Είχε πολλά δέντρα που δεν καλλιεργούνταν στο χωριό, αλλά θα έπρεπε οι μαθητές να τα γνωρίσουν. Δεν είμαι απολύτως βέβαιος αν αυτό είναι παιδική μυθοπλασία ή ένα άκουσμα εκείνης της εποχής: Είχε και ένα χασισόδεντρο για να το δείχνει στους μικρούς ώστε να το γνωρίζουν και να μην ανακατεύονται με αυτό. Και του στοίχισε με απομάκρυνση από το σχολείο στη δικτατορία, καθόσον αριστερών "πολιτικών φρονημάτων" που διέθετε δενδρύλλιο προς καλλιέργειαν.
Μερικές φορές η μνήμη είναι διδακτική και μπορεί να γίνει αιτία δημιουργικής σκέψης. Την ιστορία που προανέφερα την θυμάμαι πολύ καλά, πλην όμως η αιτία που την επαναφέρω δεν είναι αυτή. Αλλά μια συζήτηση που ανακυκλώνεται εδώ και χρόνια με διάφορες μορφές. Αλλοτε αφορά την επιστροφή στο χωριό, άλλοτε την έλλειψη χεριών στις αγροτικές καλλιέργειες και άλλοτε προσφιλή θέματα συμποσούμενα στην έκφραση για "τεμπέληδες ανέργους". Ο μύλος... όλα τα αλέθει και από τη συζήτηση χάνεται το κύριο. Είναι εκείνο που έχει να κάνει με την αντίληψη της κοινωνίας σχετικά με το επάγγελμα του αγρότη, με την απαξίωση της παραγωγικής διαδικασίας και την αποθέωση του τομέα των υπηρεσιών, με την ίδια την εκπαίδευση, τον προσανατολισμό και ως εκ τούτου το περιεχόμενό της. Είναι μια συζήτηση η οποία άλλοτε δεν γίνεται και άλλοτε, όταν γίνεται, σηματοδοτεί έναν κοινωνικό αρνητισμό και χρησιμοποιείται ως επένδυση κοινωνικής και πολιτικής απαξίας. Ταυτοχρόνως όμως είναι μια συζήτηση η οποία θα πρέπει να ανοίξει σε ουσιαστική βάση και να οδηγήσει σε αλλαγές που μπορούν να αναδείξουν τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Δεν αρκεί να εκθειάζουν κάποιοι την πρωτογενή παραγωγή και τον αγροτικό τομέα προς άγραν ψήφων. Χρειάζεται σχεδιασμένη και ουσιαστική προσπάθεια ώστε να αναδειχθεί αυτός σε παράγοντα ανάκαμψης της οικονομίας του τόπου.
Από το 1929 στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ιδρύονται σχολικοί κήποι στα δημοτικά σχολεία με σκοπό την εκμάθηση των φυσιογνωστικών μαθημάτων και την απόκτηση δεξιοτήτων καλλιέργειας της γης. Ουσιαστικά με τη μεταρρύθμιση αυτή επιχειρείται η εισαγωγή της επαγγελματικής και πρακτικής εκπαίδευσης σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης που στην Ελλάδα έχει ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο εξ αιτίας των πολυετών πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στη Μεσσηνία αυτή η υπόθεση έχει ακόμη μεγαλύτερη αξία καθώς η γεωργική παραγωγή είναι περιορισμένη στην σταφίδα, σε μια ορισμένη έκταση στα σύκα, ελάχιστο ελαιόλαδο και δημητριακά για οικογενειακή χρήση. Η αναγκαιότητα της εκπαίδευσης στον γεωργικό τομέα σηματοδοτείται και από την ίδρυση της Γεωργικής και Συνεταιριστικής Σχολής κάπου το 1925, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στη συνέχεια. Το περιοδικό "Αγροτική Αυγή" που εκδίδεται κάθε μήνα τη δεκαετία του 1920-1930, αλλά και τα αλλεπάλληλα "συνέδρια" επιμορφωτικού χαρακτήρα στα χωριά, δίνουν μια εικόνα της προσπάθειας που γίνεται για την "επανεκκίνηση" της τοπικής οικονομίας μέσα από δυσκολίες, αντιφάσεις, προβλήματα και συγκρούσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες αγροτικών παραγόντων.
Στο Μεσοπόλεμο ιδρύθηκαν ακόμη οι μέσες γεωπονικές σχολές (όπως στη Λάρισα και την Πάτρα) που επιχειρούν να καλύψουν την ανάγκη "παραγωγής" μεσαίων στελεχών για την ανάπτυξη της γεωργίας. Και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι απόφοιτοι αυτών των σχολών αναγνωρίζονταν τυπικά και ουσιαστικά ως γεωπόνοι από την άποψη επαγγελματικών, μισθολογικών και άλλων εργασιακών δικαιωμάτων. Αθροιστικά όλα αυτά εκ των πραγμάτων αλλάζουν το χαρακτήρα της ελληνικής γεωργίας και τη διάρθρωσή της, πλην όμως για πολλούς και διαφορετικούς λόγους (πόλεμος, εμφύλιος, διωγμοί, μετανάστευση κ.ά.) η ύπαιθρος σταδιακά ερημώνει, ο πληθυσμός συγκεντρώνεται στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και ο χαρακτήρας της οικονομίας αλλάζει ριζικά. Από την ύπαιθρο χάνονται οι νέοι και ως εκ τούτου η δυναμική προσαρμογής του τομέα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, η ενασχόληση με τη γεωργία θεωρείται κάτι το "παρακατιανό", οι δυσκολίες της ζωής στην ύπαιθρο πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα και εμποδίζουν τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του τομέα. Οι αγρότες θεωρούνται ως δεξαμενή ψήφων για τους εκάστοτε πολιτευόμενους και η πολιτική ταυτίζεται με την ψηφοθηρία, συνδέεται με τον αυτόματο πιλότο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και ουδείς ασχολείται με τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής για τον τομέα.
Και τώρα πάμε... από το μηδέν. Αν και εφόσον πιστεύουμε ότι η ελληνική γεωργία έχει μέλλον και μπορεί να αποτελέσει "ατμομηχανή" για την πανταχόθεν... ψαλλόμενη οικονομική ανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσουμε από την γεωργική εκπαίδευση. Οι σχολικοί κήποι ήταν ένα "εισαγωγικό σχήμα". Τα νεότερα χρόνια τα προαύλια γέμισαν τσιμέντο σε μια προσπάθεια παραγωγής... αθλητών (μπάσκετ και βόλεϊ κυρίως) καθώς αυτό είναι το τηλεοπτικό πρότυπο για τους νέους. Οσοι άρχισαν να λειτουργούν πάλι είναι στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, απόλυτα αναγκαία πλέον για τα παιδιά που μεγαλώνουν μακριά από τη φύση. Το ζήτημα της γεωργικής εκπαίδευσης είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ επίκαιρο, πολύπλοκο και πολυσχιδές. Είναι αδιανόητο να μην υπάρχουν σήμερα γεωργικά σχολεία στις περιοχές της υπαίθρου που θα έχουν σκοπό να εκπαιδεύσουν τους νέους που θέλουν να μείνουν και να δημιουργήσουν στην ύπαιθρο. Το ίδιο αδιανόητο είναι να μην αποτελούν τα ΤΕΙ και οι σχολές γεωργικής κατεύθυνσης χώρο υποδοχής των παιδιών που θέλουν να σπουδάσουν για να επιστρέψουν στη γη με τα κατάλληλα επιστημονικά εφόδια, με μια διαδικασία έξω από τις μυλόπετρες των πανελληνίων εξετάσεων αλλά και με συγκεκριμένα κριτήρια που θα πρέπει να αναζητηθούν μέσα από μια δημόσια και ουσιαστική συζήτηση. Η γεωργία έχει δυναμική και μπορεί να αποτελέσει τον τομέα που θα ανοίξει το δρόμο της ανάπτυξης. Προϋπόθεση όμως είναι τόσο η εκπαίδευση, όσο και η αλλαγή των κοινωνικών αντιλήψεων. Από εκεί και ύστερα φυσικά υπάρχουν τα ζητήματα πολιτικής, αλλά για να φθάσουμε σε αυτά θα πρέπει να αντιμετωπισθούν τα προηγούμενα. Είναι πρόθυμοι κοινωνία, πολιτική και οργανώσεις να ανοίξουν συντεταγμένα μια τέτοια συζήτηση;