Εκ του αποτελέσματος βεβαίως επί εδάφους υλοποιούν εκείνο που “τους κόβει η κούτρα τους” και υποδεικνύουν οι συμβουλάτορες και ενδιαφερόμενοι να καρπωθούν κάτι από κάθε παρέμβαση. Ως εκ τούτου “τσιμέντο να γίνει”, αρκεί να ικανοποιηθούν εκείνοι που ποντάρουμε ότι θα στηρίξουν την επανεκλογή μας.
Εχουμε όμως δικαίωμα και οι πολίτες να “οραματιζόμαστε” την πόλη του μέλλοντος. Που πιστεύουμε ότι τα τσιμέντα, οι πλάκες, η κακοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, η περιφρόνηση στην αισθητική, η υπονόμευση της έννοιας του δημόσιου χώρου, συνιστούν τη μέγιστη απειλή για το μέλλον του τόπου και των ανθρώπων του. Το κακό της ιστορίας είναι πως όλος αυτός ο κόσμος παραμένει σιωπηλός και μακριά από τα κέντρα εξουσίας, “εκτονώνεται” στο πλαίσιο της παρέας, δεν διεκδικεί ρόλο στα δημόσια πράγματα. Ενας ρόλος που φυσικά και δεν εξαντλείται στη συμμετοχή στα λεγόμενα “δημοτικά πράγματα”, αλλά επικεντρώνεται κυρίως στη διαρκή δημόσια παρέμβαση και κινητοποίηση για μια άλλη πορεία στις υποθέσεις του τόπου και της κοινωνίας. Εχω πλήρη συναίσθηση ότι αυτό το “όραμα” είναι πολύ μακρινό σε μια κοινωνία που κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη αντίληψη του “εγώ” ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίοι τον απορρίπτουν διαρρήδην. Και αυτό δεν συνιστά αντίφαση αλλά αναγνώριση μιας πραγματικότητας. Κανένας δεν βρίσκεται σε θερμοκήπιο, όλοι δέχονται τις ίδιες επιδράσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας η οποία διαχέεται με κάθε τρόπο στην κοινωνία από τους μηχανισμούς επηρεασμού της. Από την τηλεόραση μέχρι το διαδίκτυο και τα “πρότυπα” που προβάλλονται, τα γεγονότα που προτεραιοποιούνται, την αισθητική που καλλιεργείται. Η διαφορά έγκειται στην αντίδραση αλλά πολλές φορές στο βάθος επηρεάζουν συμπεριφορές και αντιλήψεις. Η απουσία συλλογικοτήτων που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν αυτό τον κόσμο ως αντίβαρο στην κυρίαρχη αντίληψη, είναι αποτρεπτική για την ενεργοποίηση ενός κόσμου που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Μέχρι τότε οι δυνάμενοι οφείλουν να μιλούν, να επισημαίνουν, να προτρέπουν σε δράση.
Αλλά από το “γενικό και αόριστο” ας προσγειωθούμε στο καθημερινό και χειροπιαστό. Να γράψω και εγώ το δικό μου όραμα για την παραλιακή ζώνη. Γιατί πιστεύω από τη μια πλευρά ότι προτεραιότητα θα πρέπει να έχει η ποιότητα ζωής στην πόλη και από την άλλη ότι η πόλη χρειάζεται ένα “σήμα κατατεθέν” που θα την διαφοροποιεί από άλλες οι οποίες έχουν ανάλογα χαρακτηριστικά. Τραπεζοκαθίσματα, ομπρέλες, ακαλαίσθητες κατασκευές που κακοποιούν το περιβάλλον και… θάλασσα έχουν πολλές και για τη χώρα μας δυστυχώς είναι ο κανόνας. Προσωπικά και πολλοί ακόμη θα θέλαμε να ζούμε σε μια πόλη με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Με μια μεγάλου μήκους ζώνη στην οποία θα περπατούσαν αμέριμνα και ανεμπόδιστα οι άνθρωποι, θα κυκλοφορούσαν τα ποδήλατα και τα πατίνια στη δική τους ζώνη, η ακτή θα είχε φυσική σκίαση συμβατή με το περιβάλλον, τα τραπεζοκαθίσματα θα ήταν μπροστά από τα καταστήματα και θα υπήρχε μια οριοθετημένη λωρίδα στην οποία θα κυκλοφορούσαν συρμοί τραμ ή οικολογικά λεωφορεία. Ο κόσμος από την πόλη θα έφθανε εκεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, θα απλωνόταν ελεύθερα στην ακτή και θα επέλεγε αν ήθελε κατάστημα για καφέ, φαγητό ή ποτό. Εκείνοι που θα προτιμούσαν το δικό τους αυτοκίνητο, θα παρκάριζαν εφόσον υπήρχε διαθέσιμος χώρος. Η διάνοιξη των δρόμων θα μπορούσε να βοηθήσει και στην υποδοχή και στην κατανομή της κίνησης. Σε έναν πιο προχωρημένο “οραματισμό” θα μετακόμιζε το Εθνικό Στάδιο. Θα πήγαινε στους χώρους του στρατοπέδου πλαισιωμένο από ένα αθλητικό καμπ. Στη θέση του θα γινόταν ένα μεγάλο υπόγειο πάρκινγκ και πάνω από αυτό η πλατεία που λείπει από την Παραλία. Σταδιακά θα γινόταν περιμετρικά η οργάνωση ενός “κέντρου” που θα φιλοξενούσε εμπορικές δραστηριότητες και ψυχαγωγία.
Κάπως έτσι η Παραλία θα γινόταν “πόλη”. Ναι, γιατί σήμερα δεν είναι πόλη παρά το γεγονός ότι έχει πυκνοκατοικηθεί και φιλοξενεί πλήθος κατοίκων. Σήμερα είναι “τόπος αναψυχής” για λίγους μήνες και μετά… πέφτει ερημιά. Η ακτή σε ρόλο “αποθήκης” για τις καλοκαιρινές κατασκευές, κλειστά καταστήματα και σκοτάδι, ερημιά σε πολύ μεγάλη έκταση. Μηδέν εμπορική κίνηση, λίγα καταστήματα τροφίμων, ολίγη ψυχαγωγία και εστίαση, ελάχιστος κόσμος στους δρόμους. Φαινόμενα που παρατηρούν καλύτερα εκείνοι που μένουν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή, αλλά δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από μια νυχτερινή βόλτα για να το διαπιστώσει ο καθένας. Η αιτία είναι γνωστή από τον… μεσοπόλεμο. Τότε που οι Παραλιώτες (έτσι αλληλοαποκαλούνται και σήμερα οι… γηγενείς) είχαν βγει στους δρόμους και ζητούσαν να γίνουν “Κοινότητα” προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα υποδομών στην περιοχή τους. Και ένα από τα κεντρικά αιτήματα ήταν η δημιουργία πλατείας, καθώς όπως έλεγαν δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο μικρός ή μεγάλος οικισμός χωρίς πλατεία, γιατί έτσι δεν υπάρχει “κέντρο”, εμπορική και ψυχαγωγική δραστηριότητα για τους κατοίκους.
Η μοναδική πλατεία που είχε διασωθεί από το σχέδιο του 1905 ήταν αυτή του Τελωνείου που εκτεινόταν σε όλο το χώρο του Πάρκου Λιμενικού, αλλά την... έφαγε το Τελωνείο στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι κάτοικοι πρόσφεραν οικόπεδα στην απόληξη της Φαρών και πρότειναν να ενοποιηθούν με το χώρο της προβλήτας για να γίνει μια μεγάλη πλατεία, αλλά η φωνή τους δεν εισακούστηκε ποτέ. Και η στάση της “πόλης” και των ανθρώπων της σημάδεψε την τύχη και το μέλλον της Παραλίας. Η οποία σε όλες τις μεταρρυθμιστικές πολεοδομικές αλλαγές χαρακτηρίστηκε ως απέραντο οικόπεδο κατασκευής πολυκατοικιών. Χωρίς προβλέψεις για θέσεις στάθμευσης και εμπορικό κέντρο.
Η διαχείριση από τους “τιμονιέρηδες” της πόλης είναι απελπιστική. Τσιμέντα και πλακοστρώσεις μέχρι τη θάλασσα, αποσπασματικές (και ως εκ τούτου προβληματικές) παρεμβάσεις, σταδιακή καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, καμιά φροντίδα για “πράσινη ανάπλαση” ακόμη και στη ζώνη της ακτής. Κανένα σχέδιο για το μέλλον, γενική αρχή του “όπου κάτσει” και παραπομπές των ριζικών επεμβάσεων για το μέλλον. Πλακοστρώσεις στο πάλαι ποτέ “Πανελλήνιον” και κατασκευές, ανάπλαση-μονοδρόμηση 150 μέτρων, πεζοί και ποδήλατα “αγκαλιά” σε μια στενή τελικά λωρίδα. Το φυσικό περιβάλλον “εξορίζεται” βήμα-βήμα στην περιοχή του προλιμένα, χώμα, άμμος και δέντρα ενοχλούν παράγοντες και… αυτοκίνητα. Το κυκλοφοριακό της Ναυαρίνου μπορεί να χτυπήσει… βαθύ κόκκινο και μωβ το καλοκαίρι εξαιτίας μιας ανάπλασης που γίνεται χωρίς καμία λογική δικαιολογητική βάση. Ηδη από τώρα παρατηρούνται ουρές στην Ακρίτα καθώς η διοχέτευση της κίνησης προς αυτή “φρακάρει” τα αυτοκίνητα στην Κρήτης.
Το καλοκαίρι πολύ φοβάμαι ότι θα γίνεται πανικός, που θα διοχετεύεται και στους μικρούς δρόμους της περιοχής. Η περιοχή μετά την Ανάσταση έχει μεταβληθεί σε λωρίδα “μονομαχιών” πεζών και ποδηλατιστών καθώς δεν υπάρχει κανονιστική διάταξη και ξεχωριστή ζώνη για τα ποδήλατα. Εκτός από τους καθημερινούς καβγάδες μετά το χειμώνα που πυκνώνει η κίνηση και ιδιαίτερα το καλοκαίρι, δημιουργούνται καθημερινά κίνδυνοι ατυχημάτων. Για το δρόμο δεν το συζητούμε, καμία ειδική ρύθμιση, κανένας έλεγχος ακόμη και το καλοκαίρι. Ολα αυτά οι αρμόδιοι φαίνεται ότι τα θεωρούν στοιχεία “ευρωπαϊκής πόλης” και μάλιστα “κλιματικά ουδέτερης” με brand name που θα κάνει τους τουρίστες να έρχονται τρέχοντας για να την απολαύσουν. Και μετά φταίμε εμείς οι “μίζεροι” που δεν καταλαβαίνουμε από μικροπολιτικά παιχνίδια και θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει το αυτονόητο.
Και το αυτονόητο είναι η πολιτική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει μια ριζική ανάπλαση στην παραλιακή ζώνη, η προκήρυξη με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά διεθνούς διαγωνισμού που θα ικανοποιεί τις συμφωνημένες προδιαγραφές, και σχέδιο υλοποίησης της μελέτης που θα προκριθεί. Μια ανάπλαση που δεν θα περιορίζεται στις “χρήσεις” της Ναυαρίνου αλλά θα περιλαμβάνει δράσεις και έργα που μπορούν να απορροφήσουν (όσο είναι δυνατόν) τους κραδασμούς από την εφαρμογή της μελέτης και να επανασχεδιάσουν την “πόλη της Παραλίας” ως συζυγή με αυτή της Καλαμάτας. Σε μια νέα κοινωνική και οικιστική ισορροπία. Οταν τα αυτονόητα τα υποστηρίζουν… “ονειροπαρμένοι” της “παλαιολιθικής εποχής” και όχι εκείνοι που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της πόλης.