Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στην Αθήνα του προηγούμενου αιώνα… Ένα δραματικό περιστατικό συμβαίνει στο δρομολόγιο του σκουροπράσινου τραμ της ΗΕΜ που κατευθύνεται από τα Πατήσια στην πλατεία της Ομόνοιας. Στη διαδρομή, ένας λεπτός, ξερακιανός επιβάτης σωριάζεται λιπόθυμος στο δάπεδο του βαγονιού. Ακολουθεί αναταραχή και σαστιμάρα. Οι συνεπιβάτες τρέχουν να τον βοηθήσουν. Είναι όμως πια αργά. Συγκοπή. Ήταν η 1η Φεβρουαρίου του 1940 και ο νεκρός επιβάτης ήταν ο ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Πήγαινε στην Ακαδημία για την προγραμματισμένη εκείνο το απόγευμα συνεδρίαση της ολομέλειας.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν γνήσιος εκπρόσωπος των ελληνικών γραμμάτων και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα, λογοτέχνης, ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικός τέχνης, δημοσιογράφος, πολιτικός και ακαδημαϊκός. Είχε γεννηθεί στο Καρπενήσι στις 2 Φεβρουαρίου του 1877. Από το 1890 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα κι αυτός συνέχισε το σχολείο εκεί. Τελείωσε το Γυμνάσιο ενώ παράλληλα είχε ξεκινήσει μαθήματα ζωγραφικής. Στη συνέχεια, ακολουθώντας την επιθυμία των γονιών του, γράφτηκε στην Ιατρική σχολή από την οποία όμως ποτέ δεν αποφοίτησε.
Ως φοιτητή τον κέρδισε η συγγραφή και η δημοσιογραφία και άρχισε την αρθρογραφία στην έγκριτη εφημερίδα «Ακρόπολις». Λίγο αργότερα, το 1898, μετά τον άτυχο πόλεμο του μαύρου 97, κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πολεμικά τραγούδια» και συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η «Εφημερίδα των συζητήσεων», ο «Χρόνος» και η «Σκριπ».
Στην «Σκριπ» ανέλαβε μάλιστα αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904, για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας «Η Εθνική Γλώσσα». Μαζί του μεταξύ άλλων ήταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης… Λίγο αργότερα το 1908 και ως το 1911 πήγε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Εμπρός» και παράλληλα αρθρογραφούσε και σε γαλλικές εφημερίδες. Εκεί δημοσίευσε το πρώτο πεζογράφημα του «Τα Παρισινά Γράμματα». Επιστρέφοντας στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία και κράτησε μόνο, μέχρι το 1914, τα χρονογραφήματα στην εφημερίδα «Εμπρός».
Η ενασχόλησή του με την πολιτική του έδωσε από το 1912 μέχρι το 1916 διαδοχικά τις θέσεις του νομάρχη Ζακύνθου, Κυκλάδων και Μεσσηνίας και Λακωνίας. Το 1918 ανέλαβε τη θέση του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και στη συνέχεια του μόνιμου προέδρου του καλλιτεχνικού συμβουλίου της. Ο Παπαντωνίου φρόντισε για τον εμπλουτισμό της Πινακοθήκης με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών όπως ο Γύζης, ο Παρθένης, ο Λύτρας, ο Θεοτοκόπουλος, ο Μαλέας κ.α.
Το 1918 επίσης ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξέδωσε τα «Ψηλά Βουνά». Αυτό ήταν ένα συλλογικό έργο που προοριζόταν για αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού και έγινε σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Παύλο Νιρβάνα και Μανώλη Τριανταφυλλίδη με εικονογράφηση του Π. Ρούμπου. Τα Ψηλά βουνά» ήταν το βιβλίο που έβαλε τη δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο.
Το 1923,o ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Πεζοί ρυθμοί» τους τρεις τόμους των «Νεοελληνικών αναγνωσμάτων» για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ενώ τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1938 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα Λογοτεχνίας και την τάξη των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στην πρώτη του εισηγητική έκθεση χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις.
Ο θάνατος του, την 1η Φεβρουαρίου 1940, στο τραμ της ΗΕΜ, συνέβη μία μόλις ημέρα πριν τα εξηκοστά τρίτα γενέθλιά του.