Ζήτημα “πρώτης γραμμής” για μια ακόμη χρονιά η υπόθεση των εισαγωγών πατάτας οι οποίες καθηλώνουν τις τιμές της ντόπιας και μάλιστα σε μια περίοδο που θα μπορούσε να απορροφηθεί. Αυτό φάνηκε και από την σύσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε στο Δημαρχείο της Μεσσήνης και την ανακοίνωση η οποία εκδόθηκε.
Η υπόθεση των εισαγωγών πατάτας είναι συνυφασμένη με την ίδια την καλλιέργεια. Η οποία στη Μεσσήνη άρχισε να παίρνει έκταση μετά τον πόλεμο. Για πρώτη φορά το θέμα των εισαγωγών πατάτας τέθηκε μεσούντος του εμφυλίου πολέμου το Μάιο 1948 όταν έχουμε τηλεγραφική διαμαρτυρία από τη Μεσσήνη: «Προς την κυβέρνησιν και τας εφημερίδας απεστάλη το ακόλουθον τηλεγράφημα: “Οι πατατοκαλλιεργητές Μεσσήνης πληροφορηθέντες την έκδοσιν αδειών εισαγωγής γεωμήλων εκ του εξωτερικού είναι ανάστατοι, διότι τοιαύτη ενέργεια της κυβερνήσεως εις εποχήν εκριζώσεως των γεωμήλων Μεσσήνης θέλει οδηγήση χιλιάδας πατατοκαλλιεργητών εις οικονομικήν καταστροφήν. Διά του τηλεγραφήματος οι πατατοπαραγωγοί Μεσσήνης παρακαλούν την κυβέρνησιν όπως λάβη τα ενδεικνυόμενα μέτρα τονίζοντες ότι η παραγωγή Μεσσήνης καλύπτει την κατανάλωσιν του εσωτερικού μέχρι τέλους Ιουνίου”».
Το πρόβλημα επανέρχεται το Μάιο του 1954 όταν οργανώνεται το πρώτο συλλαλητήριο για την τιμή της πατάτας στη Μεσσήνη με μεγάλη συμμετοχή: «Ο λαός της Μεσσήνης κατήλθε σήμερον εις συλλαλητήριον τασσόμενος αλληλέγγυος προς τους πατατοπαταγωγούς της περιφερείας εις τον αγώνα των διά την διάθεσιν, εις μίαν λογικήν τιμήν, του προϊόντος του, το οποίον υπό τας δημιουργηθείσας υπό της κυβερνήσεως συνθήκας, πωλείται εις την εξευτελιστικήν τιμήν των 800 δραχμών κατ’ οκάν ή παραμένει αζήτητον. Ο πυρήν του συλλαλητηρίου εδημιουργήθη εις την προ του Δημαρχείου πλατείαν, όπου από της 10ης π.μ. ώρας ήρχισαν διαρκώς συρρέουσαι μεγάλαι ομάδες παραγωγών εκ των πέριξ. Από της ώρας ταύτης και μέχρι της λήξεως της διαδηλώσεως τα καταστήματα της Μεσσήνης ήσαν κλειστά, εις εκδήλωσιν πλήρους αλληλεγγύης προς τους παραγωγούς. Υπό της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου εξ άλλου, είχε δοθή εντολή όπως οι εργάται απεργήσουν κατά το δίωρον του συλλαλητηρίου. Οι συγκεντρωθέντες ανερχόμενοι εις δύο περίπου χιλιάδας, κατηυθύνθησαν εις την κεντρικήν πλατείαν και εκείθεν – δεδομένου ότι είχεν απαγορευθεί η πραγματοποίησις της συγκεντρώσεως εις ανοικτόν χώρον – κατέληξαν εις τον θερινόν κινηματογράφον “Τιτάνια”». Την επομένη ημέρα ο Πότης Λουκάκος σε ανταπόκριση εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οργανώθηκε το συλλαλητήριο γράφοντας «εισάγομεν εκ του εξωτερικού πατάτα, ενώ η μεσσηνιακή παραγωγή σαπίζει, δύο οκάδες πατάτας ένας καφές». Μετά τις κινητοποιήσεις ο Νομάρχης ανακοινώνει τα κυβερνητικά μέτρα σύμφωνα με τα οποία καθορίζεται τιμή πώλησης κατά 50% υψηλότερη της τρέχουσας, απαγορεύονται οι εισαγωγές και διευκολύνονται οι εξαγωγές. Για να φύγει η πατάτα στο εσωτερικό τα εστιατόρια σε όλη την Ελλάδα υποχρεώνονται να μαγειρεύουν καθημερινά διάφορα φαγητά με... πατάτα τα οποία μάλιστα ονοματίζονται.
Το 1955 δημιουργείται εκ νέου αναστάτωση με την πρόθεση της κυβέρνησης να κάνει εισαγωγή πατάτας: «Υπήρχον χθες πληροφορίαι εξ Αθηνών συμφώνως προς τας οποίας η κυβέρνησις προσπαθεί να πραγματοποιήση λίαν προσεχώς εισαγωγήν πέντε χιλιάδων τόννων γεωμήλων εκ του εξωτερικού. Αι ανωτέρω πληροφορίαι ανεστάτωσαν ως ήτο φυσικόν τον πατατοπαταγωγικόν κόσμον και προεκάλεσαν εντόνους διαμαρτυρίας. Τας προμεσημβρινάς ώρας χθες, επιτροπή πατατοκαλλιεργητών, επεσκέφθησαν τον αναπληρούντα τον Νομάρχην τμηματάρχην της Νομαρχίας κ. Ιατρίδην, προς τον οποίον διεμαρτυρήθησαν εντόνως. Από την Νομαρχίαν εζητήθη όπως εκτεθή η κατάστασις προς τους αρμοδίους των υπουργείων Εμπορίου και Γεωργίας και τονισθή, ότι θα απετέλει καίριον κτύπημα κατά της παραγωγής η εισαγωγή έστω και μιάς οκάς πατάτας. Η επιτροπή των πατατοκαλλιεργητών επεσκέφθη επίσης τους αρμοδίους διευθυντάς Γεωργίας Μεσσηνίας προς τους οποίους επίσης ετόνισεν ότι επιβάλλεται όπως γίνουν αι δέουσαι ενέργειαι διά να αποτραπή η εισαγωγή γεωμήλων. Ως εδηλώθη εκ μέρους της επιτροπής, αν αι διαμαρτυρίαι δεν εισακουσθούν και δεν ματαιωθή η εισαγωγή, οι πατατοκαλλιεργηταί είναι αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν το έσχατον μέσον, συγκροτούντες συλλαλητήρια και εγκαταλείποντες την καλλιέργεια». Τελικά αυτή τη χρονιά απαγορεύτηκαν οι εισαγωγές.
Το τεράστιο πρόβλημα όμως δημιουργήθηκε το 1957 όταν οι πατάτες σάπισαν στα χωράφια και τις αποθήκες ενώ μεγάλες ποσότητες ρίχτηκαν στον Πάμισο. Το πρόβλημα είχε εντοπίσει από ενωρίς με επιστολή του ο πρόεδρος της Κτηματικής Αδελφότητας Καλαμάτας Δημ. Λιακάκης, ο οποίος έγραφε ότι «η κυβέρνησις και δη το υπουργείον Εμπορίου εγνώριζε άριστα ότι εφέτος είχομεν πλουσίαν παραγωγήν πατάτας λόγω της μεγάλης καλλιέργειας και των καλών καιρικών συνθηκών. Επίσης εγνώριζε καλώς ότι η συγκομιδή της πατάτας αρχίζει από 1ης Απριλίου η πρώιμος "ξερική" και από τας 20 Απριλίου αρχίζει πλούσια συγκομιδή. Καίτοι λοιπόν το εγνώριζε εισήγαγε το τελευταίον δεκαήμερον Απριλίου χιλιάδας τόννους πατάτας εκ του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να πωλείται η Μεσσηνιακή πατάτα εις τόσον εξευτελιστικάς τιμάς, μη καλύπτουσας ούτε τα έξοδα καλλιέργειας». Μεγάλα συλλαλητήρια στη Μεσσήνη, γενική αναστάτωση, αλλά τις πατάτες τις... έφαγε ο Πάμισος.
Εκτοτε και για δεκαετίες ολόκληρες ανάλογα με τις συνθήκες το πρόβλημα των εισαγωγών βρισκόταν στην πρώτη γραμμή εκείνων που απασχολούσαν τους παραγωγούς. Η καλλιέργεια επεκτάθηκε σημαντικά καθώς άρχισε να υποχωρεί αυτή του ρυζιού στον κάμπο, έγινε πολύ πιο πρώιμη με αποτέλεσμα να μεγαλώσουν και το κόστος παραγωγής αλλά και οι κίνδυνοι, τα ζητήματα των τιμών και των εισαγωγών έγιναν οξύτερα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και για 10 περίπου χρόνια οι κινητοποιήσεις των παραγωγών ήταν ιδιαίτερα έντονες, αρχικά είχαν κάποια αποτελέσματα καθώς ορισμένα από τα αιτήματα αφορούσαν την πολιτική που χάραζε η κυβέρνηση. Αργότερα με την ένταξη στην ΕΟΚ το αίτημα για τον καθορισμό “τιμών Αθηνών και όχι Βρυξελλών” βρήκε "τοίχο” ενώ οι εισαγωγές σταδιακά απελευθερώθηκαν μέσα και από συμφωνίες με τρίτες χώρες. Για να “ανθίσουν” και οι ελληνοποιήσεις και να μεγαλώσουν το πρόβλημα σε κρίσιμες περιόδους. Οι απαντήσεις κάθε χρόνο είναι στερεότυπες και τα προβλήματα μεγαλώνουν καθώς σημειώνονται αλλαγές στην καλλιέργεια και στην Ελλάδα ενώ έχουν δυσκολέψει σημαντικά οι οικονομικές συνθήκες και οι δυνατότητες χρηματοδότησής της με διάφορους τρόπους. Στοιχεία από τα οποία δεν μένει ανεπηρέαστη η τοπική οικονομία η οποία πλήττεται και από άλλους παράγοντες πέρα από την γενικότερη οικονομική κρίση.
Επί της ουσίας και για να το πιάσουμε πάλι από εκεί που ξεκινήσαμε. Υπάρχουν πράγματα που μπορεί να γίνουν και πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν και μάλιστα με... δημόσιες σχέσεις δημάρχων και υπουργών. Μπορεί να ελεγχθεί το κύκλωμα των ελληνοποιήσεων, δεν μπορεί να απαγορευτούν οι εισαγωγές (ακόμη και αν κοπούν κάποιες για φυτοϋγειονομικούς λόγους, για πραγματικούς λόγους ή ως τεχνικό εμπόδιο). Εκ των πραγμάτων το ερώτημα έχει τεθεί εδώ και πολλά χρόνια και αφορά την μονοκαλλιέργεια της πρώιμης πατάτας στην περιοχή μας και το μέλλον της. Οι εισαγωγές λόγω συμφωνιών και σκοπιμοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορούν να απαγορευτούν. Η οικονομική κρίση οδηγεί τους καταναλωτές σε μαζικές αγορές του φθηνότερου προϊόντος και ως εκ τούτου συμπιέζονται οι τιμές της εγχώριας και ο κύκλος καταναλωτών. Ο χρόνος πρωιμότητας σε σχέση με άλλες περιοχές μικραίνει και δημιουργείται πολύ πιο εύκολα πλέον υπερπροσφορά. Και η θερμοκηπιακή καλλιέργεια παρότι δεν έχει πάρει έκταση είναι ένα ανοιχτό ζήτημα ακόμη και σε περιοχές με πιο “σκληρό” κλίμα. Οι συνθήκες χρηματοδότησης δυσκολεύουν διαρκώς και δεν φαίνεται στον ορίζοντα θετικότερο κλίμα. Η συνεταιριστική ιδέα έχει καταρρεύσει και έχει αποθαρρύνει συλλογικές μορφές δράσης στον αγροτικό τομέα. Ως εκ τούτου κάποια στιγμή θα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση για το μέλλον της καλλιέργειας και αν υπάρχουν πράγματα που μπορεί να αλλάξουν έτσι ώστε να συνεχιστεί ως “μονοκαλλιέργεια” σε μια ευρεία περιοχή όπως γίνεται σήμερα. Πολύ περισσότερο αν υπάρχει εναλλακτική πρόταση καλλιεργητικής αξιοποίησης των συγκεκριμένων εδαφών και ποία είναι αυτή.
Καταλήγοντας επανέρχεται το ζήτημα που τίθεται πολύ συχνά από τη στήλη: Είναι ο προσανατολισμός των δήμων στην στήριξη της γεωργικής παραγωγής, η οποία δεν γίνεται με συσκέψεις ετησίως επαναλαμβανόμενες, αλλά με την οργανωμένη παρέμβαση με πολιτική, υπηρεσίες και σχέδιο. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση αυτό, είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση αν θέλουμε να αλλάξει η ροή των πραγμάτων και να σταματήσουν να κινούνται τυχαία και “ό,τι προκύψει”. Γιατί μπορεί να προκύψουν τα χειρότερα...