Ο Εβλιά Τσελεμπή στην πρώτη του επίσκεψη στην Καλαμάτα περιγράφει συνοπτικά την ιστορία της κατάκτησης και τις αρχές της πόλης. Από την περιγραφή φαίνεται ότι οι Τούρκοι έμεναν στο εσωτερικό του κάστρου για να προφυλαχτούν από τις επιδρομές των Μανιατών. Υψηλόβαθμοι υπάλληλοι και αξιωματικοί δεν υπήρχαν, μόνο υπάλληλος ελέγχου των ζυγαριών που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι και υπεύθυνος ασφαλείας των δρόμων. Ενώ η φρουρά φαινόταν ενισχυμένη σε σχέση με την έκταση του κάστρου: “Το κάστρο της Καλαμάτας χτίστηκε από τους Βενετούς και το όνομά του σημαίνει στα ελληνικά “καλά μου μάτια”. Οι Ρωμιοί μερικές φορές το ονομάζουν “Κάστρο και Καλαμάτια”. Στα τούρκικα είναι γνωστή ως Καλαμάτα. Κατακτήθηκε από τον Σουλτάνο Μεχμέτ τον Πορθητή. Μετά την άλωση το κάστρο γκρεμίστηκε σε μερικά σημεία. Αργότερα η πόλη ξαναχτίστηκε για να προστατευτεί από τους απίστους της Μάνης κατ’ εντολήν του Κιοπρουλή Μεχμέτ Πασά, ενισχύθηκε την εποχή του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Είναι χάσι των εκάστοτε αρχιναυάρχων και ανήκει στο σαντζάκι του Μυστρά. Ο τοποτηρητής ασκεί τα καθήκοντά του με τη βοήθεια εκατό στρατιωτών. Είναι καζάς με βαθμό εκατόν πενήντα άσπρα. Δεν υπάρχει κετχουνταγιερής, σερντάρης των γενίτσαρων κι άλλοι αξιωματούχοι, παρά μόνον μιζανχαρίρ εμίνης, μπατζντάρης, φρούραρχος και τριακόσιοι φρουροί”.
Οι πληροφορίες του Εβλιά Τσελεμπή για τους τόπους πολλές φορές θεωρούνται αξιόπιστες και ως εκ τούτου έχει ενδιαφέρον η περιγραφή του κάστρου, στο οποίο όπως φαίνεται έμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι. Ενώ ήδη είχε κατασκευαστεί και το εσωτερικό κάστρο για μεγαλύτερη ασφάλεια, όπου βρισκόταν και το “στρατόπεδο” των Τούρκων. Φαίνεται ακόμη ότι είχε δοθεί ιδιαίτερη σημασία για την ασφάλεια του κάστρου από την περιγραφή του εξοπλισμού με κανόνια και των πολλών θέσεων μάχης: “Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα μυτερό βράχο κι έχει περιφέρεια εξακόσια βήματα. Μέσα του βρίσκονται είκοσι τέσσερα σπίτια με σκεπές από κεραμίδι και σχιστόλιθο και το τζαμί του Μεχμέτ Δ’, στις μέρες μας χωρίς μιναρέ. Η σιδερένια πύλη του βλέπει προς την ανατολή. Το κάστρο προφυλάγεται από δεκαπέντε κανόνια των τύπων κολομπόρνε και σαχί. Το εσωτερικό φρούριο που περιβάλλεται από το μεγάλο κάστρο είναι ένα μακρόστενο κάστρο νεότερης κατασκευής, πάνω σε μικρό βράχο. Εδώ βρίσκονται τα τριάντα κεραμοσκέπαστα σπίτια των στρατιωτών. Η σιδερένια πύλη του βλέπει προς τα δυτικά. Δεν έχει τάφρο. Οι πολεμίστρες και οι προμαχώνες είναι πάμπολλοι”. Από τις χαλκογραφίες Ευρωπαίων καλλιτεχνών αυτής της περιόδου περίπου, πιστοποιείται πως πράγματι το κάστρο είχε εξωτερική και εσωτερική οχύρωση, υπήρχαν σπίτια και στις δύο ζώνες όπως επίσης και τζαμί.
Η πόλη όπου έμεναν οι Ελληνες βρισκόταν έξω από το κάστρο και προς τη δυτική πλευρά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο προσανατολισμός είναι “κατά προσέγγιση”, υπολογίζει περίπου τα σημεία του ορίζοντα και με βάση αυτό ο κύριος όγκος της πόλης είχε αναπτυχθεί στο ανάγλυφο προς τη νοτιοδυτική πλευρά του κάστρου. Ενώ υπήρχε ένας μικρός δρόμος που διέσχιζε την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η πληροφορία για εννέα εκκλησίες επιβεβαιώνεται από τη διοικητική διαίρεση κατά ενορίες που γίνεται λίγα χρόνια αργότερα, το 1700, από τους Ενετούς. Με λίγες λέξεις ο Τσελεμπή δίνει ίσως την πρώτη “πολεοδομική” εικόνα της πόλης: “Δυτικά του κάστρου βρίσκονται οχτακόσια πλίθινα και πέτρινα κεραμοσκέπαστα σπίτια με αμπέλια και μποστάνια. Πάνω στο άστρωτο δρομάκι που διασχίζει την πόλη από ανατολικά προς τα δυτικά, είναι στημένα διακόσια μαγαζιά με όλα τα καλά. Δεν υπάρχουν χάνια και χαμάμ, μόνον ένα μικρό τζαμί παλιάς αρχιτεκτονικής με κεραμιδένια σκεπή και πέτρινο μιναρέ μπροστά από το κτήριο του δικαστηρίου. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του είναι λίγοι, ενώ οι περισσότεροι είναι Ρωμιοί. Γι’ αυτό και βρίσκονται σε λειτουργία εννιά εκκλησίες”. Ο μικρός δρόμος από ανατολικά προς δυτικά κατά πάσα πιθανότητα είναι ο “άξονας” της σημερινής Μητροπολίτου Μελετίου-Τζάνε, καθώς φαίνεται ότι είναι και ο άξονας της δυτικής πλευράς του αρχαίου κάστρου με βάση παλαιά ευρήματα. Ο Νέδοντας αλλά και η Φραγκόλιμνα δεν άφηναν πολλούς διαδρόμους για να διασχίσει κάποιος την πόλη, ενώ σε αυτήν κατέληγε και ο δρόμος από τη Μάνη που έφθανε από ανατολικά μέσα από τα σημερινά Γιαννιτσάνικα. Αλλά και ο δρόμος από την ενδοχώρα που απαθανατίζεται σε γκραβούρες και μάλλον ήταν η σημερινή Αγίου Γεωργίου που μέσα από τη λαγκάδα έφθανε προς το Ασπρόχωμα και ακολουθούσε την “αρχαία διαδρομή” που φαίνεται πως έκανε ο Παυσανίας. Η επικοινωνία με την περιοχή της Αλαγονίας γινόταν μέσα από το μονοπάτι που υπάρχει και σήμερα που φθάνει στη δυτική πλευρά του Νέδοντα. Ενδεχομένως όμως πρόκειται και για την Μπενάκη με βάση την αποτύπωση της πόλης από την Επιστημονική Αποστολή του Μαιζώνος μετά το 1828, με δεδομένο το γεγονός ότι τα σημεία του ορίζοντα δεν είναι απολύτως ακριβή στην περιγραφή του Τούρκου περιηγητή.
Στο προηγούμενο απόσπασμα ο Τσελεμπή δίνει την εικόνα μιας περιοχής αγροτικής με τα αμπέλια και τα μποστάνια. Αλλά και μια εικόνα πόλης με εμπορική δραστηριότητα κατά μήκος του άξονα ενός δρόμου. Στη συνέχεια όμως παρουσιάζει και τη βασική οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή, που δεν ήταν άλλη από την παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων. Παρουσιάζει με εγκωμιαστικά λόγια την ποιότητα των προϊόντων σε σχέση με αυτά τα οποία παράγονται σε φημισμένες περιοχές της Ανατολής. Και προσθέτει ότι υπάρχει έντονη εμπορική δραστηριότητα με εξαγωγές στη Γαλλία: “Εδώ κατασκευάζονται διάφορα μεταξωτά υφάσματα, που δεν ξεχωρίζουν από τ’ αλγερινά. Με τέτοια τυλίγουν οι άντρες το κεφάλι και τη μέση τους. Τα πουκάμισα που φτιάχνουν από το μετάξι, τα βάζουν μέσα σ’ ένα καλάμι και τα στέλνουν δώρο στους σουλτάνους, τους βεζίρηδες και τους βεκίληδες. Το κάθε πουκάμισο ζυγίζει εφτά με οχτώ δράμια. Τόσο λεπτό είναι το μετάξι. Ολοι οι κάτοικοι ασχολούνται με την επεξεργασία του. Υπάρχουν φυτείες με εννιά χιλιάδες μουριές. Οι πλαγιές των βουνών της Μάνης έχουν καλό κλίμα και νερό, γι’ αυτό τα παλικάρια και οι γυναίκες των Ρωμιών είναι ξακουστοί για την ομορφιά τους. Το μετάξι της Καλαμάτας είναι καλύτερης ποιότητας απ’ αυτό του Κιλάν και του Λαχτσάν στην Περσία. Χιλιάδες φορτία του στέλνονται ακόμη και στη Γαλλία”.
Η αφήγηση του Τσελεμπή σε μικρά τμήματα έτσι ώστε να γίνονται οι αναγκαίες επεξηγήσεις, δίνει μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα της πόλης από πολεοδομική άποψη, αποτυπώνει τον πληθυσμό της και τη σύνθεσή του, ενώ καταγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της. Πρόκειται για τα στοιχεία εκείνα τα οποία προσδιόρισαν και την εξέλιξη, καθώς η τοπική οικονομία ανοιγόταν προς τις αγορές της Δύσης μέσα από το εμπόριο των μεταξωτών υφασμάτων. Ηταν μια διαδικασία η οποία με βάση τα στοιχεία είχε ήδη αρχίσει από την εποχή της Φραγκοκρατίας και πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις στη συνέχεια φέρνοντας σε ρόλο πρωταγωνιστή τοπικούς εμπόρους και εξαγωγείς. Ταυτόχρονα η πόλη γινόταν κέντρο εμπορίου για την ευρύτερη περιοχή, καθώς στην εβδομαδιαία αγορά συγκεντρώνονταν παραγωγοί αγροτικών προϊόντων. Γινόταν κάθε Σάββατο όπως μαθαίνουμε σε ενετική αναφορά του 1691 για τις αγορές, “διά τας συνήθεις χρείας των κατοίκων και ιδίως των απόρων εκ των παρακειμένων χωρίων, οίτινες εκποιούντες τα σιτηρά αυτών και άλλους καρπούς των αγρών πορίζονται κατ’ οίκον τα χρειώδη”. Δύσκολη η ανασύνθεση του παρελθόντος, μπορούμε όμως να το σκιαγραφήσουμε μέσα από αφηγήσεις και εκθέσεις...
Υ. Γ: Στη φωτογραφία μια χαλκογραφία του Dapper το 1688 (πόλη και κάστρο) από τη συλλογή του Ιδρύματος Λασκαρίδη, που επιβεβαιώνει σε γενικές γραμμές την περιγραφή του Τσελεμπή.