Η δημιουργία της ομάδας με αυτό το όνομα έχει ως σκοπό να επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο αυτή την υπόθεση και να συμβάλει, έτσι ώστε να ξεκινήσει μία ουσιαστική προσπάθεια για τη διάσωση και ανάδειξη του μοναδικού αυτού στοιχείου ιστορικής μνήμης του γενέθλιου τόπου.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ιστορικότητα του τόπου, η οποία είναι σημαντική για τον χαρακτηρισμό των ερειπίων του κτηρίου. Ο συμπατριώτης σπουδαίος ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς αναφέρει ότι στο Νησί υπήρχε «σκάλα», δηλαδή μικρό λιμάνι, ήδη από τον 18ο αιώνα. Μέσα από αυτό άρχισαν να αναπτύσσονται οι εξαγωγές προϊόντων της ευρύτερης περιοχής σε διάφορες χώρες.
Τελωνειακό φυλάκιο υπήρχε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, καθώς αναπτύσσονταν οι εξαγωγές και η θέση του προσδιορίζεται σε εκείνο το σημείο. Εκεί κατέληγε ο δρόμος - μονοπάτι που ακολουθούσε το «φρύδι» της λοφοσειράς που υψώνεται στη δυτική πλευρά του σημερινού δρόμου. Ανατολικά υπήρχε βάλτος και ήταν αδύνατη η διέλευση με τα πόδια ή με άμαξες. Όπως φαίνεται με κάποιο τρόπο είχε δημιουργηθεί ένας μικρός δρόμος από εκεί που τελειώνουν οι λοφοσειρές μέσα από το βάλτο μέχρι την ακτή. Το «ίχνος» αυτού του δρόμου από το Νησί μέχρι την Παραλία ακολουθεί και ο σημερινός. Το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι στην Μπούκα αποβιβάστηκε τον Ιούλιο του 1828 ο κυβερνήτης Καποδίστριας, ο οποίος περνώντας από το Νησί και τη Μικρομάνη («διέβη διά των ερειπίων Νησίου και Μικρομάνης») έφθασε στου Φρούτζαλα, τη σημερινή Θουρία, όπου βρισκόταν η «πρωτεύουσα» κατά έναν τρόπο της Κάτω Μεσσηνίας, καθώς ήταν έδρα του έκτακτου επιτρόπου.
Από τότε πολλές σημαντικές προσωπικότητες έφθασαν στο Νησί μέσα από το πρόχειρο λιμάνι της Μπούκας. Θρυλείται ότι από αυτό αναχώρησε ο Οθωνας μετά την έξωση, αλλά δεν έχω συναντήσει γραπτή πηγή που να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως πολλές φορές έφθασε εδώ ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, προκειμένου να μεταβεί είτε στο αρχοντικό και τα κτήματα στην Ευαγγελίστρια, είτε σε άλλες περιοχές περνώντας πάντα από το Νησί. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ακτοπλοϊκή σύνδεση του Πειραιά με το Νησί διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 1914, όπως προκύπτει από τις ανακοινώσεις των δρομολογίων.
Το Τελωνείο εκείνες τις εποχές στεγαζόταν σε κάποιο πρόχειρο κτίσμα και η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι διασώζεται στα ΓΑΚ το βιβλίο των «Τελωνειακών δικαιωμάτων του Τελωνείου Νησίου» του 1833, πριν δημιουργηθεί ακόμη τελωνειακή υπηρεσία. Τα σχετικά έγγραφα υπογράφουν Νησιώτες με σημαντική παρουσία στα επαναστατικά χρόνια, οι δημογέροντες Κωνσταντίνος Καλαμαριώτης, Π. Μιχαλακόπουλος και Αναγνώστης Βρεττός. Οι εξαγωγές αφορούσαν κυρίως κρασί (μερικές φορές μαζί με ρακί, τσίπουρο δηλαδή) και σύκα, ενώ υπάρχουν εγγραφές για σταφίδα, λάδι, μετάξι, καπνό και βελανίδια (λίγα χρόνια αργότερα συναντάμε και φορτία με… βδέλλες). Στις εισαγωγές έχουμε σίδηρο, πρόκες, τάβλες, σαρδέλες (και γενικά αλίπαστα). Υπάρχουν πληροφορίες για τους εμπόρους, τους καπεταναίους, τις… σημαίες των πλοίων, στοιχεία του φορτίου, προορισμό ή προέλευση, την αξία του φορτίου και τα τελωνειακά δικαιώματα. Η τελωνειακή υπηρεσία δημιουργήθηκε το 1833 και στη θέση του «επιστάτη» τοποθετήθηκε ένας άλλος οπλαρχηγός της Επανάστασης, ο Εμμανουήλ Δαρειώτης. Με έναν ορισμένο τρόπο στο σημείο αυτό διακρίνουμε όχι μόνο την ιστορικότητα του τόπου αλλά και τη σύνδεσή του με πρόσωπα, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Ενώ μέσα από τις εξαγωγές και τις εισαγωγές αντιλαμβανόμαστε το ρόλο του μικρού λιμανιού της Μπούκας στην οικονομία της περιοχής.
Μικρό και πρόχειρο το λιμάνι (όπως και αυτό της Καλαμάτας εκείνη την εποχή), αλλά σημαντικό και για τα δημόσια έσοδα. Και για τον λόγο αυτό ήδη από το 1835 γίνεται «απόπειρα» κατασκευής τελωνείων ταυτόχρονα και στην Καλαμάτα αλλά και στο Νησί. Στα ΓΑΚ υπάρχει φάκελος με τίτλο «Κτήρια Τελωνείου στην Καλαμάτα και Νησί», ο οποίος είναι ελλιπής και… δυσανάγνωστος, αλλά σε ένα σημείο διαβάζουμε ότι εγκρίνονται τα οδοιπορικά λοχαγού και ανθυπολοχαγού «διά την υπόθεσιν των εις Νησίον και Καλαμάταν κατασκευσθησομένων τελωνειακών καταστημάτων». Τελωνειακά καταστήματα δεν κατασκευάστηκαν, αλλά δεν δίνονται πληροφορίες αν είχε εκπονηθεί μελέτη με τα δεδομένα της εποχής για τα κτήρια που επρόκειτο να κατασκευαστούν. Τελικά όμως μετά από δεκαετίες κατασκευάστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα τελωνεία στην Καλαμάτα και το Νησί.
Στην Καλαμάτα το Τελωνείο κατασκευάστηκε το 1863 (η παλιά Ντουάνα στην απόληξη της Φαρών) και στο Νησί δύο χρόνια αργότερα, το 1865. Η κατασκευή εκείνη τη χρονολογία τεκμηριώνεται απόλυτα, καθώς υπάρχει το εργολαβικό γι’ αυτό αρχειοθετημένο στα ΓΑΚ Μεσσηνίας. Το ανακάλυψε ο φίλος (και άλλοτε ανώτερος τελωνειακός υπάλληλος) Γιώργος Παυλάκης και προσέφερε στην προσπάθεια που κάνουμε για τεκμηρίωση της χρονολόγησης και ιστορικότητας των ερειπίων. Η βεβαιότητα για τη χρονολογία επισκευής προκύπτει από το γεγονός ότι υπάρχει και δεύτερο συμφωνητικό δύο χρόνια αργότερα, με το οποίο προβλέπεται εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών «εις το ανεγερθέν εν τη Παραλία Νησίου τελωνειακόν κατάστημα». Στο εργολαβικό κατασκευής γίνεται πλήρης καταγραφή των εργασιών που θα έπρεπε να γίνουν, ο αριθμός των δωματίων και των αποθηκών, η κατασκευή εστιών για θέρμανση και μαγείρεμα κ.λπ. Πολλά από τα στοιχεία που περιγράφονται μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο οδηγό για την «αναπαράσταση» του κτηρίου, εφόσον διασωθούν τα υπάρχοντα ερείπια και γίνουν ανασκαφικές εργασίες.
Σήμερα υπάρχουν μόνο ερείπια ενός τμήματος και είναι ό,τι απέμεινε από τις καταστροφές. Στο Τελωνείο έγιναν για πρώτη φορά καταστροφές το 1874, οι οποίες αποκαταστάθηκαν με νέα εργολαβία, της οποίας υπάρχει το συμφωνητικό. Η μείωση των εξαγωγών είχε σαν αποτέλεσα και την απαξίωση του κτηρίου το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επισκευών, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του προέδρου της Λιμενικής Επιτροπής Μεσσήνης Μιχ. Τσερπέ με τις αρμόδιες υπηρεσίες το 1934, την οποία διέσωσε ο φίλος συμπατριώτης Γιάννης Πλατάρος. Το τελειωτικό όμως χτύπημα το έδωσαν τα στρατεύματα κατοχής το καλοκαίρι του 1944. Οι Γερμανοί φοβούμενοι πιθανή απόβαση των Συμμάχων στον Μεσσηνιακό, το ανατίναξαν και μαζί του τις εκκλησίες της παραλιακής ζώνης και ένα πέτρινο παραθαλάσσιο σπίτι. Ενώ τοποθέτησαν πυροβολεία στο λόφο πάνω από την Μπούκα. Στα χρόνια που ακολούθησαν αποσπάστηκε από τα ερείπια ό,τι ήταν χρήσιμο για τις οικοδομές (αγκωνάρια) και σήμερα είναι πλέον ετοιμόρροπο. Τα νεότερα χρόνια άγνωστοι έκλεψαν και το κανονάκι που βρισκόταν στο χώρο του και είχε μεταφερθεί για έκθεση σε κοντινό παρτέρι.
Νομίζω πως αυτή η μικρή αναφορά τεκμηριώνει πλήρως το αίτημα του χαρακτηρισμού του εναπομείναντος κτηρίου ως διατηρητέου, όσο και την αναγκαιότητα να κινηθούμε όλοι ταχύτατα και αποφασιστικά για τη διάσωσή του. Θεωρώ ότι ο δήμος πρέπει άμεσα να προχωρήσει στην πλήρη φωτογραφική, τοπογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι για να διασωθεί το τμήμα αυτό του κτηρίου σε ενδεχόμενη καταστροφή, αφού θα υπάρχει πλήρης αποτύπωση. Και ο δεύτερος, η αποφασιστική υποστήριξη του αιτήματος χαρακτηρισμού προς τις αρμόδιες υπηρεσίες. Είναι σαφές ότι το αίτημα αγκαλιάζει όλους τους Νησιώτες. Η νίκη θα είναι του τόπου και των ανθρώπων του. Η ομάδα «Το Τελωνείο είναι μνημείο» δημιουργήθηκε αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Θα στηρίξουμε κάθε προσπάθεια του δήμου ή οποιουδήποτε άλλου φορέα σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν έχουμε σκοπό να εμπλακούμε στη δημοτική αντιπαράθεση ενόψει των εκλογών, αλλά αντιθέτως να φέρουμε στο επίκεντρο αυτό το θέμα και να ενώσουμε όλες τις δυνάμεις του τόπου. Για να γίνει το Τελωνείο σημείο αναφοράς της ιστορικότητας του τόπου που αναζητεί και πάλι διέξοδο με διαφορετικό τρόπο προς την παραλιακή ζώνη. Και μπορεί να σηματοδοτήσει αυτό το εγχείρημα.