Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου 2022 19:58

Επί Τάπητος: Παραλία με “Π” κεφαλαίο...

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: Παραλία με “Π” κεφαλαίο...

 

Του Ηλία Μπιτσάνη

 

Υπάρχει ένας “μύθος” στο Νησί σχετικά με το δήμαρχο Στ. Τσούση, ο οποίος τη δεκαετία του 1950 προσπαθούσε να εξασφαλίσει πόρους για την κατασκευή έργων. Πήγε λοιπόν στο νομάρχη, παραπονέθηκε για τη μεταχείριση (δεν ήταν και αρεστός στην εξουσία) και ζήτησε να χρηματοδοτήσουν το δήμο. Ο νομάρχης λοιπόν του απάντησε ότι δεν έχει λεφτά για τους δήμους, αλλά μόνο για κοινότητες. Και ο δήμαρχος ατάραχος του απάντησε “τότε να μας κάνετε κοινότητα”. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το έργο και όχι το όνομα του θεσμού (πριν λίγο χρόνο είχε γίνει κατ’ εξαίρεση η κοινότητα δήμος “κατόπιν ενεργειών” του μεγάλου του αντιπάλου Δ. Κούτσικα). Πολλά χρόνια με τον ίδιο τρόπο και σε άλλες συνθήκες το ίδιο είχαν πει οι Παραλιώτες στην Καλαμάτα: Κάντε μας κοινότητα. Γιατί και τότε έργα ήθελαν οι άνθρωποι, αλλά ο δήμος φρόντιζε μόνον για την Καλαμάτα.

Και γράφω για την Καλαμάτα γιατί στο μεσοπόλεμο (και πολύ αργότερα), η Καλαμάτα και η Παραλία ήταν δύο διακριτοί οικισμοί σε απόσταση και δεν αποτελούσαν “πολεοδομικό συγκρότημα”. Ο “εποικισμός” της Παραλίας από πλούσιους για παραθερισμό (γνωστές άλλωστε οι “δίδυμες” κατοικίες οικογενειών στην πόλη και την Παραλία με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά) και η χρήση της ως “τόπου αναψυχής”, σημάδεψε και τη συνέχεια. Και μπορεί το τραμ να έφερε Καλαμάτα και Παραλία πιο κοντά στο γέρμα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, όμως και η απόσταση παρέμεινε και η Παραλία δεν πήρε χαρακτηριστικά πόλης αλλά “συμπληρώματος” της πόλης. Ετσι το αντιλαμβάνονταν τότε οι άρχοντες, άλλωστε και οι ίδιοι στη δημοτική πολιτική εξέφραζαν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων και αποτυπώνονταν στη σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου. Συμφέροντα που είχαν να κάνουν τόσο με τις χρηματοδοτήσεις των δημόσιων υποδομών και τη χωρική τους κατανομή, όσο και με τις αξίες των ακινήτων στις δύο περιοχές αλλά και τη μεταξύ τους σχέση. Ξεσηκώθηκαν οι Παραλιώτες και απαιτούσαν έργα υποδομής αρχικά και στη συνέχεια, και επειδή δεν ακούγονταν οι διαμαρτυρίες ζητούσαν να γίνουν κοινότητα. Το επέτρεπε άλλωστε ο νόμος, υπήρχαν δίπλα και τα Γιαννιτσάνικα τα οποία τότε δεν ενδιαφερόταν να τα “προσαρτήσει” ο δήμος. Για την ιστορία αυτή έχω γράψει και παλαιότερα, έχει ενδιαφέρον όμως να δούμε πώς αποτυπωνόταν “προγραμματικά” το αίτημα της δημιουργίας ανεξάρτητης κοινότητας.

Πρωταγωνιστής ήταν ένας γνωστός Καλαματιανός εκείνης της εποχής, με μεγάλη ιδιοκτησία στην Παραλία, ο Γεώργιος Κορφιωτάκης. Εχει ιστορικό και αυτοδιοικητικό ενδιαφέρον να δούμε την “προγραμματική διακήρυξη” για την απόσχιση, όπως αναφέρεται σε επιστολή του Κορφιωτάκη η οποία δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1923 στο “Θάρρος”. Δρόμοι σε κακή κατάσταση και έλλειψη φωτισμού, ένα θέμα που με διαφορετική μορφή απασχόλησε έντονα τις προεκλογικές αναμετρήσεις στο δήμο μέχρι και τη δεκαετία του 1970: «Ουδέποτε οι αρμόδιοι εσκέφθησαν κατά τι έστω διά την Παραλίαν, ουδέ περί απλής επιδιορθώσεως ή χαλικοστρώσεως των οδών, ένεκα του οποίου κυλιόμεθα εις τον βόρβορον λάσπης κατά το χειμώνα και εις τα σύννεφα κονιορτών το καλοκαίρι, ως τούτο ιδίως συμβαίνει επί της οδού Σανταρόζα της και μάλλον χρησιμοποιουμένης εφ’ ης δεν υπάρχει ουδέ εις φανός, καθώς και επί του μικρού τμήματος της ανατολικής πλευράς της Δεξαμενής όπου και η διέλευσις της τροχιοδρομικής γραμμής».

Φαντάζει σήμερα αστείο αλλά η περιγραφή για τις συνέπειες που είχε η έλλειψη δημοτικού αποχωρητηρίου στην Παραλία είναι γλαφυρή και κατατοπιστική: «Το άπαντον της Παραλίας παλαιόθεν υπήρξεν εν αποχωρητήριον η έλλειψις του οποίου κατ’ επανάληψιν υπεδείχθη και παρεστάθη τοις αρμοδίοις αλλά με όλας τας επιμόνους προσπαθείας μας δεν κατωρθώσαμεν να επιτύχωμεν την εκτέλεσιν του ευεργετικού δι’ ημάς τούτου έργου. Πόσα ατμόπλοια και νυν υπερωκεάνια προσεγγίζουν εις τον λιμένα μας με πολυαρίθμους επιβάτας, ημεδαπούς τε και ξένους και όμως δεν υπάρχει εν αποχωρητήριον διά να καταφύγη τις εξ αυτών εις επείγουσαν στιγμήν ανάγκης. Απειρος κινητός πληθυσμός κινείται καθ’ εκάστην εν τη Παραλία και αρκετοί ναυτιλόμενοι χωρίς να έχωσιν να προσφύγωσιν προς θεραπείαν της ανάγκης των. Αλλά και οι εγκατεστημένοι εν τη Παραλία κάτοικοι οι πλείστοι των οποίων είναι φερέοικοι και άστεγοι προστιθέμενον δε και το πλήθος των εργαζομένων και νυν των προσφύγων αποτελούσιν έναν κόσμον αρκετά ογκώδην. Κανέν δε μαγαζείον εκ των επί της Παραλίας συχναζομένων έχει αποχωρητήριον. Επί τη προϋποθέσει ταύτη είναι εύκολον να φαντασθή τις το συμβαίνον. Ολαι αι μάνδραι των οικιών μας, φράκται και χάνδακες χρησιμεύουσιν ως αποχωρητήρια. Γέμουσι ακόμη ακαθαρσιών και οι επί του αντιβραχίονος ογκόλιθοι. Ερωτώμεν. Κινδυνεύομεν από λοιμώδη τινά νόσον ναι ή όχι; Και εν τούτοις απέλιπεν ημίν πάσα ελπίς αναμενόντων την επιτέλεσιν του σωτηρίου τούτου έργου».

Η επιστολή έθετε και μια αναπτυξιακή διάσταση για την Παραλία που “παίζει” με άλλο τρόπο και σήμερα στη συζήτηση: «Πόσον θα ευηργέτη την Παραλίαν και ολόκληρον την πόλιν των Καλαμών η επέκτασις της προκυμαιακής λεωφόρου “Ναυαρίνου” ευθυγράμως και παραθαλασσίως συναντώσα την εθνικήν οδόν Λακωνικής εις το σημείον της γεφύρας του Ξερίλα. Επειδή δε δεν παράκεινται επ’ αυτής τεχνικά έργα προς κατασκευήν αλλ’ απλή σκυρόστρωσις και η δαπάνη ταύτης θα ήτο μικρά, ίσως άλλοτε να έφθαναν το πολύ τας 50.000 δραχμάς διά τας οποίας έδει να συντρέξη και το Δημόσιον εάν δεν ανελάμβανεν (διά καλής ενεργείας) αυτό το ίδιον την όλην δαπάνην ως αποτελούσης ταύτης τμήμα της εθνικής οδού Λακωνικής. Μετά δεν την κατασκευήν ταύτην αναμφιβόλως θα ηκολούθουν από τα άνωθεν λαμπρά κτήματα και περιβόλια κάθετοι οδοί επ’ αυτής και ούτως θα εξωραΐζετο και το μέρος αυτό των κτημάτων το οποίον είναι ήδη συγκεκολλημένον, και θα διηρείτο εις τμήματα και εις οδούς δι’ ων θα διήρχοντο αμάξια και αυτοκίνητα και ίσως θα επεκτείνετο και η τροχιοδρομική γραμμή μέχρι Αλμυρού. Τι θα ήτο η παραθαλασσία αύτη οδός με τοιαύτην μαγευτικήν άποψιν και τοιούτον μέτωπον και τόσον ωραία περιβόλια. Αμφιβάλλω αν όμοια θα είχεν να επιδείξει καμμία Ευρωπαϊκή πόλις, αναμφιβόλως όμως θα ήτο πολύ υπερτέρα από τα Λεχώνια του Πηλίου. Πέπεισμαι ότι θα επέδρα και επί της εξευγενίσεως των ηθών των άνωθεν ταύτης κατοίκων. Θα αναπνέωμεν και ημείς έναν τόσον καθαρόν ζωηφόρον αέρα, και ιδίως διά τον παιδικόν κόσμον θα ήτο μεγάλη ευεργεσία. Συνεννουμένη δε μετά της εθνικής οδού Λακωνικής των Γιαννιτσανίκων θα απετέλουν έναν τερψίθυμον περιφερειακόν αμαξιτόν περίπατον του οποίου τόσον έχομεν ανάγκην ως στρερούμενοι παντάπασι τοιούτου. Και όμως αν και προς επιτέλεσιν του ωραίου αυτού έργου τοσαύτα ελέχθησαν και εγράφησαν και μελέται και σχέδια εγένοντο απέβησαν μάτην και αι ελπίδες και προσπάθειαί μας φρούδαι».

Ομως ο Κορφιωτάκης δεν έβλεπε μόνον την Ανατολική, αλλά και τη Δυτική Παραλία: «Προκειμένου άλλοτε περί πραγματοποιήσεως δημοτικού δανείου ητησάμεθα και ημείς οι Παραλιώται δι’ αναφοράς μας προς το δημοτικόν συμβούλιον την διώρθωσιν των επί της Δυτικής Παραλίας εγκαρσίων οδών Πύλου και Μεθώνης και της πυκνής συνοικισμένης ωραίας αληθώς οδού της Αναλήψεως (σ.σ. Η σημερινή Ευαγγελιστρίας) με επέκτασιν ταύτης πέραν του χειμάρρου Νέδοντος μετά κατασκευής γεφύρας τινός προηγουμένως ίνα διαπορεύονται οι εκείθεν του χειμάρρου ιδιοκτήται πολυτίμων κτημάτων ανθρωπίνως και ουχί ως νυν διέρχονται διά της κοίτης επί δοκών δίκην ναυαγών. Αλλ’ ατυχώς έμειναν και αύται μόνον ως ευχαί».

Κεντρικό θέμα, η απουσία πλατείας. Σε αυτή που προβλεπόταν χτίστηκε το Τελωνείο και ουδέποτε υλοποιήθηκε η υπόσχεση για μεγάλη πλατεία στο τέρμα της Φαρών, με συνένωση οικοπέδων που προσέφεραν κάποιοι περίοικοι και της λιμενικής ζώνης: «Μετά την κατάργησιν της πλατείας της Δεξαμενής, της και μοναδικής της πόλεως Παραλίας, διά της ανεγέρσεως ως μη ώφειλεν επ' αυτής του Τελωνειακού καταστήματος, επεβάλλετο ο σχηματισμός νέας τοιαύτης και εδέησεν κατόπιν αναφοράς μας προς το Δημοτικόν Συμβούλιον, ν’ αναγνωρισθή η ανάγκη της και ψηφισθή τοιαύτη ήτις εάν επετελείτο θα καθωράιζεν την Παραλίαν και την πόλιν των Καλαμών. Αλλ’ ατυχώς έμεινεν μόνον εν σχεδίω».

Ο επιστολογράφος θεωρεί ότι η Καλαμάτα χωρίς την Παραλία είναι... χωριό: «Και όμως είναι μηδέν αι Καλάμαι άνευ της Παραλίας, είναι απλούν χωρίον, η Παραλία είναι το μέτωπον της πόλεως, η Παραλία στολίζει τας Καλάμας, την Παραλίαν ζηλεύει ο ξένος κόσμος όστις βλέπει με φακόν προοιωνίζον το μέλλον μεγάλης πόλεως». Και μετά από αυτά καταλήγει με κάλεσμα σε κινητοποίηση, προκειμένου η Παραλία να γίνει χωριστή Κοινότητα (όπως η Παραλία Κυπαρισσίας) καθώς η προοπτική συνένωσης με την πόλη φαινόταν πολύ μακρινή, αφού αυτή επεκτεινόταν δυτικά και αναλογικά με τα αυθαίρετα που είχαν αρχίσει να σχηματίζουν νέες συνοικίες: «Να κινηθώμεν και ημείς και ζητήσωμεν να αποτελέσωμεν ιδίαν Κοινότητα ανεξάρτητον της άλλης πόλεως παρ’ ής εγκαταλείφθημεν ασπλάχνως, καθόσον μάλιστα δικαιολογεί τούτο και η μακρά από την πόλιν απόστασίς μας, την οποίαν ουδέ αιώνες θα αρκέσουν να ενώσωσι. Πλάνη δε και ουτοπία και πρόσχημα είναι η ένωσις την οποίαν μας προτάσσουν διά να μας βαυκαλίζωσι με τέτοιαν χίμαιραν και μας κρατώσι εις νάρκην και αναμένομεν καχηκότες την ένωσιν, αφού είναι εξώφθαλμον πως η πόλις μας ανοίγεται εις τας άλλας αυτής πλευράς του χειμάρρου».

Ακολούθησαν μήνες αντιπαράθεσης για το θέμα αυτό και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1923 ανακοινώθηκε συγκέντρωση στην εκκλησία της Ανάληψης για το θέμα. Η οποία δεν πραγματοποιήθηκε γιατί οι οργανωτές δεν είχαν ζητήσει άδεια από τον... στρατιωτικό διοικητή. Και σιγά-σιγά καταλάγιασε και η οργή των Παραλιωτών που ζούσαν στην πραγματικότητα σε “άλλη πόλη”. Εθεταν όμως ζητήματα τα οποία αν είχαν αντιμετωπισθεί από τότε, ίσως τα πράγματα σήμερα να ήταν πολύ διαφορετικά. Ομως ακόμη και σήμερα η Παραλία αντιμετωπίζεται ως “τόπος αναψυχής” παρά το γεγονός ότι αποτελεί κυρίως περιοχή κατοικίας, κάτι που ξεχνούν εκείνοι που σχεδιάζουν τις επεμβάσεις. Οι οποίες δεν έχουν ως στόχο τον άνθρωπο αλλά τον “ευρωφόρο” τουρίστα. Η τσιμεντοποίηση της ιστορικής περιοχής του “Πανελλήνιου”, η “κατάληψη” της ακτής του προλιμένα, η ομπρελοποίηση της παραλιακής ζώνης φαντάζει ως το μέλλον της “προίκας” που έδωσε η φύση στην πόλη και οι άρχοντές της “την παίζουν στα ζάρια”…

* Και μια σημείωση: Οταν αναφερόμαστε σε Παραλία το γράφουμε με “Π” κεφαλαίο, ακριβώς γιατί στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι οικισμός με κατοίκους, και όχι με πεζό που αναφέρεται στην ακτή και σηματοδοτεί το χαρακτήρα ως ζώνη αναψυχής.