Οι υπηρεσίες υποτίθεται ότι σημαίνουν συναγερμό και διαθέτουν χώρους με κλιματισμό για όσους το έχουν ανάγκη. Διαβάζοντας ή ακούγοντας αυτά και άλλα παρόμοια, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κάποιος το μεγαλύτερο φυσικό κλιματιστικό του καλοκαιριού. Δηλαδή το βουνό που βρίσκεται μια ανάσα από την πόλη και περιμένει τους επισκέπτες.
Ο Ταΰγετος έχει ζήσει στιγμές δόξας κατά το παρελθόν, όταν καλοκαιρινές διακοπές σήμαιναν εγκατάσταση στο βουνό για δροσιά και οξυγόνο. Οι άνθρωποι της πόλης εξορμούσαν με κάθε πρόσφορο τρόπο, στήνοντας και κατασκηνώσεις μέχρι ακόμη τα μέσα της δεκαετίας του 1980 που κατεδαφίστηκαν ως αυθαίρετα κάποια πρόχειρα κτίσματα. Πολλές οι οργανωμένες κατασκηνώσεις που λειτουργούσαν όλο το καλοκαίρι φιλοξενώντας αμέτρητα παιδιά σε διαρκώς εναλλασσόμενες σειρές: Υπηρεσίες πρόνοιας, χριστιανικές οργανώσεις, πρόσκοποι, το βουνό γέμιζε παιδιά που περίμεναν με λαχτάρα την κατασκηνωτική περίοδο.
Και μετά ήρθε η ώρα της αλλαγής: Μικροί και μεγάλοι στράφηκαν στα πεδινά, οι καλοκαιρινές διακοπές ταυτίστηκαν πλέον με το τουριστικό "ήλιος, άμμος, θάλασσα" (sun, sand, sea αγγλιστί για να έρχεται περισσότερο πιασάρικο). Αλλοι καιροί, άλλες συνήθειες και μαζί με τους επισκέπτες εγκατέλειψαν το βουνό και η Πολιτεία και οι κάθε επιπέδου τοπικοί παράγοντες. Για δεκαετίες ολόκληρες το ενδιαφέρον για το βουνό εξαντλείται σε προεκλογικές υποσχέσεις, αν και στην τελευταία αναμέτρηση ουδείς ασχολήθηκε ακόμη και με εξαγγελίες. Ετσι το καλοκαίρι το βουνό το θυμούνται μόνον οι άνθρωποι που έχουν δεσμούς με αυτό και με τα πατρογονικά έθιμα των πανηγυριών, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων ουδεμία σχέση έχει με τον γενικευμένο εκφυλισμό αυτής της ετήσιας συνάντησης συμπατριωτών, φίλων και επισκεπτών.
Εδώ και 30 χρόνια πέρασαν προγράμματα και προγράμματα που σκορπίστηκαν χωρίς να προσφέρουν το ελάχιστο στον τόπο και χωρίς κανένα από αυτά να στοχεύει στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που έχει η περιοχή για την ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού με όλες τις εκφάνσεις του. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές έγιναν ελάχιστα πράγματα, και η πλήρης ερήμωση αποφεύχθηκε χάρις στην αγάπη των ανθρώπων που έλκουν την καταγωγή τους από τα χωριά της Αλαγονίας, και στη γειτονία τους με την πόλη που καθιστά ευχερή τη μετακίνηση στο γενέθλιο τόπο. Βεβαίως υπάρχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι που εκτιμούν και τιμούν τις φυσικές ομορφιές της περιοχής, αλλά και τις εναλλακτικές δυνατότητες που προσφέρει για ευχάριστες αποδράσεις.
Δεν θα είχε κανένα νόημα να επαναλάβουμε τις υποσχέσεις που δόθηκαν κατά καιρούς από υψηλόβαθμους πολιτικούς και τοπικούς παράγοντες. Οχι μόνον γιατί η λαϊκή σοφία προειδοποιεί ότι «απίδια φαγωμένα, κάτσε μέτρα τις ουρές τους» αλλά και γιατί πλέον σταμάτησαν και οι εξαγγελίες. Οχι που πήραν οι ντροπές το πολιτικό προσωπικό, αλλά πλέον ούτε βόλτα στα χωριά δεν κάνουν για να ακούσουν και να υποσχεθούν. Ντελαλίζουν εκ του μακρόθεν από το χαζοκούτι που είναι η μοναδική συντροφιά των ηλικιωμένων κατοίκων, έχουν και κάτι ντόπιους στο μηχανισμό τους, τάζουν και κάτι θεσούλες για χαρτζιλίκι (πολύτιμο τη σήμερον ημέρα της γενικευόμενης φτωχοποίησης) και βολεύονται χωρίς να εκτεθούν.
Κατά τα άλλα, για να μην ξεχνιόμαστε, το αναπτυξιακό όραμα των κρατούντων είναι οι καφετέριες, οι λευκές νύχτες, τα καρναβάλια και κάθε είδους καθρεφτάκια. Με τον Ταΰγετο θα ασχοληθούν;
Ηλίας Μπιτσάνης