Αλλά και μια άλλη κατηγορία που έχει... ξεκαεί από τις μελέτες και ζητεί μια άλλη διαχείριση της υπόθεσης.
Στην Καλαμάτα έχουμε πολύ μεγάλη εμπειρία μελετών που αναδεικνύουν τόσο την τεράστια σημασία που έχουν στον τοπικό σχεδιασμό, όσο και την επιζήμια χρησιμοποίησή τους ως άλλοθι για “επιστημονικοποίηση” των προθέσεων που έχουν οι τοπικοί παράγοντες. Υπάρχει ένα πλήθος παραδειγμάτων για την πόλη που αναδεικνύουν αυτές τις αντιφατικές περιπτώσεις. Κορυφαίο θετικό παράδειγμα το προσεισμικό Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο που με την μετασεισμική προσαρμογή του οδήγησε σε μια πόλη περισσότερο ανθρώπινη. Που θα μπορούσε να είναι καλύτερη αν δεν υπήρχαν πιέσεις που επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα, καθώς σε αυτές υπέκυψαν οι περισσότεροι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μηδέ του υπογράφοντος εξαιρουμένου. Αλλοι γιατί βρήκαν ευκαιρία πολιτικής εκμετάλλευσης της δυσαρέσκειας ακόμη και εκείνων που είχαν δώσει... προίκα τον αέρα, και άλλοι γιατί θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να αναζητηθούν ρυθμίσεις που δεν θα υπονόμευαν τελικά τις προθέσεις του σχεδιασμού με τη ριζική ανατροπή τους. Ενα ακόμη εξαιρετικό παράδειγμα είναι η μελέτη για τα διατηρητέα της πόλης που είχε τελειώσει λίγο καιρό πριν από τον σεισμό. Με εργαλείο αυτή έγινε δυνατή η κήρυξη των διατηρητέων σε ταχύτατο χρόνο, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάσωση των περισσότερων από αυτά. Οποιος έχει υπόψη του τη μελέτη γνωρίζει πολύ καλά την αξία της καθώς αποτύπωσε και κτήρια τα οποία κατεδαφίστηκαν από το σεισμό, εν μια νυκτί ή μέσω (ενίοτε περίεργων) αποχαρακτηρισμών στη συνέχεια. Και για να αποδώσουμε “δικαιοσύνη” στη μνήμη, θα έπρεπε να αναφέρουμε την πρωταρχική μελέτη για την πόλη που συντάχθηκε με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Κ. Κουτουμάνου, την περίφημη μελέτη του καθηγητή Αραβαντινού στην οποία στηρίχτηκαν όλες όσες ακολούθησαν και αντιμετώπιζε με ρηξικέλευθο για την εποχή τρόπο το μέλλον της Καλαμάτας.
Η άλλη όψη των κατά καιρούς μελετών είναι αυτή της προσαρμογής στις δημοτικές επιδιώξεις. Κορυφαία περίπτωση αυτή του τραμ, και δεν θα αναφερθούμε στις απίστευτες προχειρότητες που αποτυπώνονται σε διάφορα σημεία της, αλλά στο θέμα του αριθμού των μετακινήσεων. Οι οποίες βεβαίως ήταν προσαρμοσμένες στη λογική της βιωσιμότητας την οποία είχε ως προαπαιτούμενο η έγκριση του έργου από το χρηματοδοτικό φορέα. Το οποίο έργο ήταν αλληλένδετο με “αναπλάσεις” σε όλη τη διαδρομή και έτσι προέκυψαν τότε οι μελέτες για την πλατεία και την Παραλία. Οι οποίες χρησιμοποιούνται ως “άλλοθι” για σημειακές παρεμβάσεις στις δύο αυτές περιοχές. Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα του αριθμού των μετακινήσεων θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι με την αλλαγή της δημοτικής αρχής τότε έγινε και πάλι μελέτη η οποία κατέληγε ότι οι μετακινήσεις θα ανέρχονταν στο 50% των εκτιμηθέντων αρχικά και θα ήταν πάλι... βιώσιμη η λειτουργία του μέσου σταθερής τροχιάς. Το οποίο ουδέποτε δρομολογήθηκε παρά τις μελέτες και τα... ταξίδια, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν γίνει σαφείς μέχρι σήμερα από εκείνους που ασχολήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις με τις διαπραγματεύσεις. Και δεν θα ήθελα να αυθαιρετήσω αν δεν δω δημόσια διατυπωμένες αυτές τις απόψεις. Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή των κυκλοφοριακών μελετών από τις οποίες πλην της αρχικής, ουδεμία έχει μέχρι τώρα εφαρμοστεί και δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν υπάρχει έστω και ένα σενάριο εφαρμόσιμο. Χωρίς να ξεχνούμε βεβαίως πως όταν συζητιόταν η μελέτη σχετικά με τη στάθμευση στο κέντρο της πόλης, για να μην δυσαρεστηθεί η αναθέτουσα δημοτική αρχή ο μελετητής στην πράξη αρνήθηκε να εξετάσει προτάσεις που είχαν διατυπωθεί (όπως υπόγειο πάρκινγκ κάτω από την πλατεία) τις οποίες απέρριπτε για τους δικούς της λόγους η δημοτική αρχή.
Ολα αυτά ως υπενθύμιση αλλά και για να δούμε πώς αντιμετωπίζει το θέμα σήμερα η δημοτική αρχή. Η οποία έχει την κάκιστη σχέση με αυτή τη βασική έννοια του σχεδιασμού. Γίνονται έργα “αναπλάσεων” δεξιά και αριστερά στην πόλη χωρίς να υπάρχει ένα σχέδιο σχετικά με το πώς θα λειτουργήσουν αυτές και πώς θα... κουμπώσουν. Με εμφανή φυσικά προβλήματα τόσο στην ιεράρχηση των έργων, τη χρησιμότητα αλλά και τη χρηστικότητα αφού δεν υπακούουν σε μια συνολική λογική. Δόθηκαν πολύ μεγάλα ποσά για την ανάπλαση της πλατείας αλλά όχι μόνον δεν μελετήθηκε και δεν συζητήθηκε στα σοβαρά η πεζοδρόμηση της Αριστομένους μέχρι τη διασταύρωση με τη Βασ. Γεωργίου όπως προέβλεπε παλαιότερα ο πολεοδομικός σχεδιασμός, αλλά για να εξυπηρετηθούν κάποιοι επαγγελματίες οδηγοί, φορτώθηκε η Αριστομένους το κυκλοφοριακό βάρος της εισόδου στην πόλη αλλά και της... κατάτμησης της Αριστοδήμου. Και όλα αυτά με μελέτη του ποδαριού και έντονες διαφωνίες από το επιστημονικό προσωπικό του δήμου. Ουσιαστικά τα έργα στην πόλη πραγματοποιούνται αποσπασματικά, μακριά από την έννοια της συνολικής μελέτης των λειτουργιών της και με βάση τις επιθυμίες του δημάρχου και των ανθρώπων που τον περιβάλλουν (όταν θεωρεί ότι... τους πέφτει λόγος). Στην ίδια λογική κινούνται δύο εντελώς διαφορετικές πρωτοβουλίες βορείως της κεντρικής αγοράς: Ενας σκουπιδότοπος κοντά στα σπίτια και μέσα στην προστατευόμενη ζώνη πρασίνου και ένα υπαίθριο θέατρο μέσα στην κοίτη του Νέδοντα. Και όλα αυτά πέρα από τον πολεοδομικό σχεδιασμό που ψήφισε η δημοτική αρχή και τις προβλέψεις του σχετικά με τις χρήσεις στην περιοχή, ενώ διά λόγου ο δήμαρχος καταργεί και την προοπτική του νέου νεκροταφείου (ανεξάρτητα με τη γνώμη που έχει ο καθένας για τη χωροθέτηση), κάνοντας γνωστό μέσα από επιστολές ότι η πόλη δεν χρειάζεται νέο νεκροταφείο. Στέλνοντας... αδιάβαστους εκείνους που από το 1978 συζητούν για το θέμα, έχουν χωροθετήσει τη χρήση και έχουν προχωρήσει σε προκαταρκτικές μελέτες.
“Θύμα” της ίδιας λογικής περί μελετών είναι και η περίφημη υπόθεση της Ναυαρίνου. Μια περιοχή που δεν χρειάζεται συστάσεις για την σημασία της στη ζωή της πόλης από κάθε άποψη. Κάθε παρέμβαση στην περιοχή θα έπρεπε να υπακούει σε έναν συνολικό σχεδιασμό που θα κάλυπτε όλο το χώρο που περικλείεται ανάμεσα στην Κρήτης (και τη μελλοντική αναπόφευκτη επέκτασή τους) καθώς σε αυτόν συνωστίζονται καταστήματα αναψυχής με την ευρεία έννοια, κατοικίες και πολυκατοικίες χωρίς ουσιαστικά πρόβλεψη χώρων στάθμευσης κυρίως στη νότια πλευρά, χωρίς ελεύθερους δημόσιους χώρους (με εξαίρεση αυτούς των προαυλίων σχολείων και την “αυλή” του Νικηταρά) και με μια μεγάλη αθλητική εγκατάσταση. Πρόκειται για μια τεράστια έκταση στην οποία οι επεμβάσεις εκ των πραγμάτων είναι αλληλοεξαρτώμενες, τα συμφέροντα διαφορετικά και η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια από τις πιο διαφορετικές πλευρές έχει τεθεί το θέμα των ριζικών επεμβάσεων στις λειτουργίες της περιοχής που επικεντρώνονται στο ρόλο που θα πρέπει να παίζει η Ναυαρίνου. Από την οποία έχει “αφαιρεθεί” πλέον η αρτηριακή της σημασία για στις μετακινήσεις από και προς την πόλη, μετά και την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου και τη σύνδεσή του με την Βασ. Γεωργίου.
Η ολοκληρωμένη μελέτη για το σύνολο της περιοχής είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη, η εξέταση όλων των σεναρίων απαραίτητη και η ευρεία συζήτηση πριν την λήψη των τελικών αποφάσεων μπορεί να συμβάλει στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Με δεδομένο το “κουβάρι” συμφερόντων, καμία λύση που θα ανατρέπει τη σημερινή κατάσταση δεν πρόκειται να γίνει... ομοφώνως αποδεκτή. Το ζήτημα είναι να βρεθεί η καλύτερη για το μέλλον της πόλης και τους πολίτες. Με προϋπάρχουσα μια ολοκληρωμένη λύση, η εφαρμογή μπορεί να είναι σταδιακή. Το ανάποδο, οι αποσπασματικές και εν πολλοίς ακατανόητες επεμβάσεις που επινοούν κάποιοι στα γραφεία τους ποτέ δεν πρόκειται να δώσουν λύση στο τελικό ζητούμενο.
Ως επίλογος: Η δουλειά του δήμου και του δημοτικού συμβουλίου είναι να θέσει ένα πλαίσιο μελέτης, αφού προηγουμένως ζητήσει τη συμβολή του τεχνικού κόσμου χωρίς προκαταλήψεις και με διάθεση ενσωμάτωσης των παρατηρήσεων. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά των ειδικών επιστημόνων που θα πρέπει να διαχειριστούν τα δεδομένα ενός εξαιρετικά σύνθετου τεχνικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματος.