Οπως και να έχουν τα πράγματα όμως, αυτό που γίνεται όλο και περισσότερο φανερό είναι πως η πόλη κυρίως γίνεται όλο και πιο γνωστή ως “προορισμός”, παρά το γεγονός ότι αυτό γίνεται με τον... αυτόματο πιλότο στη δημοσιότητα. Τα εξειδικευμένα περιοδικά, αλλά και σχετικές ιστοσελίδες, εδώ και καιρό ανακαλύπτουν και προβάλλουν την περιοχή εναλλακτικά σε γνωστούς προορισμούς και αυτό δεν είναι τυχαίο. Από τη μια πλευρά ο χρόνος μετακίνησης έχει ελαχιστοποιηθεί, ενώ παράλληλα έχει αυξηθεί η ασφάλεια και η περιοχή αντικειμενικά μπορεί να “αποζημιώσει” τον επισκέπτη. Από την άλλη πλευρά και τα εξειδικευμένα μέσα για να κρατηθούν στην αγορά οφείλουν να προβάλλουν κάτι το καινούργιο και διαφορετικό από τις συνήθεις προτάσεις τους. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων δημιουργεί μηχανισμό προβολής χωρίς κανένας ουσιαστικά να φροντίζει γι' αυτό. Γεγονός που επιτείνει την αδιαφορία για το προσφερόμενο προϊόν και την επανάπαυση πολλών εκ των επαγγελματιών ότι από την ώρα που “μπήκε το νερό στο αυλάκι” δεν γυρίζει πίσω. Και το νερό μπορεί να μην γυρίζει πίσω, μπορεί όμως να στερεύει και να “φτωχαίνει” το αυλάκι αναλόγως της... τροφοδοσίας. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν αρκούν τα κολακευτικά δημοσιεύματα για τις φυσικές και άλλες ομορφιές ή και η έμμεση προβολή της περιοχής μέσα από τη λειτουργία της Costa Navarino. Θα πρέπει τόσο ο δήμος, όσο και οι ιδιώτες να πάρουν όλα εκείνα τα μέτρα που θα καταστήσουν την περιοχή πραγματικά ελκυστική για μικρές αποδράσεις, κάτι που μπορεί να εδραιώσει τη θέση της στον τουριστικό χάρτη. Και αν σε κάποιους φαίνονται “περίεργα” όλα αυτά αφού... μας σπρώχνει το κύμα, θα πρέπει να αναλογιστούν το τι προσφέρει η πόλη πέρα από την εγγύτητα στην πρωτεύουσα. Γιατί ασφαλώς κανένας δεν “καίγεται” να εκδράμει σε μια πόλη επί τριήμερον για να μετακινείται από καφέ σε ταβέρνα και πάλι από την αρχή. Θα το κάνει μια-δύο φορές και θα... αναχωρήσει για άλλους προορισμούς.
Η έκφραση “να πάρουν μέτρα” κάποιες φορές μοιάζει με... κενολογία γιατί υπάρχει η ανάγκη υπενθύμισης των αυτονόητων για τα οποία δεν καίγεται καρφί σε κανέναν. Ναι η Καλαμάτα και η ευρύτερη περιοχή διαθέτουν μοναδική φυσική ομορφιά. Την οποία όμως καταστρέφουν οι επεμβάσεις των ανθρώπων και η αδιαφορία του δήμου. Οποιος δοκιμάσει να κάνει μια βόλτα στην παραλιακή ζώνη θα βρεθεί μπροστά σε απογοητευτικό θέαμα. Η εικόνα εγκατάλειψης κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της και η απουσία ανθρώπων αποκαλύπτει την κακοποίηση του περιβάλλοντος μέσα από κατασκευές για τις οποίες ο χαρακτηρισμός “κακόγουστες” είναι επιεικής. Πολλοί από εκείνους που εκμεταλλεύονται το δημόσιο χώρο, δείχνουν βαθιά περιφρόνηση τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στην πόλη και τους ανθρώπους της. Εγκαταλείπουν στην παραλιακή περιοχή παλούκια, εξέδρες, κάθε είδους αντικείμενα, ενώ δεν λείπουν και εκείνοι που χρησιμοποιούν τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους σε (εμφανείς) αποθήκες. Δεν “κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας”, όμως αυτή η ιστορία δεν μπορεί να συνεχιστεί αν υπάρχει η φιλοδοξία να γίνει η πόλη προορισμός και για μικρές εκτός σεζόν διακοπές. Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για μια ακατανόητη στάση από την πλευρά του δήμου, ο οποίος θα έπρεπε να πρωτοστατεί για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Δείχνει σαν να μην θέλει να “σπάσει αυγά”, κάνοντας τα στραβά μάτια ακόμη και στα πλέον βάναυσα φαινόμενα, θεωρώντας τους ενοικιαστές του δημόσιου χώρου ως εν δυνάμει εκλογικούς πελάτες. Το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό αλλά αυτό δεν φαίνεται να συγκινεί και πολλούς από εκείνους τους οποίους πρωτίστως θα έπρεπε να ενδιαφέρει. Και αποτυπώνει την αντίληψη της καλοκαιρινής “αρπαχτής” η οποία έχει ημερομηνία λήξης αλλά δεν έχει συνειδητοποιηθεί από κανέναν.
Το αυτονόητο της ιστορίας είναι το ξήλωμα των εγκαταστάσεων με την απομάκρυνση όλων των αντικειμένων και την επαναφορά της ακτής στην αρχική της μορφή. Και πιο πριν βεβαίως το αυτονόητο σε κάθε περίπτωση είναι οι αυστηροί περιορισμοί στις κατασκευές και τα χαρακτηριστικά τους, αλλά και στην κατάληψη του δημόσιου χώρου. Το αξιοπερίεργο της ιστορίας είναι το γεγονός ότι το θέμα αυτό δεν απασχολεί το Δημοτικό Συμβούλιο - και η επισήμανση αυτή δεν αφορά μόνον την πλειοψηφία. Από εκεί και ύστερα το μείζον ζήτημα είναι η υπόθεση της ριζικής αλλαγής των χρήσεων και λειτουργιών στην παραλιακή ζώνη. Το θέμα της κυκλοφορίας στην περιοχή αναδεικνύεται σε μείζον πρόβλημα γιατί η λύση που θα δοθεί επηρεάζει τα πάντα. Αν η δημοτική αρχή επιμείνει στην άρνηση για οποιαδήποτε παρέμβαση για αλλαγή του σημερινού καθεστώτος, το σημερινό μπάχαλο όχι μόνον θα συνεχιστεί, αλλά θα διώχνει συνέχεια κόσμο για άλλες περιοχές έξω από την πόλη. Αν η “αστική ανάπλαση” που επαγγέλλεται η δημοτική αρχή, περιοριστεί σε πλακοστρώσεις και τσιμεντοποίηση, για άλλη μια φορά θα πέσει χρήμα... στο πηγάδι χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η φύση “προίκισε” την πόλη με ένα μοναδικό πλεονέκτημα: Μια ακτή χιλιομέτρων σε επαφή με τον οικιστικό ιστό. Αυτή η “προίκα” απαξιώθηκε σε σημαντικό βαθμό με το τείχος των πολυκατοικιών και κινδυνεύει να μείνει χωρίς αντίκρισμα αν η Ναυαρίνου συνεχίσει να είναι αρτηριακός δρόμος. Και αφού μιλάμε για... προίκες, θα ήταν άδικο να ξεχάσουμε τον... ξεχασμένο Ταΰγετο. Πρόκειται για το άλλο μεγάλο πλεονέκτημα της πόλης, το οποίο παραμένει απολύτως ανεκμετάλλευτο, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες της πόλης για προσέλκυση επισκεπτών. Δυστυχώς παρά τις προεκλογικές μεγαλοστομίες και τα κατά καιρούς “σχέδια” που εξαγγέλλουν κυβερνητικοί παράγοντες, δεν γίνεται απολύτως τίποτε για να συνδεθεί ο ορεινός όγκος με τη ζωή στην πόλη -και κατά συνέπεια με τον επισκέπτη- δίνοντας τη δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής στις μικρές αποδράσεις.
Αλλά και η ίδια η ζωή μέσα στην πόλη περιορίζεται στη λογική της διασκέδασης, κάτι το οποίο βεβαίως από μόνο του δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο επιλογής για τον επισκέπτη του τριημέρου καθόσον ανάλογους χώρους μπορεί να βρει ο καθένας σε όλους τους προορισμούς της χώρας. Η υποψήφια Πολιτιστική Πρωτεύουσα έχει ξεχάσει προ πολλού το Δημοτικό Θέατρο και τις ποιοτικές παραγωγές, έχει χώρους φιλοξενίας καλλιτεχνικών εκδηλώσεων αλλά κανένα πρόγραμμα για την περίοδο από... Φεστιβάλ και Φεστιβάλ Χορού. Και το πρόγραμμα ασφαλώς απαιτεί ένα ορισμένο σχέδιο αν θέλει να απευθυνθεί και πέρα από την πόλη. Οι εκδηλώσεις ακόμη και υψηλού επιπέδου δεν υπακούουν σε κάποιον προγραμματισμό, οι περισσότερες γίνονται σε τυχαίες ημερομηνίες και πολλές φορές... τυχαία. Ενα πλήθος αξιόλογων τοπικών πρωτοβουλιών προσελκύει ασφαλώς τους πολίτες, αλλά μόνον οργανωμένα μπορούν κάποιες από αυτές να συμπέσουν και με περιόδους εν δυνάμει υψηλής επισκεψιμότητας. Φυσικά και ένα τέτοιο σχέδιο έχει κόστος και δυσκολίες. Αλλά σε αυτά δοκιμάζονται αυτοί που έχουν αναλάβει τις τύχες της πόλης και όχι στη... φωτογένεια όταν είναι να βγάλουν λογύδρια σε κάμερες και περιοδικά. Και βεβαίως δεν θα έπρεπε, σε συνάφεια με αυτή την παράμετρο, να παραλείψουμε το γεγονός ότι ελάχιστοι στην πόλη θα μπορούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα “πού να πάω και τι να δω” που είναι και αφετηριακό για τον επισκέπτη. Γεγονός που παραπέμπει στην υπόθεση της οργανωμένης ξενάγησης στην πόλη και τη γύρω περιοχή, η οποία δεν φαίνεται να απασχολεί εκείνους που θα έπρεπε. Ως εκ τούτου ο επισκέπτης κινείται με ό,τι έχει διαβάσει και τις περισσότερες φορές οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά περιορισμένες και μάλιστα σε εκείνα που θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος τυχαία κινούμενος στην πόλη.
Συνοψίζοντας: Αντικειμενικά υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την ανάδειξη της πόλης ως σημαντικού προορισμού και πέρα από την καλοκαιρινή περίοδο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει στην τύχη, αλλά ως αποτέλεσμα πρωτοβουλιών οι οποίες θα αλλάξουν πολλά πράγματα στην πόλη και τις αντιλήψεις περί σχεδιασμού, περιβάλλοντος και πολιτισμού. Πράγματα που ενδιαφέρουν πρωτίστως τους πολίτες και χωρίς αυτά η υπόθεση “προορισμός” μπορεί να εξαντλήσει τη δυναμική της. Οι χρωματιστές νύχτες και τα καρναβάλια έχουν ημερομηνία λήξης για τον επισκέπτη...