Μια έννοια που λέει πολύ περισσότερα από μια λέξη, η οποία έχει γίνει καραμέλα για... πολιτική κατανάλωση. Πριν κάποιες δεκαετίες είχε “παίξει” πολύ ο όρος “περιφερειακή ανάπτυξη” και είχαν αναπτυχθεί ενδιαφέρουσες θεωρητικές προσεγγίσεις.
Επρόκειτο για μια εποχή κατά την οποία έγινε προσπάθεια να καλυφθούν οι θεωρητικές και πρακτικές υστερήσεις στην επιστημονική αναζήτηση για την αυτοδιοίκηση, την αποκέντρωση, το χωρικό σχεδιασμό, τις σχέσεις αστικής και αγροτικής ανάπτυξης, τις χρήσεις γης με νέα παράμετρο την τουριστική ανάπτυξη, την περιβαλλοντική προστασία. Τα διάφορα σχέδια που εκπονήθηκαν έμειναν στη μέση, καθώς από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και από υπουργό σε υπουργό άλλαζαν οι αντιλήψεις σχετικά με τα θέματα αυτά. Μεγάλα ποσά δαπανήθηκαν για μελέτες, οι περισσότερες των οποίων έμειναν στο συρτάρι. Κάποιες είχαν να αναδείξουν πράγματα, κάποιες άλλες ήταν δουλειές ρουτίνας. Ακόμη και εκεί που τυπικά θεσμοθετήθηκαν, παραβιάστηκαν στη συνέχεια όταν δεν εξυπηρετούσαν πολιτικούς και οικονομικούς σχεδιασμούς “παραγόντων” και “επενδυτών”. Σε όλη αυτή τη διαδικασία οι άνθρωποι της αυτοδιοίκησης στη μεγάλη τους πλειοψηφία όχι μόνο δεν συμμετείχαν ενεργά, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αδιαφόρησαν και άλλοτε υπέκυψαν σε πιέσεις από ομάδες συμφερόντων. Με ακραίες περιπτώσεις βεβαίως τα χωροταξικά και τα σχέδια πόλης, όπου το δημόσιο συμφέρον ακουμπά το ιδιωτικό. Και εκεί... νικάνε οι ομάδες πίεσης, ακόμη και οι έχοντες... δόντι στα διάφορα επίπεδα εξουσίας. Το έχουμε ζήσει σε διάφορες περιπτώσεις και φυσικά θα συνεχίσουμε να το ζούμε εφόσον οι επιλογές και η στάση των τοπικών παραγόντων έχει ως κριτήριο το πολιτικό όφελος και κατά κανόνα οι μειοψηφίες ανταγωνίζονται σε “ενδιαφέρον” τις πλειοψηφίες. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα, πολλές φορές δεν έχουν εκείνη τη δυναμική που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Και ως εκ τούτου αναζητείται μια νέα γενιά ανθρώπων που θα θελήσουν να πάρουν την υπόθεση του μέλλοντος στα χέρια τους, μια γενιά αποφασισμένη να συγκρουσθεί με αντιλήψεις μικροπολιτικής διαχείρισης του σχεδιασμού.
Ο σχεδιασμός βεβαίως άλλοτε είναι υποχρεωτικός, όπως στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, και άλλοτε επαφίεται στην καλή διάθεση και την επάρκεια των διαχειριστών της τοπικής εξουσίας. Και εδώ πλέον τείνει να γίνει είδος εν ανεπαρκεία, καθώς κυριαρχεί το τυχαίο και το ευκαιριακό. Ο ερασιτεχνισμός βασιλεύει με φόντο επεμβάσεις, οι οποίες δίνουν την εικόνα της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού. Αλλά τελικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από κατασπατάληση πόρων. Χωρίς συνοχή μεταξύ τους, με απογοητευτική επανάληψη “μοτίβων” της “βιομηχανίας αναπλάσεων”, με έλλειψη βασικών μέσων υποδομής και με τη σφραγίδα της χαμηλής αισθητικής διάχυτη και συμβατή με τα πολιτισμικά μοντέλα που παράγει η μιντιακή εξουσία. Και ορισμένες φορές με την παραβίαση βασικών κανόνων ακόμη και της κοινής λογικής. Οταν δεν υπάρχει σχεδιασμός φυσικά δεν υπάρχουν και ιεραρχήσεις. Για τις οποίες έχει γίνει κανόνας το εύκολο και εντυπωσιακό και όχι το δύσκολο αλλά κοινωνικά ωφέλιμο. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες το ενδιαφέρον περιορίζεται κατά κανόνα στη διαχείριση ζητημάτων του αστικού ή ημιαστικού κέντρου, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η χωρική περιφέρεια του δήμου, όταν αυτό δίνει τον τόνο και δεν υπάρχουν ισχυρά ανταγωνιστικά κέντρα οπότε αναγκαστικά το ενδιαφέρον... μοιράζεται. Και το ενδιαφέρον έχει πάντα να κάνει με το δομημένο χώρο, οι τοπικοί παράγοντες δίνουν την εντύπωση ότι η περιφέρειά τους αποτελείται από οικιστικές νησίδες στις οποίες απλώς... μένουν άνθρωποι. Οι οποίοι από εκεί και πέρα... ας κόψουν το λαιμό τους να αντιμετωπίσουν τα όσα τους ενδιαφέρουν και σχετίζονται με τη ζωή τους, που ασφαλώς δεν αποτελείται από πεζοδρόμια και πλακόστρωτα, άντε και κανένα πανηγύρι για λόγους ευθυμίας.
Και εδώ επανερχόμαστε στην αφετηρία αφού περιδιαβήκαμε το σχεδιασμό (ή μη σχεδιασμό), όπως γίνεται αντιληπτός από τους τοπικούς παράγοντες. Οι οποίοι όταν μιλάνε για “ανάπτυξη” δεν βλέπουν τίποτε περισσότερο από... τουρίστες και ξενοδοχεία, άντε και κανέναν δρόμο να τους εξυπηρετεί. Οταν εφαρμόστηκαν τα σχέδια μεγέθυνσης των μονάδων της αυτοδιοίκησης και με τον “Καποδίστρια” και με τον “Καλλικράτη”, προβλήθηκε έντονα η αλλαγή του ρόλου της αυτοδιοίκησης και η αναπτυξιακή διάσταση των δραστηριοτήτων της. Αυτό που τελικά έγινε απέχει πόρρω από τις διακηρύξεις και επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις ότι τελικά ο μοναδικός στόχος ήταν η συγκέντρωση των υπηρεσιών και ο ευχερέστερος έλεγχος της αυτοδιοίκησης. Η οποία όχι μόνο παραμένει μακριά αλλά όλο και περισσότερο απομακρύνεται από τον πολίτη και τις ανάγκες του, αδυνατώντας (ή και αδιαφορώντας) να παίξει ρόλο στην οικονομία του τόπου. Την ενίσχυση της οποίας περιορίζει σε κάθε είδους “πανηγύρια” που μπορούν να προσελκύσουν επισκέπτες τριημέρων. Εύκολες και “πιασάρικες” δουλειές που ενισχύουν τη λογική της φούσκας που μπορεί να σκάσει και μάλιστα σε χρόνο απρόβλεπτο -οι προειδοποιήσεις κάθε χρόνο άλλωστε γίνονται όλο και περισσότερο έντονες. Ειδικά μάλιστα όταν δεν δημιουργούνται και οι αναγκαίες αστικές ή ημιαστικές υποδομές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την επισκεψιμότητα. Σχετικά με το υπό εξέταση θέμα, έχει νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον το εξής: Ποτέ και σε κανένα δημοτικό συμβούλιο για παράδειγμα δεν έχει γίνει μια ολοκληρωμένη συζήτηση για την περιφέρειά του. Να εξετάσουν δηλαδή οι άνθρωποι ποια είναι η οικονομία και η κοινωνία της περιφέρειας, τι προβλήματα αντιμετωπίζει, τι λύσεις μπορούν να δοθούν, ποιο είναι το συλλογικό όραμα για το μέλλον. Επιφανειακά και μεμονωμένα συζητούνται κάποια θέματα, αν σκάσει κάτι το έκτακτο που συγκινεί την τοπική κοινωνία, για το οποίο εκδίδεται ένα ψήφισμα... στην εξουσία και μετά σιωπή και επιστροφή σε αναπλάσεις και τραπεζοκαθίσματα.
Βεβαίως οικονομία και κοινωνία δεν τεμαχίζονται στα όρια ενός δήμου τα οποία χαράχτηκαν με βάση κριτήρια και σκοπιμότητες. Και πρακτικά η αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων και σε όλα τα επίπεδα δεν μπορεί παρά να γίνει σε ευρύτερες ενότητες με κοινά χαρακτηριστικά ή ενδιαφέροντα. Με βάση αυτή τη διαπίστωση οδηγούμαστε στην ανάγκη του “μικροπεριφερειακού προγραμματισμού” στη βάση μιας αναγνωρίσιμης πραγματικότητας που προσδιορίζεται από γεωγραφικούς, παραγωγικούς, οικιστικούς και περιβαλλοντικούς όρους. Οι δήμοι μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο και να στηρίξουν την τοπική οικονομία, όταν αντιληφθούν πως χρειάζονται μεγάλης κλίμακας συνέργειες και ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σε επίπεδο “μικροπεριφέρειας”. Κλασική περίπτωση μικροπεριφέρειας αποτελεί η περιοχή του Μεσσηνιακού κάμπου, όπου συναντιούνται οι Δήμοι Καλαμάτας, Μεσσήνης και Οιχαλίας. Μια τεράστια παραγωγική βάση περιμένει να εκδηλωθεί το ενδιαφέρον και η συνεργασία αυτών των δήμων, προκειμένου να αναπνεύσει και να αναπτυχθεί στηρίζοντας την τοπική οικονομία και τους ανθρώπους της. Η χωρική μικροπεριφέρεια δεν ορίζεται απλώς με βάση τη γεωργική γη, αλλά έχοντας ως βάση τη γεωργική γη επεκτείνεται σε όλες τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτήν, από την καλλιέργεια μέχρι τον τουρισμό και τη βιομηχανία, τις υποδομές από την άρδευση μέχρι το αεροδρόμιο, το περιβάλλον από τον Πάμισο μέχρι τα πυρηνελαιουργεία. Δεν πρόκειται να γίνουν σοβαρά πράγματα σε αυτή την περιοχή αν δεν υπάρξουν συνεργασία, μελέτη, σχέδιο και κοινή υποστήριξη για την υλοποίησή του. Και φυσικά δεν είναι η μόνη περιοχή η οποία μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μικροπεριφέρεια. Η Δυτική Μεσσηνία και τμήμα της Ηλείας με κοινή παράδοση, επιρροές και οικονομικές δραστηριότητες, είναι επίσης μια τυπική μικροπεριφέρεια. Ολόκληρη η Μάνη επίσης είναι μια μικροπεριφέρεια με πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση οι δήμοι πρέπει να ξεφύγουν από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τις υποθέσεις της τοπικής κοινωνίας. Χρειάζονται μια άλλη αντίληψη και ανθρώπους που θα μπορούσαν να την υπηρετήσουν, με ανοιχτό ορίζοντα και όραμα, σε ρήξη με τις πρακτικές που παγιώθηκαν την εποχή της γιγάντωσης και των υπερεξουσιών των δημάρχων. Και αυτό είναι υπόθεση των νέων ανθρώπων που έχουν το μέλλον μπροστά τους, αλλά και της κοινωνίας που δεν μπορεί να περιμένει θαύματα αλλά... οφείλει να τα κάνει.