Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020 12:34

Επί Τάπητος: Το μέλλον του διατηρητέου παρελθόντος της πόλης...

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: Το μέλλον του διατηρητέου παρελθόντος της πόλης...


Το θέμα των ερειπίων διατηρητέων της Καλαμάτας ήρθε και πάλι στην επιφάνεια προσφάτως με αφορμή τo τραγικό περιστατικό στη Σάμο, όταν τοίχος κατέρρευσε με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους ένας μαθητής και μια μαθήτρια του λυκείου.

Δημοτικοί παράγοντες έδειξαν να ανησυχούν, έγιναν αόριστες δηλώσεις για παρεμβάσεις, και επί της ουσίας εκφράστηκε αδυναμία παρέμβασης ακόμη και σε ετοιμόρροπα κτήρια που δεν είναι διατηρητέα.
Σκαλίζοντας το αρχείο βρήκα ένα κείμενο του 2008 (15/6) στην “Ελευθερία” όταν έγραφα μεταξύ πολλών: “Ο πρόσφατος σεισμός που έπληξε την Ηλεία και την Αχαΐα ξύπνησε μνήμες από την καταστροφή της Καλαμάτας. Μεγάλοι σεισμοί έχουν γίνει πολλοί τα τελευταία χρόνια, όχι όμως και καταστροφικοί. Οι εικόνες στις οθόνες των τηλεοράσεων παραπέμπουν σε ανάλογες που ζήσαμε στην Καλαμάτα, σε πολύ μικρότερη βεβαίως έκταση. Η μνήμη όμως δεν ανασύρει μόνον εικόνες, ανασύρει και προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν πριν από 22 χρόνια και ακόμη δεν έχουν αντιμετωπισθεί στο σύνολό τους. Το διαπιστώνει κανείς περπατώντας στους δρόμους της παλιάς πόλης, ανάμεσα στα ερείπια που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια κατοίκων και περαστικών. Η πρώτη σκέψη είναι τι μπορεί να γίνει σε περίπτωση ενός σεισμού που μπορεί να μην πειράξει τίποτε στην πόλη, αλλά είναι δυνατόν να οδηγήσει σε καταρρεύσεις τα κτήρια που ήδη στέκονται με το ζόρι όρθια. Οσο μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοια ορισμένα κτήρια από τα οποία έμειναν κάποια κομμάτια τοίχου για να θυμίζουν τι υπήρχε παλαιότερα στη θέση τους. Δεν πρόκειται για σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά για σκληρή πραγματικότητα με την οποία δυστυχώς δεν ασχολούνται εδώ και πολλά χρόνια τοπικοί άρχοντες και Πολιτεία”.
Περιττό να γράψω ότι δεν υπήρξε κανένα ενδιαφέρον όλα αυτά τα χρόνια και ως εκ τούτου θα ήταν χρήσιμο να επαναλάβω σκέψεις που έχω διατυπώσει και πάλι από αυτή εδώ τη στήλη. Για πολλά χρόνια τώρα, κοντά στα 30, το θέμα της διάσωσης και ανάδειξης των διατηρητέων αποτέλεσε “προσφιλές” θέμα της ενασχόλησης με την καθημερινότητα της πόλης, όταν διαπίστωσα ότι τα μέτρα που πάρθηκαν μετά τους σεισμούς εξάντλησαν τη δυναμική τους και φαίνονταν ανεπαρκή για να διασώσουν τον ανεκτίμητης αξίας πλούτο της πόλης. Διαπίστωση που έγινε ακόμη πιο καθαρή λίγα χρόνια αργότερα όταν πλέον εκτός από τη δυναμική των μέτρων εξαντλήθηκε και η δυναμική της “αγοράς”. Κάποια κτήρια που βρίσκονταν σε ζώνες με ιδιαίτερη εμπορική αξία ανακατασκευάστηκαν με την προσδοκία της αποπληρωμής του κόστους μέσα από τα έσοδα χρήσης τους. Τα υπόλοιπα παρέμεναν και στη μεγάλη πλειοψηφία παραμένουν ερείπια, περιμένοντας είτε το θαύμα για να αναστηθούν είτε ένα “τράνταγμα” για να σωριαστούν και να αποτελέσουν απλώς παρελθόν για την ιστορική και αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης.
Ολο αυτό τον καιρό επέμενα ότι είναι ανάγκη να αντιμετωπισθεί ως ειδικό κεφάλαιο της μετασεισμικής περιόδου η υπόθεση των διατηρητέων και να αναζητηθούν τρόποι και δρόμοι διάσωσης. Λυπάμαι να το γράψω αλλά έχω την αίσθηση ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 δεν έχει γίνει ποτέ συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο για το θέμα αυτό. Ούτε... για τα μάτια του κόσμου, για να φανεί ότι τέλος πάντων το βουλευόμενο σώμα της πόλης ανησυχεί, κάτι προσπαθεί να κάνει για τη σπουδαία αυτή υπόθεση. Μια αποτύπωση κάποιων κτηρίων, ορισμένες ιδέες για το θεαθήναι, κι από εκεί και ύστερα το απόλυτο χάος. Μόνο δικαιολογημένες φωνές για την επικινδυνότητα των ερειπίων που κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των πολιτών. Οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις αποτέλεσαν και το πρόσχημα είτε για κατεδαφίσεις είτε για αποχαρακτηρισμούς. Από εκεί και ύστερα όλοι περιμένουν... καρτερικά το επόμενο βήμα για τα υπόλοιπα. Ποίο θα είναι, άγνωστον...
Το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν κτήρια τα οποία έχουν ανακατασκευαστεί και άλλα που κρέμονται έστω με την ελπίδα να σωθούν, το οφείλουμε σε μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής με επικεφαλής το Στ. Μπένο, να ανατεθεί μελέτη για τα διατηρητέα που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από το σεισμό. Υπήρξε έτσι μια πλήρης καταγραφή των κτηρίων, αποτύπωση της θέσης τους με χρονολόγηση κατασκευής και μορφολογικά χαρακτηριστικά του καθενός. Ετσι μετά το σεισμό οι διαδικασίες κινήθηκαν ενωρίτερα από τις μπουλντόζες και εκατοντάδες κτήρια διασώθηκαν πληγωμένα από το σεισμό αλλά με ασπίδα προστασίας από τις κατεδαφίσεις. Και θα πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαιτέρως το γεγονός ότι μετά τους σεισμούς ο δήμος προχώρησε στην αγορά πολύ σημαντικών κτηρίων, σε μια προσπάθεια να τα προστατεύσει και να τα αναδείξει. Ενα πολύ μεγάλο ποσό που συγκεντρώθηκε στο δήμο ως ενίσχυση για την αποκατάσταση των ζημιών από τους σεισμούς διατέθηκε για τις αγορές αυτές. Ενώ με διάφορους τρόπους κρατικοί φορείς αγόρασαν κτήρια που περιήλθαν ουσιαστικά στην ιδιοκτησία του δήμου.
Ορισμένα από αυτά τα κτήρια ανακατασκευάστηκαν, φιλοξένησαν και φιλοξενούν σημαντικές δραστηριότητες της πόλης. Αρκετά χρησιμοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του δήμου πριν μετακομίσουν σε άλλα σημεία και τελευταίως στο νέο δημαρχείο. Κάποια έμειναν στη μέση και ανάλαβαν ουσιαστικά ιδιώτες να ολοκληρώσουν τις κατασκευές δίνοντας ζωή (όπως είναι η Συλλογή Παραδοσιακής Φορεσιάς “Βικτωρία Γ. Καρέλια”). Και δυστυχώς υπάρχουν ακόμη κτήρια δημοτικής ιδιοκτησίας που περιμένουν το “θαύμα” για να διασωθούν, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με ικριώματα προστασίας των πεζών και... περιτύλιγμα με πανιά για να κρυφτεί η ασχήμια στο κέντρο της πόλης.
Ακραίο δείγμα εγκατάλειψης αποτελεί το αρχοντικό Εφεσίων στην πλατεία Μαυρομιχάλη, το οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 πέρασε στην ιδιοκτησία του γαλλικού κράτους και στέγασε το Γαλλικό Ινστιτούτο. Δωρήθηκε στο δήμο μετά τους σεισμούς, και αυτός με τη σειρά του το παραχώρησε στο υπουργείο Πολιτισμού την εποχή που ήταν γενικός γραμματέας ο αείμνηστος Παναγιώτης Φωτέας με την ελπίδα ότι θα χρηματοδοτηθεί η αποκατάστασή του. Και στέκει ακόμη εκεί περιμένοντας την κρατική φροντίδα, με τις εξαιρετικές οροφογραφίες να κινδυνεύουν όλο και περισσότερο από τη φθορά του χρόνου. Στην ουσία κανένας από εκείνη την εποχή δεν ενδιαφέρθηκε παρά μόνον περιστασιακά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το αξιολογότερο ίσως κτήριο αυτής της κατηγορίας. Ισως να περιμένουν οι άρχοντες τους Γάλλους να... ευαισθητοποιηθούν και να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να κάνουν την μεγάλου κόστους πλέον επέμβαση. Από το υπουργείο Πολιτισμού δεν φαίνεται απολύτως τίποτε, είναι ζήτημα και αν γνωρίζουν την υπόθεση στην πολιτική ηγεσία του.
Αν βεβαίως κράτος και δήμος αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο σημαντικά κτήρια, μπορεί να σκεφθεί κανένας πώς μπορεί να αντιμετωπίσει το κόστος ένας ιδιώτης. Ο οποίος βεβαίως θα πρέπει να αναζητήσει σημαντικά ποσά, να τραβήξει έναν... γολγοθά με τις αναγκαίες διαδικασίες και να βρει τρόπο που θα αποσβέσει τη δαπάνη. Μόνο και μόνο για να μείνει στην ιδιοκτησία του. Θα ήταν ευχής έργον να ευοδωθούν κάποιες πρωτοβουλίες για ειδικές ξενοδοχειακές χρήσεις ορισμένων τέτοιων κτηρίων, αλλά θα το δείξει ο χρόνος. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν ισχύει η εξίσωση “διατηρητέο= πλούσιος ιδιοκτήτης”. Πολλά από τα παλιά κτήρια βρέθηκαν στην ιδιοκτησία ανθρώπων που δεν μπορούν στοιχειωδώς να τα συντηρήσουν και φυσικά δεν υπάρχει καμία προοπτική ανακατασκευής. Αλλωστε τα περισσότερα βρίσκονται σε μη “εμπορικές” περιοχές της πόλης και δύσκολα προσβάσιμες, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας δεν μπορεί να προσδοκά έσοδα ή, πολύ περισσότερο, την κατασκευή κατοικίας σε σημεία όπου τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν μπορεί ούτε να προσεγγίσει.
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα: Ενα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς σώθηκε και πρέπει να αναζητηθούν τρόποι ανάδειξής του. Ενα άλλο όμως καθόλου ευκαταφρόνητο μέρος έχει εγκαταλειφθεί, πολλές φορές χωρίς καμία ελπίδα ανακατασκευής, εκτός αν υπάρξει κάποιο γενναίο χρηματοδοτικό πρόγραμμα από την Ευρωπαϊκή Ενωση ή το ειδικό ενδιαφέρον κάποιου ιδιώτη που έχει τα μέσα να σώσει το κτήριο. Πριν από 12 χρόνια, στο άρθρο που προανέφερα έγραφα ότι υπάρχουν οι άνθρωποι που μπορούν να δημιουργήσουν ένα κίνημα με σύνθημα “Σώστε τα διατηρητέα πριν είναι αργά”, αρκεί να σηκωθούν από τον καναπέ και να αντιληφθούν ότι το μέλλον της πόλης είναι στα χέρια τους. Το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και σήμερα, με την ελπίδα αργά ή γρήγορα να συνειδητοποιηθεί η σημασία αυτής της υπόθεσης για το μέλλον μιας πόλης, της οποίας οι άρχοντες επαίρονται για την... ευρωπαϊκότητά της. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό το γεγονός πως δύο συλλογικότητες νέων ανθρώπων της πόλης ασχολούνται με την καταγραφή και ανάδειξη των διατηρητέων που έχουν να αφηγηθούν πολλά για την ιστορία της πόλης και των ανθρώπων της. Η εμπειρία από την κινητοποίηση για την διάσωση των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής είναι πολύτιμη. Αλλά θέλω να ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί μια νέα προσπάθεια για το αυτονόητο. Από τους δημοτικούς άρχοντες εξαρτάται και τις πρωτοβουλίες που θα πάρουν πέρα από τις ανέξοδες περιστασιακές δηλώσεις. Με πρώτη τη συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο, που δεν έχει γίνει εδώ και δεκαετίες...

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 18 Νοεμβρίου 2020 12:52