Η τοπική αυτοδιοίκηση δεν είναι ένας ουδέτερος πολιτικά θεσμός. Δεν μπορεί να είναι όμως και προέκταση του κομματικού μηχανισμού. Τα κόμματα είναι θεσμοί του δημοκρατικού συστήματος και έχουν προφανώς ρόλο και λόγο στις εκλογές της αυτοδιοίκησης. Τα παλιότερα χρόνια, που τα κόμματα ήταν ιδιαίτερα ισχυρά ως θεσμοί, έδιναν χρίσμα ακόμα και στους προέδρους των κοινοτήτων, τώρα πια τα κόμματα -πλην του ΚΚΕ- δίνουν χρίσμα μόνο στους μεγάλους δήμους και τις Περιφέρειες.
Οι ηγεσίες των κομμάτων έχουν αντιληφθεί ότι δεν μπορεί πλέον το κομματικό ιερατείο να επιβάλει τους εκλεκτούς στην τοπική κοινωνία. Για να αποφύγουν άσκοπες συγκρούσεις αφήνουν χαλαρά τα πράγματα, έτσι ώστε ο καθένας να κάνει την επιλογή του. Τα κόμματα βέβαια ακόμα και στους δήμους που δεν δίνουν χρίσματα έχουν προτιμήσεις και το δείχνουν με κάθε τρόπο και μέσο. Εννοείται ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κομματικών στελεχών στοιχίζεται πίσω από υποψηφίους που έχουν το άτυπο χρίσμα ή «ανήκουν» στο χώρο. Υπάρχουν βεβαίως και αυτοί που επιλέγουν με βάση την προσωπική τους αντίληψη ή συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση τα κόμματα έχουν αποφασίσει να μην λάβουν μέτρα εναντίον μελών τους, όπου δεν έχουν δώσει χρίσμα.
Το ζήτημα είναι πώς θα αντιδράσουν τα κόμματα στην περίπτωση που μέλη τους κάνουν διαφορετικές επιλογές σε δήμους και Περιφέρειες, όπου έχουν δοθεί χρίσματα. Μπορεί δηλαδή κάποιος να είναι υποψήφιος ή να υποστηρίζει έμμεσα ή άμεσα υποψήφιο κόντρα στην κομματική επιλογή; Θεωρητικά ο καθένας μπορεί να επιλέξει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και μέλος ενός κόμματος. Το σωστό είναι όποιος διαφωνεί με την επιλογή του κόμματός του να παραιτείται από μόνος τους. Υπάρχουν όμως πολλοί «έξυπνοι» που «θέλουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ζήτημα ύπαρξης κάθε κόμματος η διαγραφή αυτών που κάνουν άλλες επιλογές. Η συμμετοχή στα κόμματα δεν είναι υποχρεωτική αλλά εθελοντική, όποιος διαφωνεί απλώς αποχωρεί, δεν περιμένει να τον διαγράψουν.