Τετάρτη, 21 Ιουλίου 2021 21:11

Επί Τάπητος: “Καμίνι” η πόλη

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: “Καμίνι” η πόλη

 

“Καμίνι” η πόλη και ευτυχώς που κάτι ημέρες το βράδυ πιάνει λίγο αεράκι και δροσίζει όπου μπορεί να… περάσει τα φράγματα των πανύψηλων πολυκατοικιών που ορθώνονται σχεδόν “πλάτη-πλάτη”, την ώρα που οι φυσικοί αεραγωγοί έχουν κλείσει πλέον.

Τις τελευταίες δεκαετίες η Καλαμάτα και οι θεσμικοί της φορείς διαλαλούν την πρόθεση να γίνει “προορισμός”, οι επισκέπτες για τους πιο διαφορετικούς λόγους άρχισαν να την προτιμούν, αλλά… μέχρις εκεί. Γιατί δεν αρκεί να διαλαλεί κανένας την πραμάτεια του, θα πρέπει να είναι και ειλικρινής. Παρουσιάζεται από πολλούς με μια “δροσερή ελαφρότητα” ως “επίγειος παράδεισος” αλλά τέτοιος χωρίς οργανωμένο πράσινο δεν υπάρχει. Και δυστυχώς σε αυτό το πεδίο η πόλη κατέχει αρνητικό ρεκόρ και οι συνθήκες γίνονται όλο και περισσότερο δυσμενείς.
Πιθανόν κάποιοι θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν ως υπερβολική τη διαπίστωση. Ως εκ τούτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εξ αρχής ότι το 2010 σε έρευνα της Eurostat για τα χαρακτηριστικά ορισμένων πόλεων, η Καλαμάτα ήταν μια από αυτές που είχαν το χαμηλότερο ποσοστό πρασίνου εντός του οικιστικού ιστού. Δεν χρειάζεται να ψάξει κάποιος ιδιαιτέρως για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πέραν του Πάρκου Σιδηροδρόμων (και συμπληρωματικά του Πάρκου Λιμενικού) δεν υπάρχει άλλος χώρος οργανωμένου πρασίνου στην πόλη. Κάπου 60 στρέμματα δηλαδή, πράγμα που σημαίνει ότι η αναλογία είναι μόλις 1 τετραγωνικό μέτρο ανά κάτοικο. Για να αποδειχθεί έτσι η ορθότητα της σχετικής έρευνας που προανέφερα, τα στοιχεία της οποίας δεν άλλαξαν όλα αυτά τα χρόνια. Το πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι η στατιστική αλλά η επίδραση που έχει αυτή η αρνητική επίδοση στην ποιότητα ζωής της πόλης. Η οποία έχει κατασκευαστεί πρωτίστως για τους κατοίκους της, οι επισκέπτες έρχονται και φεύγουν, οι περισσότεροι άλλωστε κινούνται σε προκαθορισμένες διαδρομές οι οποίες μάλιστα είναι σε επαφή με τον μεγάλο πνεύμονα πρασίνου. Τον οποίο εδώ που τα λέμε, ουκ ολίγοι εποφθαλμιούν ονειρευόμενοι μια κεντρική λεωφόρο. Και επειδή ψηφοθηρικώς θεωρείται... καρποφόρα μια τέτοια κίνηση, το Πάρκο έχει γλιτώσει χάρη στο γεγονός ότι όλοι γνωρίζουν πως κάτι τέτοιο δεν έχει τύχη στο Συμβούλιο Επικρατείας.
Για να επανέλθουμε στο ζητούμενο, τα δέντρα στις νησίδες και τα πεζοδρόμια έχουν τη δική τους αξία (κλιματική και αισθητική), σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να αναπληρώσουν την απουσία χώρων οργανωμένου πρασίνου οι οποίοι τελικά καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το κλίμα στην πόλη, τις κοινωνικές δραστηριότητες και την καθημερινότητα των πολιτών σε τελευταία ανάλυση. Την εποχή της πανδημίας η έλλειψη αυτή έγινε αισθητή καθώς διαπιστώθηκε με δραματικό τρόπο η έλλειψη μεγάλων χώρων πρασίνου που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως χώροι “απόδρασης” από την υποχρεωτική κλεισούρα.
“Δυσάρεστη” η εισαγωγή και μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος: Μα υπάρχουν άλλοι χώροι στην πόλη για να δημιουργηθούν ζώνες πρασίνου; Θα απαντήσουμε ότι υπήρχαν, αλλά δυστυχώς οι επιλογές ήταν διαφορετικές. Υπήρχε ο χώρος του παλιού στρατοπέδου, αλλά με ευθύνη όλων όσοι είχαμε δημόσιο λόγο και ρόλο (από διαφορετικές θέσεις), αντί για να δημιουργηθεί ένας πνεύμονας πρασίνου με ελάχιστα κτήρια που ήδη υπήρχαν, φορτώθηκε με ένα πλήθος χρήσεων και μετατράπηκε σε μια νέα συνοικία. Δυστυχώς η παρέμβαση αποτύπωσε το πνεύμα μιας εποχής κατά την οποία εκδηλώθηκε ένας διαγκωνισμός προτάσεων για την τσιμεντοποίηση του χώρου. Βεβαίως υπήρχε και η πλατεία, αλλά και εδώ κυριάρχησε η λογική της στρώσης άλλοτε με μάρμαρο και άλλοτε με πλάκες. Πριν από 10 και βάλε χρόνια έγραφα στη στήλη που κρατούσα στην “Ελευθερία”: «Αν θέλαμε πραγματικά ζώνη ψηλού πρασίνου, θα έπρεπε να γίνει φύτευση σε διπλή σειρά στο δυτικό πεζοδρόμιο της Αριστομένους έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια αλέα που θα εξασφαλίζει δροσιά και θα ξεκουράζει το μάτι. Θα έπρεπε το γκαζόν του Διοικητηρίου να γεμίσει ψηλά δέντρα και να γίνει παρκάκι. Θα έπρεπε η πλατεία να αποκτήσει χαρακτήρα άλσους για να σταματήσει να αποτελεί “χύτρα” μέσα στην οποία βράζει το κέντρο της πόλης. Και να συνεχίζεται το ψηλό πράσινο μέχρι τα συνεργεία του δήμου, τα οποία συντόμως θα πρέπει να απομακρυνθούν μαζί με άλλες εγκαταστάσεις για να αποκατασταθεί το φυσικό περιβάλλον».
Τότε φάνταζαν ολίγον... ρομαντικά τα αυτονόητα. Κατά την πάγια πρακτική τους οι δημοτικοί άρχοντες επείγοντο να τοποθετηθεί η πλάκα εγκαινίων στην πλατεία με εγχάρακτο το όνομά τους. Ως εκ τούτου κάθε άλλη ιδέα πήγε στον κάλαθο των αχρήστων γιατί... λεφτά υπήρχαν μόνον για πλάκες και ολίγον περιμετρικό πράσινο. Αντί να πεζοδρομηθεί η Αριστομένους και να τοποθετηθούν τα πλατάνια στη διευρυμένη πλατεία, προτιμήθηκε να τοποθετηθούν στο πεζοδρόμιο από όπου θα ξηλωθούν καθώς θεριεύοντας αποκαλύπτεται η προχειρότητα στην τοποθέτηση.
Πράσινη ανάπλαση όμως δεν φαίνεται στον ορίζοντα ούτε και έξω από την πόλη προς το βουνό. Η κοίτη του Νέδοντα από παλαιότερα καταπατήθηκε για να δημιουργηθούν χώροι για συνεργεία, για γήπεδο και για ό,τι άλλο χρειαζόταν μια εποχή ο δήμος. Υποτιμήθηκαν οι κίνδυνοι ή κυριάρχησε το επείγον κάποιων πραγμάτων και έτσι ουσιαστικά έχουμε εγκαταστάσεις μέσα στο ποτάμι. Βεβαίως το Γενικό Πολεοδομικό προβλέπει χώρο περιαστικού πρασίνου στην περιοχή και “πράσινη ανάπλαση” της ζώνης του Νέδοντα, αλλά αυτό μόνο στα χαρτιά. Οι προτεραιότητες των δημοτικών αρχών είναι διαφορετικές. Το πράσινο μπορεί να περιμένει, άλλωστε μπορεί να… προλάβει ο Νέδοντας. Γιατί μια γερή κατεβασιά τα πρώτα που θα καταστρέψει είναι εκείνα που τοποθετήθηκαν πάνω στην κοίτη του η οποία ακόμη… δεν οριοθετήθηκε. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο από καιρό τα σχέδια των συνεχιζόμενων καταπατήσεων θα είχαν πάει στον κάλαθο των αχρήστων. Τα τετελεσμένα αλλάζουν και τις… οριοθετήσεις, άλλωστε ποιος θα ελέγξει ποιον όταν “Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει” και οι υπηρεσίες λειτουργούν “συμφώνως προς τας εντολάς”. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι ο Νέδοντας δεν θα αγριέψει, η πόλη δεν έχει ανάγκη από “φαραωνικά” έργα σαν αυτά που διαβάζουμε και απορούμε πώς προχωρούν χωρίς αντιδράσεις. Αντιθέτως έχει ανάγκη από την ταχεία “πράσινη σύνδεση” της πόλης με το βουνό και το περιαστικό περιβάλλον μέσα από τους χώρους που άφησε ο Νέδοντας και τη μοναδικής ομορφιάς διαδρομή τους μέσα από τις χαράδρες του βουνού.
Πλην όμως, εκτός από το αστικό, πάει περίπατο σταδιακά και το περιαστικό πράσινο. Η συνεχής επέκταση του σχεδίου πόλης λειτούργησε ως οδοστρωτήρας, η δόμηση στους λόφους που περιβάλλουν την πόλη άνοιξε νέες πληγές, ήρθε και ο περιφερειακός για να συμπληρώσει το σκηνικό. Και είναι άγνωστο τι μπορεί ακόμη να συμβεί όταν ουδείς ενδιαφέρεται (ούτε) για το περιαστικό πράσινο. Ας θυμηθούμε ότι πριν από πολλά χρόνια είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια για το περιαστικό άλσος της Βελανιδιάς. Η οποία εγκαταλείφθηκε στη διαδρομή και καταστράφηκαν ακόμη και τα ολίγα που είχαν γίνει τον πρώτο καιρό. Στο μεταξύ η πόλη απλώνει ακόμη. Και αν λόγω της κρίσης οι ρυθμοί έπεσαν δραματικά, το πολεοδομικό συγκρότημα γίνεται όλο και περισσότερο συμπαγές και το πράσινο είναι το τελευταίο που σκέφτονται εκείνοι που αποφασίζουν για το μέλλον του τόπου. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν γνωστοποιήθηκαν οι πρώτες πληροφορίες για τις προβλέψεις του σχεδίου (που ολοκληρώθηκε το 1905), γινόταν γνωστό ότι προβλέπονται δεκάδες πλατείες στο νέο τμήμα της πόλης από το ύψος της βόρειας πλευράς της σημερινής πλατείας μέχρι την Παραλία. Μέχρι να φθάσει στο Δημοτικό Συμβούλιο ο αριθμός είχε μειωθεί αισθητά.
Στη συνέχεια η Παραλία έμεινε χωρίς πλατεία, γιατί κατά την πρακτική χρήσης του δημόσιου χώρου που γνωρίσαμε, στη θέση της χτίστηκε το συγκρότημα του Λιμεναρχείου. Λίγα χρόνια αργότερα η κεντρική πλατεία σώθηκε την τελευταία στιγμή καθώς ορισμένοι ιδιοκτήτες κερδίζοντας δικαστικά είχαν περιφράξει με... φραγκοσυκιές τις ιδιοκτησίες τους. Και το Δημοτικό Συμβούλιο μοιράστηκε στα δύο για τις απαλλοτριώσεις, καθώς ήταν ισχυρή η άποψη να... κουτσουρευτεί η πλατεία. Από τον δημόσιο χώρο όπως προσδιορίστηκε αρχικά, απέμειναν τελικά ελάχιστα σημεία και αυτά κατά κανόνα απογυμνωμένα από υψηλό πράσινο. Καμίνι που βράζει η πόλη, αλλά ποιος νοιάζεται;

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 21 Ιουλίου 2021 21:19