Σημειώναμε χαρακτηριστικά: «Σε απόγνωση βρίσκονται οι σταφιδοπαραγωγοί της Μεσσηνίας με την τραγική κατάσταση της καλλιέργειας, με τις ζημιές και τις χαμηλές - εξευτελιστικές τιμές για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Τη στιγμή που το κόστος καλλιέργειας παραμένει πολύ μεγάλο, δυσβάστακτο για τον παραγωγό. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αναστραφούν και οι αγρότες μιλούν ανοιχτά πλέον για εγκατάλειψη και εξαφάνιση μιας από τις πιο παραδοσιακές και δυναμικές καλλιέργειες του τόπου.
Στην προσπάθειά μου να αλλάξω το κλίμα, έπεσα σε μια ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θανάση Πετράκου, το Φεβρουάριο του 2014, ως αξιωματική αντιπολίτευση τότε και στην απάντηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Θανάση Τσαυτάρη. Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη Βουλή, όμως, μόνο αισιοδοξία δεν επιτρέπουν. Συγκεκριμένα, ο κ. Πετράκος σημείωνε: "Είναι χαρακτηριστικό ότι η μελέτη της ΣΚΟΣ και του καθηγητή του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου κ. Βάιου Καραθάνου προσδιορίζει με ακρίβεια ότι το κόστος παραγωγής είναι 471 ευρώ/στρέμμα και δεδομένου ότι το εισόδημα του παραγωγού όταν πωλείται περίπου 1,20 ευρώ τα τελευταία χρόνια είναι ουσιαστικά γύρω στα 288 ευρώ/στρέμμα και δεδομένου ότι η επιδότηση είναι 339 ευρώ/στρέμμα, το καθαρό κέρδος για τον παραγωγό ανέρχεται μόλις στα 155 ευρώ/στρέμμα. Από τη στιγμή που ο μεγαλύτερος παραγωγός δεν έχει περισσότερα από 20 στρέμματα, καταλαβαίνετε ότι αν εφαρμοστεί η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που προβλέπει δραστική μείωση της στρεμματικής ενίσχυσης, η καλλιέργεια της σταφίδας θα τελειώσει για όλη την Πελοπόννησο και τη Ζάκυνθο, η οποία υπάρχει σήμερα και η οποία έχει μειωθεί από τους 38.000 τόνους στους 20.000 τόνους"».
Μεταξύ άλλων, ο υπουργός απάντησε ότι «δεν χρειάζεται να μας πείσετε για να υποστηρίξουμε τη σταφίδα. Θα την υποστηρίξουμε. Δεν θέλουμε να πάμε σε μία γεωργία χαμηλού κόστους. Θέλουμε να πάμε σε μία γεωργία ποιότητας και η ποιότητα είναι συνυφασμένη με τη σταφίδα».
Μετά από 2,5 χρόνια η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Η ποιότητα δεν έσωσε τη σταφίδα και δυστυχώς η μελέτη της ΣΚΟΣ και του καθηγητή του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου κ. Βάιου Καραθάνου δικαιώνεται.