Ο Παναγιώτης γεννήθηκε τον Μάρτη του 1924 στο Λυκότραφο Μεσσηνίας. Από τον πρώτο γάμο του πατέρα του γεννήθηκαν τρία παιδιά (Φώτης, Χρήστος, Παναγιώτης) και από τον δεύτερο γάμο του άλλα επτά (μεταξύ αυτών και η κυρία Θεοδώρα). Ο Παναγιώτης φρόντιζε και προστάτευε τα μικρότερα αδέρφια του, τα οποία υπεραγαπούσε. Το παρατσούκλι του στα παιδικά χρόνια ήταν ο «πενταυγάς» γιατί όταν η μητέρα ετοίμαζε φαγητό για την πολυμελή οικογένεια της, ο Παναγιώτης της ζητούσε να του φτιάξει «πέντε αυγά».
Από μικρός μαγεύτηκε από το λαϊκό τραγούδι και τραγούδαγε στα πανηγύρια της Μεσσηνίας, όπου γοήτευε με την αρχοντική, βυζαντινή, φωνή με όγκο, που γέμιζε τα αυτιά των ακροατών. Είχε έμφυτη την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει και αυτό στάθηκε εμπόδιο στην καριέρα του αργότερα, γιατί οι συνθέτες δυσκολεύονταν να του δώσουν τραγούδια, αφού δεν εγκλωβιζόταν στην φόρμα του τραγουδιού.
Στην Κατοχή είχε ανέβει στο βουνό με ενεργό συμμετοχή στην εθνική αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μάλιστα ένα βράδυ που ήταν φρουρός στην περιοχή του «Πανελληνίου» στην παραλία της Καλαμάτας και είχε ανάψει μια φωτιά να ζεσταθεί, του πέταξαν κάτι εκρηκτικό με συνέπεια να τραυματισθεί στο πόδι. Το σπασμένο κόκκαλο, που δεν αντιμετωπίσθηκε σωστά ιατρικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς, ήταν η αιτία που στην συνέχεια της ζωής του κούτσαινε ελαφρά.
Μια φορά σε πανηγύρι στην Μεσσηνία, του δώσανε παραγγελιά το τραγούδι του Τσιτσάνη «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» και όταν άρχισε να τραγουδάει μπήκαν οι αστυνόμοι, τον κατέβασαν από το πάλκο και τον πήραν στο τμήμα, όπου τον κράτησαν δυο τρεις ώρες. Μετά από αυτό οι καταστηματάρχες δεν τον καλούσαν εύκολα για δουλειά, για να αποφεύγουν δυσάρεστες διακοπές.
Ομως δεν το έβαζε κάτω και σε κάθε ευκαιρία δήλωνε «εγώ κομμουνιστής γεννήθηκα, κομμουνιστής θα πεθάνω».
Το συγκρότημα του στην Μεσσηνία ήταν, ο Μίμης Ξαπλαντέρης μπουζούκι, ο Χρήστος Νικόπουλος (ή κόκκινος) αρμόνιο, ο Κουρής σαντούρι και ο Πατριαρχέας βιολί.
Ηταν αρχοντικός με το λαδωμένο (αποτέλεσμα μπριγιαντίνης) προς τα πίσω μαλλί του, το μουστάκι τύπου «ντούγκλας» (είναι το μουστάκι που περιπαικτικά αναφέρεται σαν «ποντικοουρά» και το λανσάρισε ο διάσημος Αμερικάνος ηθοποιός Ντάγκλας Φαίρμπανκς, εξ ου και το «ντούγκλα» σαν παραφθορά του ονόματός του), το ασπρόμαυρο πατούμενο που τριζοβολούσε.
Ηταν αρχοντόμαγκας στην κυριολεξία του όρου, που τον περιγράφει πολύ εύστοχα σε ένα τραγούδι του ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης «Μάγκας θα πει φιλότιμο, μάγκας θα πει ντερβίσης, μάγκας θα πει καλή καρδιά και φίνες εξηγήσεις».
Μπαίνει στην δισκογραφία το 1951 και το 1954 ηχογραφεί το τραγούδι «Σαββατόβραδο συννεφιασμένο» σε στίχους και μουσική Γιώργου Μητσάκη, το οποίο έγινε μεγάλη επιτυχία και αποτέλεσε το εφαλτήριο να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό σαν ένας αξιόλογος λαϊκός ερμηνευτής. Στην συνέχεια κάνει μια ακόμη επιτυχία με τον Μητσάκη με το τραγούδι «Δύο φορές μπατίρισα».
Το 1958 αποφασίζει να μετακομίσει οριστικά στην πρωτεύουσα και εγκαθίσταται στην Νίκαια με την σύζυγο του Ολγα Αραπάκη και τα τέσσερα παιδιά του (Σταύρο, Μάκη, Παναγιώτη και την μοναχοκόρη του Χαρίκλεια).
Θα χρειασθεί όμως ένα ακόμα σημείωμα για να καλύψουμε την πορεία ενός πατριώτη μας, που χαρακτηρίσθηκε σαν «η λαϊκή φωνή που πρέπει να ακούνε οι ροκάδες».
Γιάννης Γούλας