Πράγμα που σημαίνει ότι με τους κατάλληλους υπολογισμούς το εν λόγω ελαιόλαδο που παρουσιάζεται ως "κρητικό έξτρα παρθένο" πωλείται προς 28 ευρώ το λίτρο. Μπορούμε να αντιπαρέλθουμε ζητήματα που γράφτηκαν και αναφέρονταν στη νομιμότητα μιας τέτοιας εμπορικής πράξης καθώς απαγορεύεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ή και τα ερωτηματικά αν πράγματι είναι "κρητικό" και έξτρα παρθένο. Αυτά αφορούν τις ελεγκτικές αρχές, αλλά εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η τιμή του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζουμε για ασύλληπτα υψηλές τιμές πώλησης του ελαιολάδου σε άλλες χώρες. Προσφάτως είχαμε δημοσιεύσει ρεπορτάζ εφημερίδας του Καναδά για συμπατριώτη μας από την Πυλία που πωλεί το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ειδικής επεξεργασίας προς 30 δολάρια τα 320 γραμμάρια, δηλαδή 90 ευρώ και κάτι το κιλό. Ενώ κατά καιρούς φίλοι που επισκέπτονται άλλες χώρες ανακαλύπτουν... πράματα και θάματα ακόμη και σε ράφια σούπερ μάρκετ.
Θα χρειαστεί όμως να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα γιατί υπάρχουν και οι αντίθετες πληροφορίες. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της έκθεσης του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον για τις εισαγωγές ελαιόλαδου στις ΗΠΑ, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας πριν από λίγες ημέρες. Σε αυτήν εκτιμάται ότι «Ενα από τα βασικά προβλήματα που ευθύνονται για τη μη περαιτέρω διείσδυση του ελληνικού ελαιόλαδου στην αμερικανική αγορά είναι η υψηλή τιμή του. Σύμφωνα με τα στοιχεία της προαναφερθείσας έκθεσης, η αξία ανά τόνο του ελληνικού ελαιόλαδου ήταν η υψηλότερη το 2012 (3.426 δολάρια), με το ιταλικό να διαμορφώνεται στα 3.352 δολάρια/τόνο, ενώ η μέση αξία ήταν 3.059 δολάρια/τόνος. Η υψηλή τιμή του ελληνικού ελαιολάδου σχετίζεται αφενός με την υψηλή ποιότητά του και αφετέρου με το υψηλό κόστος παραγωγής εξαιτίας της έλλειψης οικονομιών κλίμακος». Δηλαδή συζητούμε για τιμές ελαιόλαδου κοντά στα 3,5 ευρώ το κιλό κατά την εισαγωγή, οι οποίες θεωρούνται υψηλές για να κατακτήσει το ελληνικό ελαιόλαδο την αμερικανική αγορά, όπου ήδη βλέπει την πλάτη χωρών όπως η Τυνησία, το Μαρόκο, η Αργεντινή και η Χιλή.
Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο της υπόθεσης έχει τη δική του εξήγηση. Η μαζική διείσδυση ελαιολάδου στα νοικοκυριά είναι ευθέως συνδεδεμένη με την τιμή του και κατά συνέπεια αποτελεί αχίλλειο πτέρνα για την ελληνική παραγωγή, ακόμη και αν αυτή αντιμετωπίσει ορισμένα ζητήματα που έχουν επισημανθεί αμέτρητες φορές μέχρι τώρα και αναφέρονται ακροθιγώς στο απόσπασμα της έκθεσης που προαναφέρθηκε.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διαπίστωση της έκθεσης που "λύνει" και το παράδοξο των υψηλών τιμών: «Σημαντικό κανάλι διανομής -αρκεί να υπάρχει η κατάλληλη τυποποίηση- για ορισμένα προϊόντα ελληνικού ελαιολάδου θα μπορούσαν να είναι τα ντελικατέσεν. Κι αυτό διότι, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ορισμένοι καταναλωτές στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της "μόδας" της μεσογειακής διατροφής, εμφανίζονται διατεθειμένοι να πληρώσουν ακόμη και 60 δολάρια/λίτρο, προκειμένου να προμηθευτούν ένα άριστης ποιότητας έξτρα παρθένο ελαιόλαδο».
Είναι προφανές επομένως ότι υπάρχει η μέγιστη διαφοροποίηση των τιμών, ανάλογα με τις διατροφικές συνήθειες, το οικονομικό επίπεδο και την καταναλωτική κουλούρα των εν δυνάμει αγοραστών. Αυτή η διαφοροποίηση στο επίπεδο της ποιότητας προκαλεί φυγόκεντρες τάσεις που προσδιορίζονται από δύο στοιχεία:
- Από μια προσπάθεια μαζικής προώθησης φθηνών ελαιόλαδων ακόμη και μειγμάτων καθώς κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η καμπάνια για τα διατροφικά οφέλη από τη χρήση ελαιολάδου και τελευταίως των μειγμάτων του.
- Από την αντίθεση προσπάθεια προώθησης εξαιρετικής ποιότητας ελαιολάδου με ξεχωριστά γευστικά χαρακτηριστικά, σε συσκευασίες υψηλής αισθητικής που παραπέμπουν σε ακριβά προϊόντα και μέσα από ειδικά καταστήματα τα οποία απευθύνονται στις υψηλότερες εισοδηματικές τάξεις.
Ως εκ τούτου τίποτε δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη αλλά προβληματισμό για τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας και κάθε επιχείρηση ξεχωριστά, έτσι ώστε να υπάρχει το καλύτερο αποτέλεσμα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο με καινούργιους παίχτες και ειδικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν θα πρέπει κανένας να αγνοήσει. Το ελαιόλαδο έπαψε να είναι "αποκλειστικότητα" της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει ήδη ταξιδέψει μακριά από την κοιτίδα του, τη μεσογειακή λεκάνη. Αποτελεί ένα προϊόν μεγάλου διατροφικού ενδιαφέροντος και ως εκ τούτου η καλλιέργεια επεκτείνεται συνεχώς με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ηλίας Μπιτσάνης