλλία. Όσο πιο κοντά στα γαλλικά λιμάνια παρέδιδαν το φορτίο τους τόσο μεγαλύτερη ήταν και η αμοιβή τους. Για παράδειγμα το 1795, αν παρέδιδαν ένα κιλό σιτάρι στη Γένοβα έπαιρναν 40 παράδες. Αν όμως το παρέδιδαν στην Τουλόν το αντίτιμο ανέβαινε στους 71 παράδες και στη Μασσαλία στους 75! Επιστρέφοντας αγόραζαν και μετέφεραν φορτία καφέ ή άλλων εδώδιμων προϊόντων για μεταπώληση. Κατά περίσταση, για να μπαίνουν ευκολότερα στα αποκλεισμένα λιμάνια, ήταν εφοδιασμένοι με διπλά ναυτιλιακά έγγραφα, οθωμανικά ή του Πανάγιου Τάφου και ύψωναν τις ανάλογες σημαίες. Πολλές φορές ναύλωναν τα καράβια τους σε τρίτους και ταυτόχρονα έβαζαν τα κεφάλαια για την αγορά των εμπορευμάτων πολλαπλασιάζοντας τα κέρδη τους.
Ο νέος ναυτικός αποκλεισμός της Γαλλίας και της Ισπανίας το 1803 ευνόησε ακόμα περισσότερο την εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων πλοιοκτητών. Είχαν πια χτίσει μεγάλα καράβια που μπορούσαν να μεταφέρουν μεγάλα φορτία και να αποφέρουν ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Οι διεθνείς συγκυρίες και η εκμεττάλευσή τους από τους Έλληνες φαίνεται καθαρά στην περίπτωση του Μιαούλη το 1804. Παρά τη σύλληψή του κοντά στα ισπανικά παράλια από τον ναύαρχο Νέλσον για τη διάσπαση του αγγλικού αποκλεισμού, κατάφερε να αποφύγει την κατάσχεση των φορτίων που μετέφερε αφού αφενός ήταν Ρώσος υπήκοος και αφετέρου συνεταίρος του Άγγλου μεγαλέμπορου της Μάλτας Τόμας Ουΐλσον!
Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις τα φορτία ή τα χρήματα κατάσχονταν και οι Έλληνες πλοιοκτήτες πλήρωναν σκληρό τίμημα. Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση έκαναν εικονικές πωλήσεις των πλοίων τους σε Ισπανούς με εξασφάλιση την ταυτόχρονη υπογραφή εγγράφων που πιστοποιούσαν την πλαστή αγορά.
Οι Έλληνες εφοπλιστές αποκόμισαν τεράστια κέρδη μετά όμως από απειλές και επικίνδυνες και παράτολμες συμφωνίες. Κάποιοι, όπως η οικογένεια Κουντουριώτη που λίγο αργότερα πρωταγωνίστησε στον Αγώνα, κατάφεραν να δραστηριοποιούνται από την Οδησσό μέχρι το Μοντεβιδέο.