Ολοι οι πολιτισμοί χτίστηκαν σε αυτό τον τόπο, ο ένας πάνω στον άλλον χρονικά. Ο ένας κατέστρεφε τον άλλον για να χτίσει το νέο όπως το όριζαν οι μεταβαλλόμενες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Η καταστροφή δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά μέσο για να οικοδομηθεί το καινούργιο πάνω στο παλιό, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μήπως αυτό δεν έγινε και στις μέρες μας, δεν μπορεί να μας παραξενεύει αυτή η ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έλειψαν στοχευμένες καταστροφές, αλλά δεν είναι εκείνο που χαρακτηρίζει την εξέλιξη.
Ο λόγος φυσικά για την Καλαμάτα με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση και κινητικότητα για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής. Στις Τούρλες οι μυκηναϊκοί τάφοι, δίπλα τους ο (άγνωστος στους περισσότερους Καλαματιανούς) Αγιος Δημήτριος με τα βυζαντινά ίχνη του 12ου μ.Χ. αιώνα. Στον Αγιο Κωνσταντίνο (της Μονής Καλογραιών) οι τάφοι της ρωμαϊκής εποχής, δίπλα ο νεκροταφειακός βυζαντινός ναός του Αγίου Χαραλάμπους τους 11ου-12ου μ.Χ. αιώνα. “Παλαιά μνήματα” η περιοχή που φαίνεται ότι αποτέλεσε από την αρχαιότητα ταφικό σημείο για την πόλη. Στο νότιο άκρο οι Αγιοι Απόστολοι της... ιδίας ηλικίας με ίχνη αρχαίου ναού κάτω από αυτόν. Τρία σημεία που προσδιορίζουν την έκταση της πόλης από την αρχαιότητα μέχρι τα πρώτα μετεπεναστατικά χρόνια και δίνουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε γιατί είναι ελάχιστες οι εντοπισμένες αρχαιότητες και μέχρι τώρα αφανείς. Η παλιά πόλη είναι κάτω από τη σημερινή στο όριο που προαναφέρθηκε, για την ακρίβεια οι παλιές πόλεις είναι η μια χτισμένη πάνω από την άλλη και όλες μαζί κάτω από τη σημερινή. Στην περιοχή της Υπαπαντής ιστορούνται από τον Δ. Δουκάκη 20 πύργοι της προεπαναστατικής εποχής, μοναδικό δείγμα στις μέρες μας αυτός του Κορφιωτάκη που δυστυχώς κατεδαφίστηκε. Στην ίδια περιοχή πολλές μικρές εκκλησίες εκ των οποίων αρκετές ιδιόκτητες σε κήπους και κτήματα. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι χρησιμοποιήθηκε ως δομικό υλικό αυτό που ήταν εμφανές μέχρι εκείνα τα χρόνια ή ορατό στο πρώτο σκάψιμο του εδάφους. Ο ίδιος ο Δουκάκης αναφέρει ένα πλήθος επιγραφών στους πύργους που προαναφέρθηκαν και οι οποίες ως μαρμάρινες χρησιμοποιήθηκαν για διακοσμητικά στοιχεία. Η αγία τράπεζα στον Αγιο Κωνσταντίνο κατά τον Αλ. Χρυσομάλλη είναι στηριγμένη πάνω σε αρχαίο κιονόκρανο. Κάποιες από τις παλαιότερες εκκλησίες εκτιμάται ότι έχουν χτιστεί πάνω σε ερείπια παλαιοχριστιανικών.
Το μεγάλο μυστικό κατά πώς φαίνεται πιθανόν είναι κρυμμένο στη Φραγκόλιμνα. Η περίεργη ιστορία με το “θαύμα” της καταβύθισης του αρχαίου ναού σε λίμνη που σχηματίσθηκε σύμφωνα με την αφήγηση του Οσιου Νίκωνα “Μετανοείτε”, δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε καταστροφή αρχαίου ναού από φανατικούς κάπου το 10ο αιώνα μ.Χ. Η εκσκαφή προκειμένου να εξασφαλισθεί η επισκευή του Κάστρου από τους Φράγκους καθώς “το βρήκαν αχαμνό” κατά το “Χρονικό του Μορέως” ισοδυναμούσε με καταστροφή όποιων αρχαιοτήτων είχαν θαφτεί στο σημείο που δημιουργήθηκε η Φραγκόλιμνα, ενώ οι εκσκαφές στη γύρω περιοχή για να κλείσει η Φραγκόλιμνα σύμφωνα με αφήγηση κάποιων της οικογένειας Εφεσίων οδήγησαν σε καταστροφή και άλλων αρχαιοτήτων. Σπίτι πάνω στο σπίτι και ο νόμος της σιωπής μέχρι και το όχι τόσο μακρινό παρελθόν, χάθηκαν σταδιακά τα ίχνη της παλιάς πόλης. Οσα ανακαλύφθηκαν βρίσκονταν σε χώρους που απαλλοτριώθηκαν σε διαφορετικές εποχές για να διευρυνθεί η πλατεία Υπαπαντής και θα μπορούσε να πει κανένας “τυχαία”. Γιατί αν δεν υπήρχε ο επίμονος και παρατηρητικός μπαρμπα-Γιάννης Ταβουλαρέας, που δεν άφηνε εκσκαφή για εκσκαφή μετά το 1950 και σημείο που να μην ερευνήσει γύρω από το Κάστρο, θα επικρατούσε βαθύ σκοτάδι. Αυτός ήταν που εντόπισε τις αρχαιότητες στη νοτιοανατολική πλευρά της πλατείας Υπαπαντής, κινητοποίησε τους επιμελητές Αρχαιοτήτων και έφερε μέχρι την Καλαμάτα το Νίκο Γιαλούρη. Ο οποίος έφερε στο φως το οικοδόμημα αλλά φρόντισε να το θάψει άρον άρον θεωρώντας ότι είναι καλύτερη η... κατάχωση, άφησε στη μέση την ανασκαφή και άρχισε να ψάχνει στο Κάστρο, όπου δεν φαίνεται να βρήκε κάτι το σπουδαίο που να δικαιολογεί τη βιασύνη της κατάχωσης. Το τι και πώς είναι μια άλλη ιστορία που κινείται στο χώρο του... αυτονόητου αλλά εκφεύγει από την “πρόθεση” του σημερινού σημειώματος.
Ολα αυτά ως μια μεγάλη εισαγωγή στο επίμαχο θέμα, την ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής. Γιατί εφόσον συμβεί αυτό μπορούν να αποτελέσουν τη μοναδική εμφανή θέση της αρχαίας πόλης των Φαρών, φυσικά και σε κάποια από τις νεότερες φάσεις της ζωής της με βάση τα ευρήματα. Η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει την ασφαλή έκθεση των αρχαίων υπολειμμάτων στο φως και στα μάτια των ανθρώπων. Με όλη την επιφύλαξη σχετικά με την κατάσταση που μπορεί να βρίσκονται σήμερα οι αρχαιότητες που καταχώθηκαν, γιατί κανένας δεν γνωρίζει σήμερα κάτω από ποιες συνθήκες έγινε αυτό, αφού είχαν ήδη εκτεθεί για μήνες επί μηνών στις καιρικές συνθήκες (πολλοί παλιοί μαθητές θυμούνται λάσπες και λοξοδρομήσεις για να φθάσουν στα σχολεία τους). Γύρω από το θέμα αυτό αναπτύχθηκε τον τελευταίο καιρό μια πρωτοφανής κινητικότητα μέσα από τη δημιουργία της διαδικτυακής ομάδας “Σώστε τα αρχαία της Υπαπαντής” που αριθμούσε μέχρι την ώρα που γραφόταν το σημείωμα περισσότερα από 2.000 μέλη, στη μεγάλη πλειοψηφία Καλαματιανούς και άλλους συμπατριώτες κυρίως στην Αθήνα. Μέσα από αυτή δόθηκε βήμα και φωνή σε έναν κόσμο που “δεν φαινόταν” και η φωνή του χανόταν στις συμπληγάδες των στερεότυπων. Εδώ και χρόνια επιμένω στο θέμα της ανάδειξης των αρχαιοτήτων σε σημείο που είχα αρχίσει να αισθάνομαι “γραφικός” από τη μικρή ανταπόκριση. Για παράδειγμα έγραφα σε αυτή τη στήλη στις 6 Νοεμβρίου 2019: “Θεωρώ αυτονόητη την τοποθέτηση ότι καμία επέμβαση δεν πρέπει να γίνει στην πλατεία Υπαπαντής αν δεν προηγηθεί ανασκαφική έρευνα. Δημοτικοί σύμβουλοι, συλλογικότητες και πολίτες έχουν το λόγο, για να αποτρέψουν μια τεράστια δαπάνη για έργο καταστροφικό της ιστορίας μας. Αν θαφτούν για μια ακόμη φορά τα αρχαία κάτω από τις πλάκες, τότε η υπόθεση ανάδειξης της αρχαίας πόλης κλείνει για πολλές δεκαετίες, ίσως και οριστικά. Αν επιλεγεί αυτό ως τύχη τους, οι αρχαιότητες μπορεί να εκδικηθούν τον βανδαλισμό τους και να έρθουν στην επιφάνεια στη διάρκεια των εργασιών και να ακυρώσουν την ταφή τους, οπότε τέλος η χρηματοδότηση και η ανάπλαση”.
“Ακρα του τάφου σιωπή” τότε, αλλά τώρα η πρωτοβουλία πήρε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Γιατί απευθύνθηκε από τη δημιουργία της στους “καθημερινούς” ανθρώπους της πόλης παρακάμπτοντας τη διαμεσολάβηση “εκπροσώπων”. Οι πολίτες ανταποκρίθηκαν μαζικά στο ψηφιακό προσκλητήριο για συστράτευση. Το θέμα πλέον συζητείται σε ολόκληρη την πόλη, έχει δημιουργηθεί ένα ιστορικό – πολιτιστικό απόθεμα από τις αναρτήσεις στην ομάδα που αποτελεί “σχολείο” για αμέτρητους Καλαματιανούς και η φωνή των αρχαιοτήτων έπαψε να είναι σε κατάχωση. Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Πρώτος ο μητροπολίτης Χρυσόστομος τόνισε ότι είναι υπέρ της ανάδειξης των αρχαιοτήτων, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο από την πλευρά της Εκκλησίας η οποία είναι και... ιδιοκτήτρια του χώρου. Η κατηγορηματική τοποθέτηση του καθηγητή Πέτρου Θέμελη αποτέλεσε ένα “ποιοτικό άλμα” στη διεκδίκηση με το επιστημονικό του κύρος. Οι φωνές στο Δημοτικό Συμβούλιο που συντάχθηκαν με την επιδίωξη της πρωτοβουλίας έγιναν πολλές και η τοποθέτηση του προέδρου της Δημοτικής Κοινότητας Καλαμάτας Παν. Λύρα αφαίρεσε κάθε υποψία “πολιτικής σκοπιμότητας”. Ενώ η προχθεσινή δήλωση του πρώην δημάρχου και υπουργού Πολιτισμού Σταύρου Μπένου έθεσε τις βάσεις του εφικτού της ανάδειξης των αρχαιοτήτων, πέραν ασφαλώς της αυτής καθαυτής σημασίας που έχει. Από την άλλη πλευρά, μια (επιεικώς) ατυχής δήλωση του περιφερειάρχη Παν. Νίκα, με την αλαζονική συνεπικουρία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, είναι η μοναδική που τάσσεται υπέρ της κατάχωσης. Η σιωπή του δημάρχου και της πλειοψηφίας, πέρα από την προφανή αμηχανία και την έλλειψη πειστικών επιχειρημάτων, θέλω να ελπίζω ότι θα μεταβληθεί και θα συγχρονιστεί με τη φωνή της πόλης. Οταν κλείσει αυτή η ιστορία δεν θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Εκείνο που θα κριθεί είναι αν θα κερδίσει η πόλη τις αρχαιότητές της ή θα τις θάψει οριστικά. Η ιστορική ευθύνη καθενός από τους δημοτικούς συμβούλους είναι κάτι παραπάνω από προφανής και το βάρος της “ασήκωτο”...