Φέτος τα πράγματα... αγρίεψαν ενωρίς με επίκεντρο την υπόθεση των εισαγωγών από την Τυνησία και την πτώση των τιμών με την εκκίνηση της νέας παραγωγής. Συνιστώντας ψυχραιμία -όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή- θα ήταν χρήσιμο να προσεγγίσουμε νηφάλια -και- αυτή την ιστορία ώστε να εξαχθούν και τα αναγκαία συμπεράσματα.
Από αυτή τη στήλη στις 11 Νοεμβρίου και με αφορμή την επέκταση της ονομασίας προέλευσης "Καλαμάτα" για όλη τη Μεσσηνία, έγραφα ότι "το κύριο ζήτημα είναι η τύχη του μεγάλου όγκου της παραγωγής που κρίνει το εισόδημα και τη ζωή στην ύπαιθρο. Σε αυτό τον τομέα γίνονται ελάχιστα πράγματα, ένα πλήθος επιχειρήσεων δραστηριοποιείται -πολλές φορές επιτυχώς- στον τομέα των εξαγωγών κερδίζοντας θέσεις σε αγορές, αλλά τα περιθώρια που αφήνουν οι πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται με έδρα την Ιταλία και την Ισπανία είναι πολύ στενά για να "χωρέσουν" την ελληνική παραγωγή. Η οποία τελικά εξαρτάται κάθε φορά από τις διεθνείς συγκυρίες, καθώς οι τιμές προσδιορίζονται ουσιαστικά από τη ζήτηση χύμα ελαιολάδου από την πλευρά των Ιταλών κυρίως. Με δεδομένο το άνοιγμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης προς τις χώρες της Βόρειας Αφρικής με την χαλάρωση των δασμολογικών και εισαγωγικών επιβαρύνσεων στο ελαιόλαδο, αλλά και την είσοδο νέων χωρών - παραγωγών στη διεθνή αγορά τόσο από τη Μεσόγειο όσο και από τη Λατινική Αμερική, είναι φανερό ότι οι δυσκολίες θα μεγαλώσουν και οι πιέσεις θα αυξηθούν". Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει ότι το ζήτημα των εισαγωγών από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής -και ειδικότερα από την Τυνησία- είναι ένα από τα πολλά σημεία του πολυσύνθετου τοπίου που καθορίζει το μέλλον της ελαιοπαραγωγής.
Παρ' όλα αυτά αποτελεί ένα θέμα αιχμής το οποίο καθυστερημένα ανέβηκε στην επιφάνεια και μάλιστα με οξύτητα. Ηδη από τις 20 Ιουλίου είχε δημοσιευτεί η είδηση ότι σε κοινή συνέντευξη Τύπου η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι και ο πρωθυπουργός της Τυνησίας Χαμπίμπι Εσίντ ανακοίνωσαν ότι η ετήσια ποσόστωση εξαγωγών ελαιολάδου αυξάνεται (προσωρινά αλλά ουδέν μονιμότερον ως γνωστόν) κατά 25.000 τόνους και καταργούνται οι μηνιαίες ποσοστώσεις στην εισαγωγή (μέχρι τώρα οι ετήσιες εισαγωγές έχουν όριο τους 56.700 τόνους). Κατά συνέπεια οι όποιες παρεμβάσεις από τα κράτη - μέλη θα έπρεπε να έχουν εκδηλωθεί αμέσως μετά την ανακοίνωση για την οποία πρέπει να σημειωθεί ότι κανένας δεν είχε ενημερωθεί. Τα υπόλοιπα είναι δικαιολογίες ακολουθούμενες με "διπλωματική αβρότητα" που αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα και παρέχουν δικαιολογητική βάση για αποφάσεις οι οποίες θεωρούνται ήδη δεδομένες. Το μόνο που άλλαξε το Σεπτέμβριο ήταν το ύψος της αύξησης που έφθασε τους 35.000 τόνους. Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι πάντα αναφερόμαστε σε αδασμολόγητες ποσότητες οι οποίες εισάγονται σε τιμές χαμηλότερες της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς.
Η δικαιολογία για την απόφαση αυτή είναι ανθρωπιστικοί λόγοι λόγω της καταστροφής που υπέστη η τυνησιακή οικονομία από την βομβιστική επίθεση των τζιχαντιστών που επέφερε μεγάλο πλήγμα στον τουρισμό της χώρας. Η οποία όμως συμπίπτει με την χρόνια επιδίωξη της βιομηχανίας ελαιολάδου (ιδιαίτερα στην Ιταλία) που αναζητά φθηνότερη πρώτη ύλη την οποία πολλές φορές βαφτίζει μέχρι και ονομασίας προέλευσης. Οι ανακοινώσεις αυτές συνέβαλαν και στην πτώση της τιμής του ελαιολάδου (χωρίς να είναι ο μοναδικός παράγοντας) καθώς είναι φανερό ότι αυξάνεται σημαντικά η προσφορά στην αγορά, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι καταργούνται και οι μηνιαίες ποσοστώσεις πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν μαζικές εισαγωγές σε κρίσιμη χρονικά περίοδο για τη διαμόρφωση των τιμών. Ας δούμε τι γράφει ένας σημαντικός άνθρωπος του τομέα του ελαιολάδου, ο Νίκος Μιχελάκης διευθυντής του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης: "Η βοήθεια αυτή για να δείχνει ότι έχει πράγματι ανθρωπιστικά κίνητρα θα έπρεπε να είναι μια καθαρά οικονομική ενίσχυση της χώρας και όχι η αδασμολόγητη εξαγωγή ελαιολάδου, που σίγουρα, ενώ ωφελεί τις βιομηχανίες τυποποίησης της ΕΕ και κυρίως της Ιταλίας και Ισπανίας, είναι φανερό ότι θίγει σημαντικά τους ελαιοπαραγωγούς των ευρωπαϊκών χώρων, οι όποιοι ήδη βλέπουν τις τιμές του προϊόντος τους να μειώνονται!
Επομένως, η ορθότητα και ειλικρίνεια των επιχειρημάτων της πράξης, είναι αμφισβητήσιμη!. Υπάρχουν όμως στην Ελλάδα πολιτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς να ασχοληθούν με το θέμα!".
Και ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει η "ενεργητική τελειοποίηση". Δηλαδή η εισαγωγή χωρίς δασμούς ελαιολάδου από την Τυνησία (και άλλες χώρες), εφόσον αυτό προορίζεται για εξαγωγή εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κάτι το οποίο κάνει κατά κόρον η ιταλική βιομηχανία, παραβιάζοντας και το σχετικό κανονισμό. Πού νομίζει κανένας ότι πήγαν οι 286.000 τόνοι (και βάλε) των εξαγωγών του τυνησιακού ελαιολάδου την ελαιοκομική περίοδο που έκλεισε;
Οι αντιδράσεις φυσικά και δεν αποτελούν "ιδεολόγημα" κάποιων που σκέφτονται παρωχημένα, αλλά μια πραγματικότητα που αγκαλιάζει τον Ευρωπαϊκό Νότο και εκφράζεται μέσα από την κορυφαία συνεταιριστική οργάνωση, την Copa Cogeca. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του olivenews: "Η Ιταλική αγροτική Οργάνωση Confagricultura εκφράζει την δυσαρέσκειά της απέναντι στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αυξήσουν τις εξαγωγές ελαιολάδου από την Τυνησία, καταγγέλλοντας ότι για μια ακόμη φορά η γεωργία τίθεται στις υπηρεσίες της πολιτικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θυσιάζει τους Ευρωπαίους αγρότες με σκοπό να επιδείξει τις καλές της προθέσεις. Τονίζει επίσης ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζονται μέτρα με πολιτική βάση, φέρνοντας ως παράδειγμα το ρωσικό εμπάργκο και τις πρόσθετες παραχωρήσεις στο Μαρόκο.
Από την άλλη πλευρά ο ισπανικός συνεταιριστικός τομέας εξέφρασε την έκπληξή του για το πόσο γρήγορα τίθεται σε εφαρμογή από την Επιτροπή αυτός ο κανονισμός, τη στιγμή που εκκρεμούν σημαντικότερες αποφάσεις, όπως το πώς θα είναι το μέλλον της ιδιωτικής αποθεματοποίησης ελαιολάδου ή πώς θα συντονίσουν τις μελλοντικές οργανώσεις παραγωγών. Δύο θέματα που έχουν προτεραιότητα στον τομέα του ελαιολάδου".
Υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γραφτούν αλλά εκείνο που προέχει είναι η ψυχραιμία των παραγωγών και η δημιουργία ενός υπεύθυνου οργάνου πληροφόρησης για την κατάσταση της αγοράς ελαιολάδου. Ολα τα άλλα θα έπρεπε να συζητούνται στο πλαίσιο διαμόρφωσης εθνικής πολιτικής, κάτι που παραμένει ζητούμενο για δεκαετίες.