Με μεγαλύτερη ένταση τις εποχές των μικρών δήμων και κοινοτήτων καθώς η αναγκαιότητα τότε ήταν πολύ μεγαλύτερη ακόμη και για μικρής κλίμακας υποδομές. Στις σημερινές συνθήκες η διαδημοτική συνεργασία είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί μέσα από ευέλικτες μορφές που αντιστοιχούν κάθε φορά στην αναγκαία επέμβαση.
Αν γενικώς η διαδημοτική συνεργασία είναι αναγκαίο “εργαλείο” για ευρύτερες παρεμβάσεις, η συνεργασία ανάμεσα στους Δήμους Καλαμάτας και Μεσσήνης σε ένα ευρύ πλαίσιο δράσεων θεωρώ πως είναι “εκ των ων ουκ άνευ” σε κάθε συζήτηση για την αξιοποίηση των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την πραγματικού περιεχομένου “ανάπτυξη”. Και αυτό όχι απλώς επειδή πρόκειται για δύο γειτονικές γεωγραφικές ενότητες, αλλά γιατί αγκαλιάζουν σύνολα και υποσύνολα τομέων κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας σε απόλυτη αλληλοσύνδεση. Παρότι δεν χρειάζεται προσπάθεια για να γίνει αντιληπτό αυτό, θα αναφερθώ αναλυτικότερα στη συνέχεια. Θα έπρεπε όμως να κάνω μια “στάση” στο ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κοινωνίες όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο χρόνο. Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι ιστορικά υπήρξαν πάντα ισχυρότατοι δεσμοί. Αυτοί ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι πολλές από τις οικογένειες που έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Καλαμάτας προέρχονταν από τη Μεσσήνη, ως αποτέλεσμα μιας μετακίνησης στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Μια μετακίνηση που ακολούθησε τις αλλαγές στην οικονομική δραστηριότητα, που προκλήθηκαν από σημαντικά έργα υποδομής όπως το λιμάνι και ο σιδηρόδρομος. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η κοινή καταγωγή καθώς τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση πολλές οικογένειες της Γορτυνίας κινήθηκαν προς τα πεδινά της Μεσσηνίας και εγκαταστάθηκαν σε Καλαμάτα και Μεσσήνη διατηρώντας τους δεσμούς. Ενα φαινόμενο που αποτελεί ενδιαφέρον πεδίο έρευνας και το οποίο είχε σημαντική επίδραση στις σχέσεις των δύο πόλεων μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Και αυτό πρέπει να κρατήσουμε, καθώς στη συνέχεια υποδαυλίστηκε μια αντιπαλότητα την οποία σε κάποιες περιπτώσεις ευνόησαν και λανθασμένες κινήσεις ή επιλογές της διοίκησης.
Στο σήμερα λοιπόν με “προίκα” την ιστορία αλλά και την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης της περιοχής. Πέρα από κάθε αμφισβήτηση υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο που θα πρέπει να αποτελέσει στοιχείο ενδιαφέροντος των δύο δήμων αλλά και αυτού της Οιχαλίας: Πρόκειται για τον μεσσηνιακό κάμπο ο οποίος, παρά τις τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες και το βιωμένο ρόλο του παρελθόντος, σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Σε αυτό έχουν συντείνει διάφοροι λόγοι, από την κατασκευή του αεροδρομίου που τον έκοψε στα δύο, μέχρι τα ανεπαρκή εγγειοβελτιωτικά που βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση διάλυσης. Κυρίως όμως οφείλεται στην έλλειψη σχεδίου για την αξιοποίηση αυτού του παραγωγικού δυναμικού με την αναζήτηση των κατάλληλων μέσων, καλλιεργειών και μορφών συλλογικής οργάνωσης. Ενα σύνολο δράσεων δηλαδή που θα υπερβαίνει τις διαρθρωτικές αδυναμίες στην οργάνωση της παραγωγής και θα αντιμετωπίζει ζητήματα κόστους παραγωγής και ανταγωνισμού. Οσο και αν αυτό το θέμα είναι γενικότερο στην ελληνική αγροτική οικονομία, στην περιοχή του μεσσηνιακού κάμπου έχει προφανή ιδιαιτερότητα. Και παραγωγική θα μπορούσε να γίνει η περιοχή και πεδίο συνεργατισμού, με ενότητες που ευνοεί η γεωγραφική γειτνίαση και το επίπεδο του εδάφους, που επιτρέπουν υψηλό βαθμό εκμηχάνισης. Εδαφος, ηλιοφάνεια και άφθονο νερό είναι η προσφορά της φύσης, η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι το ζητούμενο. Σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης η οποία πέρα από κάθε αμφιβολία θα ενταθεί στην μετά πανδημία εποχή, οι δήμοι που “αθροιστικά” συγκροτούν τον κάμπο είναι αδιανόητο να αδιαφορούν για την ανάπτυξη της παραγωγικής δραστηριότητας. Υπάρχει η ιστορική πείρα των κοινών μελετών, ας πάρει κάποιος την πρωτοβουλία μιας διαδημοτικής συνεργασίας με στόχο την παραγωγική ανασυγκρότηση του κάμπου και την άρση όλων των εμποδίων που υπάρχουν, μηδέ εξαιρουμένης και της έντονης παραβατικότητας που δημιουργεί κατάσταση γκέτο.
Ο κάμπος “σβήνει” στη θάλασσα και υπάρχει μια τεράστια κοινή ακτογραμμή, για την οποία υπάρχει θεωρητικό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη οικιστικής και τουριστικής δραστηριότητας, με όλα αυτά να αποτελούν προς το παρόν ασκήσεις επί χάρτου. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχω διατυπώσει την άποψη ότι θα έπρεπε να έχει εκπονηθεί κοινό σχέδιο των Δήμων Καλαμάτας και Μεσσήνης για όλη την παραλιακή ζώνη από τη Δυτική Παραλία μέχρι τη Βελίκα. Και αυτό το σχέδιο δεν μπορεί παρά να έχει ως πυρήνα την ήπια τουριστική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αγροτική δραστηριότητα. “Κοινό σχέδιο” δεν μπορεί να αποτελεί η λογική ενός δρόμου “σωλήνα” που απλώς θα διευκολύνει τη μετακίνηση από και προς την Καλαμάτα με “δορυφοροποίηση” της ευρύτερης περιοχής στην οικονομική δραστηριότητα της πρωτεύουσας. “Κοινό σχέδιο” σημαίνει ολοκληρωμένες οικιστικές δράσεις με σύγχρονες αντιλήψεις εκατέρωθεν του Παμίσου και σύνδεση με ένα παραθαλάσσιο δρόμο ήπιας κυκλοφορίας (αυστηρά ελεγχόμενης με αυτόματα συστήματα) για αυτοκίνητο και ποδήλατο. Αυτά μπορούν να προσδιορίσουν οι δήμοι και σε αυτά να δράσουν ολοκληρώνοντας επιμέρους μελέτες που έχουν βαλτώσει εδώ και χρόνια και προχωρώντας σε ενιαιοποίηση μέσα από καινούργια στοιχεία. Γιατί πέρα από το δρόμο-ποδηλατόδρομο που θα αποτελούσε πόλο έλξης για αμέτρητους ανθρώπους, υπάρχουν ορισμένα προαπαιτούμενα. Μεταξύ αυτών δεν μπορεί παρά να περιλάβουμε ένα σχέδιο ασφαλούς λειτουργίας του βιολογικού καθαρισμού που θα προλαμβάνει πιθανές αβαρίες (που γίνονται όλο και περισσότερο πιθανές όσο “γερνάει” η μονάδα). Αλλά και τη μελέτη ταχείας αποκατάστασης της χωματερής στα “Λιμενικά” όχι μόνον γιατί αποτελεί τεράστια περιουσία για το Δήμο Μεσσήνης αλλά γιατί είναι πραγματική “υγειονομική βόμβα” για την ευρύτερη περιοχή.
Αυτό που “χωρίζει”την περιοχή στα δύο είναι εκείνο που την “ενώνει” ζωογόνα. Και αυτό δεν είναι τίποτε λιγότερο από τον Πάμισο. Πρόκειται για ένα τεράστιο κεφάλαιο που έχει απασχολήσει στο παρελθόν, έχουν δοθεί πολλές υποσχέσεις αλλά φως δεν φαίνεται ακόμη. Οι εκβολές του είναι σπάνιας ομορφιάς και η διαδρομή μέχρι τις πηγές του παρουσιάζει ξεχωριστά φυσικά σύνολα και εξαιρετική βιοποικιλότητα. Σε όλη τη διαδρομή μπορεί να αναπτυχθεί ένα σύνολο δραστηριοτήτων που θα αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής στις δύο πόλεις και τους οικισμούς της περιοχής. Αυτό όμως έχει και τα δικά του προαπαιτούμενα, εκτός από τη συνεργασία των δύο δήμων. Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι η οριοθέτηση του ποταμού, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει κανένα σχέδιο. Δεν γνωρίζω αν έχει γίνει κάτι ουσιαστικό τα τελευταία χρόνια, θυμάμαι όμως ότι εκείνο που εμπόδιζε το “άνοιγμα” της προσπάθειας ήταν το γεγονός ότι η αυτοδιοίκηση θα έπρεπε να συγκρουσθεί με τους παρόχθιους που έχουν καταλάβει στο πέρασμα του χρόνου τμήματα της ζώνης ποταμού. Το δεύτερο προαπαιτούμενο είναι η χωρίς δεύτερη συζήτηση προστασία του από τη ρύπανση που προκαλούν βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες οι οποίες τον έχουν καταστήσει αποδέκτη για κάθε είδους απόβλητα. Αυτό σημαίνει την πλήρη απογραφή των μονάδων, τον έλεγχο για τη διάθεση των αποβλήτων και τη συνεχή επιτήρηση με κάθε πρόσφορο μέσο. Πέρα από την αυστηρά περιβαλλοντική σκοπιά, σκεφθείτε τώρα να δοθούν εκατομμύρια για ένα έργο αξιοποίησης και εκείνοι που το επισκέπτονται να απολαμβάνουν την... μπόχα που αναδίδεται σε διάφορα σημεία του. Και βεβαίως είναι πολύ μεγάλης σημασίας η ανάλογη δράση στον Αρι και οι σύνδεση με τις αντίστοιχες του Παμίσου.
Η ανάγκη της συνεργασίας είναι προφανής αλλά δεν αρκούν τα λόγια, χρειάζονται και πράξεις. Αυτές όμως είναι αρμοδιότητας των φορέων της αυτοδιοίκησης πρωτίστως. Είναι μια υπόθεση με προφανείς δυσκολίες. Αλλά με ακόμη προφανέστερη σημασία. Ελπίζω αυτό να γίνει εγκαίρως κατανοητό από τους αρμοδίους σε μια εποχή που η αυτοδιοίκηση καλείται να παίξει πολύ σημαντικότερο ρόλο από όσο στο παρελθόν.
Τετάρτη, 06 Μαϊος 2020 18:29
Επί Τάπητος: Αναγκαιότητα η διαδημοτική συνεργασία...
Γράφτηκε από τον Ηλίας ΜπιτσάνηςΗ διαδημοτική συνεργασία είναι ένα από τα θέματα που έχουν απασχολήσει τα σημειώματα που έχω γράψει στην “Ελευθερία” εδώ και δεκαετίες.
Κατηγορία
Καλημέρα κύριε Δήμαρχε