Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2012 09:05

Η μυθοποίηση του Πολυτεχνείου βολεύει τους χοντρούς σβέρκους

Γράφτηκε από τον

Η Χρυσή Αυγή τους τελευταίους μήνες έχει επιβάλει την πολιτική της ατζέντα. Με κάθε ευκαιρία ρίχνει μια ρουκέτα, στα όρια του παραλόγου και τρέχουν από πίσω Μ.Μ.Ε. και κόμματα για να αποδείξουν πόσο γελοία είναι η γελοιότητα. Το γελοίο όμως δεν νικιέται γιατί, όπως έχει αποδειχθεί, όσο μεγαλύτερη είναι η μπαρούφα τόσο περισσότερο «τσιμπάνε» οι συνωμοσιολόγοι κάθε μορφής. Κακά τα ψέματα. Οταν ο ένας πιστεύει ότι μας ψεκάζουν, ο άλλος ότι κάνει πειράματα πάνω μας ο διεθνής καπιταλισμός και ο τρίτος ότι όπου να 'ναι θα ξεκινήσει η επανάσταση που θα ανατρέψει τον «τεχνοφασισμό», τότε είναι δύσκολο να διακρίνεις τα όρια του σοβαρού, του αστείου και του παραλόγου. Η Χ.Α., ως νέα μόδα, κάτι σαν το πουλάκι Τσίου, έχει πιάσει το επικοινωνιακό νόημα του άκρατου λαϊκισμού της φανφάρας, με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να θαυμάζουμε διάφορα ευτράπελα με φουσκωτούς να κλοτσάνε χαρτόκουτα, κάνοντας τάχα ελέγχους, αλλά και τραγικά με αγέλες ανθρωποειδών να ξεσπούν στην ανυπεράσπιστη δυστυχία. 

Η τελευταία επικοινωνιακή φούσκα με την δήθεν αναζήτηση από τη Χ.Α. Μεσσηνίας των νεκρών του Πολυτεχνείου δεν θα έπρεπε να απασχολήσει κανέναν. Καταρχήν γιατί αυτή η ανοησία διακινείται χρόνια τώρα από τους απολογητές και τους υμνητές της χούντας, που μπορεί να μην είχαν επίσημη πολιτική έκφραση αλλά διακινούσαν τέτοιες τερατώδεις ανακρίβειες σε χώρους κυρίως της νεολαίας. Επιπρόσθετα, είναι δύσκολο σε συνθήκες ακραίου λαϊκισμού και κατακλυσμού συνωμοσιολογικών προσεγγίσεων να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Το βασικότερο, σε ένα ακόμα θέμα επιβάλλεται η ατζέντα των ακραίων αντιλήψεων, προκειμένου να χαθεί το νόημα της συγκεκριμένης επετείου και να ενδυναμωθεί η ισοπεδωτική προσέγγιση που θέλει να ταυτίσει τη «γενιά του Πολυτεχνείου» με την καταστροφή.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι αλήθεια, ότι μυθοποιήθηκε και πήρε διαστάσεις πέρα από αυτές που είχε. Ισως γιατί ως έθνος θέλουμε ηρωικές πράξεις, ίσως επειδή ρέπουμε προς την υπερβολή ή ίσως επειδή βολεύουν οι μισές αλήθειες. Τα χρόνια περνούν και πρέπει να προσεγγίζουμε με πιο ψύχραιμο τρόπο τα γεγονότα, τόσο σε ό,τι αφορά τους «ήρωες» και τα αδικαίωτα μηνύματά τους, όσο και τους «πουλημένους» που τάχα εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους, ενώ οι άλλοι, «οι αγνοί» και «ανώνυμοι», έμειναν απέξω και κράταγαν το κοντάρι της ηθικής όλα τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η πλειοψηφία των πολιτών ανέχτηκε τη χούντα και δεν ήταν λίγοι αυτοί που συνεργάστηκαν, διορίστηκαν και έγιναν επιφανείς επιχειρηματίες τη συγκεκριμένη περίοδο. Το Πολυτεχνείο χρησιμοποιήθηκε ως πλυντήριο για να διώξει την ντροπή της ανοχής σε μια αστεία παρεούλα. 

Το Πολυτεχνείο επισκιάζει την αλήθεια της πτώσης της χούντας, ένα χρόνο μετά, το 1974, μετά την πρόκληση της τραγωδίας στην Κύπρο. Η χούντα όντως δεν έπεσε το 1973, όπως βροντοφωνάζουν με κάθε ευκαιρία οι ξεχασμένοι «επαναστάτες», αλλά το 1974. Το σημαντικότερο ως απάντηση στις ψευτοδιακηρύξεις της Χ.Α. και των λοιπών νοσταλγών των συνταγματαρχών -που τάχα κράταγαν το τιμόνι της χώρας και της οικονομίας με ατσάλινο χέρι- είναι η τραγωδία της Κύπρου. Αυτή ήταν η κατάληξη. Η χούντα τελείωσε με μια εθνική ήττα. Στην κρίση της Κύπρου αποδείχτηκε ότι ο «στρατός» της επταετίας ήταν μόνο για να χορεύει τσάμικα και να γυαλίζει άρβυλα. Γιατί πολύ απλά η ανοησία των μεγάλων λόγων είναι εύκολη, αλλά το παιχνίδι των διεθνών σχέσεων και των ισχυρών συσχετισμών δεν φτιάχνεται με το πόσο μεγάλες είναι οι σημαίες που κρατά ο καθένας που έχει χοντρό σβέρκο, αλλά το πόσο μυαλό έχει μέσα στο κεφάλι του. 

Και κάτι τελευταίο. Η γενιά του Πολυτεχνείου (ηλικιακά) και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της, είτε συμμετείχαν είτε όχι στο Πολυτεχνείο, δημιούργησαν την καλύτερη περίοδο δημοκρατίας και ανάπτυξης που έζησε ιστορικά η Ελλάδα, εξασφαλίζοντας στην πλειοψηφία των πολιτών το υψηλότερο ιστορικά βιοτικό επίπεδο. Η πορεία αυτή σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση γιατί στο τρελό πάρτι αυτής της περιόδου χάθηκε ο έλεγχος. Η καταστροφή μπορεί να αποφευχθεί και να μην γυρίσουμε ξανά στις εποχές της απόλυτης φτώχειας και της «τίμιας» απομόνωσης που θα οδηγήσουν σε νέα οδυνηρή ήττα. Είναι καιρός να δούμε τα σημαντικά, όπως είναι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, μένοντας στη μεγάλη αίθουσα έστω και αν είμαστε οι φτωχότεροι. 

 

Του Γιώργου Παναγόπουλου

panagopg@gmail.com

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 16 Νοεμβρίου 2012 21:07