Παλιές αναμνήσεις με καινούργιες. Οι πρόσφατες αντικαθιστούν τις παλιές. Οι παλιές μπαίνουν σε ένα πιο βαθύ συρτάρι του μυαλού. Πιάνουν σκόνη και σιγά-σιγά δεν πολυενοχλούν κιόλας. Κοιμούνται σε μια γλυκιά χειμερία νάρκη, που μοιάζει ανώδυνη. Το μυαλό όμως είναι ένα ακόμη πιο περίεργο πράγμα. Κάθε τόσο θέλει να κάνει μπακάπ, θέλει να ξαναμαγειρέψει τα υλικά που πάνε να λήξουν και έτσι χωρίς να ρωτάει κανέναν, ανακατώνει παλιά και νέα στοιχεία μαζί. Ετσι, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πόσο αδύναμος είναι μπροστά στη διαδικασία της απώθησης, αλλά και πόσο ανίκανος μπροστά στην επιθυμία της οριστικής λήθης.
Η χρονιά αυτή είχε ως επικαιρότητα μεγάλη ενασχόληση με την υπόθεση Τοπαλούδη. Και λέμε “υπόθεση” και όχι “δίκη”, όπως γραφόταν για αρκετό καιρό, γιατί δεν δικαζόταν η ίδια. Μακάρι να είχε κάνει μια παράνομη προσπέραση, να είχε πιει ένα κοκτέιλ παραπάνω και να δικαζόταν για αυτό, που λέει ο λόγος. Δεν πρόλαβε όμως να διαπράξει ούτε καν τέτοια παραπτώματα. Δε της δόθηκε ο χρόνος. Η δολοφονία της συγκλόνισε το πανελλήνιο, όπως θα λέγαμε και στη δημοφιλή γλώσσα του κλισέ. Μεγάλη κτηνωδία, σχεδόν όπως και εκείνη που δυστυχώς βίωσε πριν λίγες μέρες η μητέρα και σύζυγος στη Μάνη, αλλά και η ερευνήτρια Σούζαν Ιτον στην Κρήτη.
Το κοινό των υποθέσεων αυτών, όπως είπαμε πιο πάνω, η φοβερή σωματική και σεξουαλική βία. Οι σύγχρονες φεμινίστριες, τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, οι ακτιβιστές σε όλη τη χώρα έκαναν διαμαρτυρίες, οι επίσημες οργανώσεις τοποθετήθηκαν. Τα θέματα έλαβαν διαστάσεις, γιατί ζούμε και στην εποχή της κυριαρχίας των σόσιαλ μίντια.
Τα σόσιαλ όμως δεν ήταν σε τόσο μεγάλη “άνθηση”, όταν συντελέστηκαν άλλα φοβερά εγκλήματα σε γυναίκες τα προηγούμενα χρόνια. Η αδικοχαμένη Εύα Φωτιάδου από τη Θεσσαλονίκη σκοτώθηκε μετά από ομαδικό βιασμό, χτυπήματα και πολλά άλλα. Η μάνα της, η Ελένη, μια ηρωίδα, τ. υπάλληλος του ΙΚΑ, υποκρινόταν την τοξικοεξαρτώμενη πόρνη για μήνες, ώσπου να συγκεντρώσει τα στοιχεία που έπρεπε. Τα κατάφερε, βρήκε τους ενόχους, τους κάθισε στην έδρα έχοντας στα χέρια της απομαγνητοφωνήσεις και τελικά είπε πως δικαιώθηκε η ψυχή του παιδιού της, πως στην αυλή της κοιτάζει ένα δέντρο που φύτρωσε και νιώθει πως εκείνη είναι εκεί.
Η Ζωή Δαλακλίδου από την Ξάνθη έπεσε θύμα βιασμού και κάηκε ζωντανή. Ο τύπος που το έκανε είχε μανάβικο στο οποίο κρεμόταν η ταμπέλα “μ’ανάβεις στην κρίση” -έκανε και χιούμορ προφανώς με το θέμα της διέγερσης. Η Ζωή είχε κάνει το λάθος να βγει να διασκεδάσει και να περπατήσει μόνη της τη νύχτα δύο στενά.
Η αδερφή του Θεόφιλου Σεχίδη σκοτώθηκε και τεμαχίστηκε από τα χέρια του, την ημέρα που ο ίδιος σκότωσε και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Πάνε πολλά χρόνια, αλλά τότε ανεπίσημα τα ΜΜΕ είχαν αναφέρει πως η ίδια ήταν χρήστρια και ο διαταραγμένος αδελφός της ήθελε να την ανακουφίσει. Ηταν όμως και ο ίδιος ψυχικά ασθενής, έτσι ίσως κανείς δεν ξέρει αν όντως υπήρχαν σοβαρές οικογενειακές διαφορές ή είχε συγκεκριμένη πρόθεση.
Η δασκάλα στη Σαντορίνη Αδαμαντία Καρκαλή αποκεφαλίστηκε μετά από καβγά από τον κατά τα άλλα σφόδρα ερωτευμένο σύζυγό της.
Η Ελένη από το Κωσταλέξι, όταν απελευθερώθηκε, αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της μακρινής από το σήμερα εποχής. Δεν ήταν νεκρή, αλλά δεν μπορεί και κανείς να πει με σιγουριά πως ήταν ζωή αυτό που ζούσε. Σίγουρα ο τρόπος που “ωρίμασε” εμπεριείχε τη βία και όχι την αγάπη και την τρυφερότητα. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε, αυτό είναι και το δραματικό, μια ζωή σαν μη-ζωή και ένα τέλος που κανείς δεν ξέρει αν ήταν τέλος (με την έννοια της λύτρωσης).
Κλείνοντας τα παραπάνω παραδείγματα, θέλω να πω πως δεν υπάρχουν περιστατικά βίας εναντίον γυναικών, που να είχαν χάπι εντ. Ομως μοιάζει σαν τα ζητήματα αυτά να μας συγκλονίζουν περισσότερο από ό,τι κάποτε. Τα φίλτρα, οι αφίσες, τα στάτους, οι δηλώσεις, τα τραγούδια που τις συνοδεύουν, φτιάχνουν ένα σκηνικό, που ανάλογο δεν στήθηκε για τα παλιότερα θύματα της βίας. Εφυγαν δηλαδή κάπως “αδικημένες” οι παλιότερες δολοφονημένες. Χωρίς κύματα οργής ή συμπαράστασης, ή τουλάχιστον όχι τόσα όσα θα τους έπρεπαν.
Είναι ντροπή που στο 2020 λέμε κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς τα κορίτσια σε αυτόν τον κόσμο είναι ακόμα ευάλωτα. Δεν μπορούν να πάνε για τρέξιμο μόνες, να περπατήσουν νύχτα, να φορέσουν μίνι χωρίς λόγο και να ζουν τη ζωή τους χωρίς φόβο. Τουλάχιστον όχι πάντα. Είναι σκληρή η εποχή που ζούμε, αλλά δε νομίζω ότι ήταν και ποτέ ευκολότερη για το γυναικείο φύλο σε όλο τον πλανήτη…
Ισως είναι χρέος των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, των φορέων για την ισότητα, των ερευνητικών κέντρων της χώρας για τα κοινωνιολογικά ζητήματα, να καταγραφούν όλες αυτές οι ιστορίες. Είναι χρέος του φεμινιστικού κινήματος, είναι χρέος των ανθρώπων που θέλουν να λέγονται προοδευτικοί, είναι χρέος εκείνων που διδάσκουν τους εφήβους, είναι χρέος όλων. Να μάθουμε τις ιστορίες τους. Να μην ξεχνάμε τις παλιές, όταν μας πνίγει η ειδησεογραφία με τα τελευταία θύματα.
Να μην ξεχαστεί ούτε μία κοπέλα, που δεν πρόλαβε να περπατήσει χέρι-χέρι με την άλλη, “τόσο όμορφα” που θα έλεγε και ο Σαββόπουλος.
Για όλες αυτές τις “Περσεφόνες”, που κοιμήθηκαν νωρίς και βίαια και που “δε θα ξαναβγούν στου κόσμου το μπαλκόνι”, το οποίο ούτως ή άλλως αποδείχθηκε πολύ μικρό και άδικο για αυτές…