Επιμένοντας στην ανάγκη κατανόησης της σημασίας που έχει η τόνωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, θα επιλέξω τη δεύτερη εκδοχή όταν έχει να κάνει με αυτό. Επαναδιατυπώνοντας σκέψεις που έρχονται από το παρελθόν αλλά έτυχαν της εγγραφής εις τα παλαιότερα των υποδημάτων των (αν)αρμοδίων.
Τις ημέρες αυτές του πανικού πολύ πρακτικά αποκαλύφθηκε πως ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να γκρεμίσει σχεδιασμούς και προσδοκίες όταν προσανατολίζεις όλη την οικονομία στις υπηρεσίες... τραπεζοκαθισμάτων. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Ολοι διάβασαν τις διαμαρτυρίες για τη μεγάλη ζημιά στο καρναβάλι, τις ανησυχίες για τον τουρισμό αλλά και τον κίνδυνο ενός νέου κύκλου στην παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι θα πρέπει να υποτιμηθεί η συμβολή του τουρισμού στην τοπική οικονομία, αλλά να εκλογικευθούν οι δράσεις της αυτοδιοίκησης και να υπάρξει ο αναγκαίος αναπροσανατολισμός στην γεωργική παραγωγή. Τώρα θα μου πείτε ότι οι δήμαρχοι δεν μπορούν να κάνουν τους αγρότες. Θα σας απαντήσω ότι με αυτή τη λογική δεν μπορούν να κάνουν ούτε τους... ξενοδόχους. Το ενδιαφέρον για τη γεωργική παραγωγή έχει να κάνει ουσιαστικά με το ενδιαφέρον για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν στη Μεσσηνία αλλά και πολλούς που κρατούν τις σχέσεις με τις πατρικές περιουσίες. Η δημιουργία των “καλλικρατικών” δήμων συνοδεύτηκε από μεγαλοστομίες για “αναπτυξιακή” διάσταση στη δραστηριότητά τους αλλά έχει καταλήξει στα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα”. Οι δήμοι όχι μόνον δεν παίζουν το ρόλο για τον οποίο τάχα δημιουργήθηκαν, αλλά πολλές φορές δεν ασχολούνται ούτε με στοιχειώδη ζητήματα υποδομών που βγαίνουν... έξω από τα όριά τους, ακόμη και αν περνούν μέσα από αυτά. Κατά περίπτωση “τα καλά και συμφέροντα” με το μάτι στραμμένο στην εκλογική πελατεία και τα “καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς”. Δεν γνωρίζω αν άνθρωποι και θεσμοί μπορούν να υπερβούν όρια και αδράνεια, εκείνο που γνωρίζω είναι ότι η “εγγύτητα στον πολίτη” οφείλει να μεταφραστεί και σε “ενδιαφέρον για τον πολίτη”.
Μετά την αναγκαία γέφυρα, ακολουθούν σκέψεις που έχω διατυπώσει πριν από χρόνια. Τις επαναδιατυπώνω με την ελπίδα ότι οι καινούργιοι δημοτικοί άρχοντες ίσως μπορέσουν να σκεφθούν διαφορετικά ενώπιον του προβλήματος. Καθόσον οι γεωργικές (και όχι μόνο) μικροπεριφέρειες δεν περιορίζονται στα όρια ενός δήμου. Και σχεδιασμένη πολιτική στο κατώτερο επίπεδο μπορεί να γίνει μόνο σε επίπεδο μικροπεριφέρειας με κοινά χαρακτηριστικά, επαρκή έκταση, εσωτερικές ιδιαιτερότητες και δυνατότητες καλλιεργητικών επιλογών. Εχω γράψει και άλλη φορά πως ως μια τέτοια περιοχή θεωρώ τον μεσσηνιακό κάμπο και την περιοχή που τον περιβάλλει. Η “κοινότητα” των ζητημάτων της γεωργικής παραγωγής σε αυτή την περιοχή είναι δεδομένη και οι δεσμοί βγαίνουν από τα όρια των δήμων. Ταυτοχρόνως όμως είναι δεδομένη και η εγκατάλειψη που χρόνο με το χρόνο γίνεται μεγαλύτερη. Οι αιτίες είναι πολλές, άλλες αναστρέψιμες και άλλες όχι. Το ζήτημα είναι βεβαίως να αντιμετωπισθούν τα ζητήματα που “σπρώχνουν” στην εγκατάλειψη και να σχεδιαστεί μια πολιτική, η οποία θα βοηθήσει ώστε να αξιοποιηθεί στο έπακρο αυτή η εμβληματική παραγωγικά και ιστορικά περιοχή της Μεσσηνίας. Και τίθεται το ερώτημα: Ποιος θα το κάνει αυτό; Από το υπουργείο κανένας δεν μπορεί να περιμένει τίποτε, έτσι και αλλιώς εδώ και δεκαετίες επί δεκαετιών τα πράγματα κυλάνε μόνα τους χωρίς καμία ουσιαστική παρέμβαση. Το ίδιο, δεν μπορεί να περιμένει κανένας τίποτε από την Περιφέρεια, άλλωστε δεν έχουμε ούτε ένα δείγμα ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί στα σοβαρά κάποιος με τέτοια ζητήματα. Εκ των πραγμάτων το βάρος πέφτει στους δήμους της Περιφέρειας και πιο συγκεκριμένα στους Δήμους Καλαμάτας, Μεσσήνης και Οιχαλίας που συναπαρτίζουν τη μικροπεριφέρεια. Αυτοί πρέπει να ασχοληθούν γιατί η υπόθεση αφορά άμεσα τους δημότες τους, είτε είναι ιδιοκτήτες και καλλιεργητές, είτε δραστηριοποιούνται οικονομικά και κοινωνικά στην περιοχή. Και η ενασχόληση δεν μπορεί παρά να γίνει διά της συνεργασίας.
Το αντικείμενο της συνεργασίας είναι σύνθετο και πολυεπίπεδο. Ξεκινάει από απλά ζητήματα όπως είναι αυτά των υδάτινων αποδεκτών, της κατάστασης και της αξιοποίησής τους και φθάνει μέχρι την καλλιέργεια και την ασφάλεια της παραγωγής. Κεντρικός υδάτινος αποδέκτης ο Πάμισος αποτελούσε πάντα πηγή ζωής για την περιοχή. Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα είναι αξιοθρήνητη, αλλά παρ’ όλα αυτά και αναστρέψιμη είναι αλλά και μπορεί να αλλάξει ριζικά η εικόνα του. Εχει διατυπωθεί μια πρόταση από το Δήμο Μεσσήνης προς χρηματοδότηση έργων αναμόρφωσης αλλά χρειάζεται και να καλύψει το σύνολο της διαδρομής και να υποστηριχθεί από τους άλλους δήμους, καθώς ο ποταμός ρέει στην περιφέρειά τους. Πολύ περισσότερο όμως θα πρέπει να απαιτήσουν οι δήμοι, και να μην κάνουν τα στραβά μάτια, αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας και να βάλουν λουκέτο σε όσες μονάδες -μικρές ή μεγάλες- ρίχνουν απόβλητα σε αυτόν αλλά και στους άλλους υδάτινους αποδέκτες της περιοχής. Οπως επίσης και να απαιτήσουν την οριοθέτηση της κοίτης του ποταμού η οποία έχει καταπατηθεί σε πολλά σημεία, πρόβλημα που αν δεν λυθεί δεν μπορεί να γίνει πραγματική ανάπλαση και αναμόρφωση του ποταμού. Ανάλογα ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπισθούν σε όλους τους υδάτινους αποδέκτες της περιοχής για να ξεκινάμε από “ένα το κρατούμενο”: Καθαρό -όσο γίνεται- νερό για όλες τις χρήσεις, κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο. Αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως είναι και το ευκολότερο, το ζήτημα όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν επιδεικνύεται το απαιτούμενο ενδιαφέρον. Εκτός και φθάσουν τα πράγματα στο αμήν, αρχίσουν να διαμαρτύρονται οι κάτοικοι και κινητοποιηθούν οι δήμοι. Και όμως η ρύπανση είναι διαρκής... είτε μυρίζει, είτε δεν μυρίζει.
Με το νερό έχει να κάνει και το επόμενο ζήτημα που δεν είναι άλλο από αυτό της άρδευσης. Το δίκτυο πλέον έχει αποδιοργανωθεί, τα προβλήματα είναι μεγάλα και η ανάγκη για σημαντική επέμβαση ακόμη μεγαλύτερη. Αν κρίνω από την τοπική ειδησεογραφία, δεν νομίζω ότι ασχολείται και κανένας με το θέμα. Οπως κυλήσουν τα πράγματα και όσο αντέξει ακόμη το καταταλαιπωρημένο δίκτυο. Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι υπάρχει η ανάγκη πλήρους αναμόρφωσης και εκσυγχρονισμού του αρδευτικού δικτύου και με βάση αυτό να αναπτυχθεί η δυνατότητα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών στον κάμπο. Πολύ απλά οι τρεις δήμοι θα πρέπει να δουν το ζήτημα των υποδομών στον κάμπο -που δεν περιορίζεται μόνο στο αρδευτικό δίκτυο- έτσι ώστε να αναβαθμιστεί η υποστήριξη της αγροτικής παραγωγής. Και να δοθεί η δυνατότητα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, εφόσον κριθεί πως αυτό είναι αναγκαίο ή ανοίγει νέες αναπτυξιακές δυνατότητες. Και αυτό φυσικά δεν μπορεί παρά να γίνει από ειδικούς και πειραματικά στην αρχή έτσι ώστε να αναδειχθούν οι δυνατότητες. Από εκεί και ύστερα υπάρχει το τεράστιο ζήτημα της ασφάλειας των εγκαταστάσεων -δημόσιων και ιδιωτικών- αλλά και των καλλιεργειών, οι οποίες λεηλατούνται από τους τσιγγάνους. Ετσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα και με τα όσα έχουν γίνει γνωστά -για... άγνωστα δεν συζητάμε- αυτή η περιφέρεια του παραλληλόγραμμου που περικλείει με δρόμους τον κάμπο, έχει γίνει πολύ επικίνδυνη για τους ανυποψίαστους. Και είναι βέβαιο πως χωρίς την εξασφάλιση στοιχειώδους προστασίας, κανένας δεν είναι διατεθειμένος να δαπανήσει ούτε ένα ευρώ για να “επενδύσει” στην παραγωγή.
Δεδομένων τούτων, το αντικείμενο συνεργασίας των δήμων είναι τεράστιο. Και θα πρέπει το ταχύτερο να αναζητήσουν τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί αυτή, ως αναγκαία προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της περιοχής. Χρειάζεται ένα μεγάλο ολοκληρωμένο σχέδιο ως προϊόν ενδελεχούς μελέτης που θα υποδείξει προβλήματα και δυνατότητες. Και θα επιτρέψει στους δήμους να διεκδικήσουν χρηματοδοτήσεις συγκεκριμένων υποδομών και δράσεων. Διαφορετικά... ξεχάστε τον κάμπο.