Δευτέρα, 26 Ιουνίου 2017 19:58

Οι χουντικοί της διπλανής πόρτας  …  “στρατολόγοι” της Αριστεράς 

Γράφτηκε από τον

Οι χουντικοί της διπλανής πόρτας  …  “στρατολόγοι” της Αριστεράς 

 

Ενα άρθρο του καθηγητή Στάθη Καλύβα για τη δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν αρκετό για να αποδείξει ότι οι επιμελώς κρυμμένοι σκελετοί στα ντουλάπια της μεταπολίτευσης προκαλούν ακόμα και σήμερα μεγαλύτερες αντιδράσεις από αυτές που θα έπρεπε να προκαλεί η αναψηλάφηση του παρελθόντος σε μια δημοκρατική κοινωνία. 

Το άρθρο του Στάθη Καλύβα “Μια παράδοξη κληρονομιά”, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Κυριακή στην “Καθημερινή”, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και ο συγγραφέας του κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων ότι επιχειρεί να “ξεπλύνει” τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Τόσο το ίδιο το άρθρο όσο και οι βαριές κατηγορίες έδωσαν την αφορμή για να ανοίξει στον Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα ένας ουσιαστικός διάλογος για τις επιπτώσεις της χούντας στην ελληνική κοινωνία. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του κ. Καλύβα και τα λάθη που εκμεταλλεύτηκαν όσοι ήθελαν να τον στοχοποιήσουν, ώστε να μηδενίσουν συνολικά το έργο του, εκτιμώ ότι η ευκαιρία δεν πρέπει να πάει χαμένη - και ότι μετά από μισό αιώνα έχει έρθει πια η ώρα να συζητήσουμε σοβαρά και χωρίς παρωπίδες για το τι άφησε πίσω της η επτάχρονη δικτατορία.

Μέχρι σήμερα έχουν τονιστεί πολύ -και σωστά- οι διώξεις των αριστερών και των υπόλοιπων δημοκρατικών πολιτών, τα βασανιστήρια, οι εξορίες, το Πολυτεχνείο, το προδοτικό πραξικόπημα στην Κύπρο και γενικώς όλα τα αρνητικά στοιχεία του καθεστώτος που ήταν απλώς αδύνατον να κρυφτούν σε μια δημοκρατία. Αντιθέτως όμως, ελάχιστα έχει φωτιστεί η σχέση του τυραννικού καθεστώτος τόσο με την επιχειρηματική και πνευματική ελίτ όσο και με τις κοινωνικές ομάδες που αποτέλεσαν στη μεταπολίτευση τον βασικό κορμό των κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία. Ετσι οι περισσότεροι Ελληνες, και κυρίως οι νέοι που δεν έχουν παραστάσεις ούτε από τα απόνερα της Χούντας, έχουν πιστέψει ότι το τυραννικό καθεστώς εξέφραζε μόνο μια μικρή παρέα στρατιωτικών - και ότι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα αντιστεκόταν. 

Δυστυχώς όμως, η κυρίαρχη αυτή αντίληψη για τη χούντα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, την οποία βίωσα και εγώ στην Καλαμάτα πηγαίνοντας σχολείο στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και κυρίως η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με το μύθο της παλλαϊκής αντίστασης ο οποίος δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το ΠΑΣΟΚ γκρέμιζε το μετεμφυλιακό αφήγημα της αντικομουνιστικής Δεξιάς. Γεννημένος το 1968, προσωπικά συνάντησα στο σχολείο πολλούς εκπαιδευτικούς που δεν είχαν... αντιληφθεί ότι η χούντα έπεσε και συνέχιζαν να υπηρετούν με θέρμη το τρίπτυχο πατρίς - θρησκεία - οικογένεια, μετατρέποντας με τη στάση τους αυτή σε φανατικούς αριστερούς ακόμα και μαθητές που προέρχονταν από φιλελεύθερες δεξιές (για εκείνη την εποχή πάντα) οικογένειες. Το ΠΑΣΟΚ τότε και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα χρωστούν πολλά, για την άνοδο και την παραμονή τους στην εξουσία, στον ανώνυμο χουντικό θεολόγο γυμνασιάρχη και στον ανώνυμο χουντικό χωροφύλακα που τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης συνέχισαν να συμπεριφέρονται -με την ανοχή της Νέας Δημοκρατίας- σαν να μην πέρασε ούτε μέρα από την 21η Απριλίου του 1967. 

Ειδικά στην επαρχία και σε συντηρητικές πόλεις όπως η Καλαμάτα, όχι μόνο ο χουντικός γυμνασιάρχης, αλλά και ο γείτονας της διπλανής πόρτας συνέχισε τουλάχιστον μέχρι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης να περιστρέφεται με άνεση γύρω από τον πολιτικό άξονα πατρίς - θρησκεία - οικογένεια, θεωρώντας αντικοινωνικό στοιχείο όποιον δεν ακολουθεί πιστά την παράδοση όπως την αντιλαμβανόταν η τοπική κοινωνία. 

Ουσιαστικά στη Μεσσηνία η κυρίαρχη αντίληψη της χούντας και της μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής Δεξιάς συντρίφτηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όταν απενοχοποιήθηκαν απλές αστικές συνήθειες, όπως η παρακολούθηση ενός θεατρικού του Μπέρτολντ Μπρεχτ ή μιας συναυλίας ροκ του Παύλου Σιδηρόπουλου. Εκτιμώ μάλιστα ότι πανελλαδικώς η τελευταία «παράσταση» της αντικομμουνιστικής Δεξιάς δόθηκε στην Καλαμάτα τον Ιούλιο του 1983, στη συγκέντρωση του Ευάγγελου Αφέρωφ, όταν οι παρακρατικοί γαλάζιοι «Κένταυροι» και «Ρέιντζερς» καταφέραν να τρομάξουν τη μεσαία τάξη αντί να τη συσπειρώσουν γύρω από τη Νέα Δημοκρατία. 

Από εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου η μετατόπιση τόσο της μεσαίας τάξης προς την Κεντροαριστερά όσο και της Νέας Δημοκρατίας (με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) προς το πολιτικό Κέντρο. Την ίδια περίοδο, όχι μόνο η Μεσσηνία, αλλά και η επιχειρηματική και πνευματική ελίτ της Ελλάδας περνούσε με μεγάλη ευκολία από το δόγμα «ο στρατός υπεράνω όλων», στο δόγμα «ο λαός υπεράνω όλων», ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα του εθνικολαϊκισμού σε όποιον ήθελε να κατακτήσει την εξουσία, διαγράφοντας οφειλές δανείων ή κομπάζοντας για την κατασκευή υποδομών που στα σύγχρονα κράτη θεωρούνται αυτονόητες. 

Προς Θεού, σε καμία περίπτωση δεν εξισώνω τα εγκλήματα της χούντας με τα όποια λάθη της μεταπολίτευσης. Απλώς υποστηρίζω ότι το ιδεολογικοπολιτικό καθεστώς που κυριάρχησε ευρέως στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν γκρεμίστηκε με την πτώση της χούντας, αλλά αντιθέτως συνέχισε να κυριαρχεί, ειδικά στην επαρχία, για αρκετά χρόνια και στη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Και στη συνέχεια, αντί να δημιουργηθούν ισχυροί θεσμοί που θα εμποδίζουν τους μελλοντικούς τυράννους να καταλύσουν τη δημοκρατία στο όνομα της πατρίδας, του στρατού ή του λαού, επικράτησαν οι πολιτικοί που στο όνομα του λαού σκόρπισαν δάνεια κι επιδοτήσεις για να κατακτήσουν ή να διατηρήσουν τη εξουσία. Στην επικράτηση του λαϊκισμού διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο και η αδράνεια της επιχειρηματικής και πνευματικής ελίτ, εξαιτίας των τύψεων ή του φόβου της για την ανοχή ή τη συνεργασία που είχε με τη χούντα των συνταγματαρχών.  

Πενήντα χρόνια μετά την κατάλυση της δημοκρατίας το 1967 και ενώ η Ελλάδα έχει πρωθυπουργό που γεννήθηκε μετά την κατάρρευση της χούντας, καλό είναι να ξεκινήσουμε επιτέλους να συζητάμε για τις πληγές της επταετίας, χωρίς να φοβόμαστε τους σκελετούς που ξέρουμε ότι υπάρχουν στο ντουλάπι της μεταπολίτευσης.

Θανάσης Λαγός

Εmail: lathanasis@yahoo.gr

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 26 Ιουνίου 2017 18:35