Το προηγούμενο διάστημα στην τοπική ειδησεογραφία βρέθηκε ψηλά η υπόθεση των παρεμβάσεων στον προλιμένα. Και όπως δείχνουν τα πράγματα θα συνεχίζει να είναι για πολύ καιρό ακόμη, όχι μόνο γιατί θα πρέπει να ολοκληρωθεί ο κύκλος της διαδικασίας έγκρισης, αλλά και γιατί μετά από αυτή υπάρχει ακόμη μακρύς δρόμος. Θα ήταν χρήσιμο να δούμε ορισμένα πράγματα, τα οποία αναδείχθηκαν σε αυτό το διάστημα.
Το πρώτο που θα τόνιζα με έμφαση είναι ο ρόλος των πολιτών. Για μια ακόμη φορά με εκκωφαντικό τρόπο κατέρρευσε το “παραμύθι” της λεγόμενης “διαβούλευσης”. Υπάρχει τεράστια απόσταση των “διαβουλευομένων” από τη βούληση των πολιτών στο συγκεκριμένο θέμα. Η έκφραση της γνώμης των πολιτών δεν είναι μια τεχνική - γραφειοκρατική διαδικασία εκπροσώπων, οι οποίοι δεν εκφράζουν τίποτε περισσότερο από τη δική τους γνώμη. Από την ώρα που δεν έχει διασφαλιστεί η συμμετοχή των πολιτών στα ζητήματα που τους αφορούν, άρχοντες και “διαβουλευόμενοι” θα συνεχίσουν “να πέφτουν από τα σύννεφα” σε κρίσιμα ζητήματα που ενδιαφέρουν πραγματικά τους πολίτες. Θα σχεδιάζουν στα γραφεία τους και κάποια στιγμή όταν ο κόσμος αντιληφθεί ότι στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου διακυβεύονται σοβαρά πράγματα που τους αφορούν και είναι δεμένα με τη ζωή τους, θα διαπιστώσουν ότι τα μεγάλα λόγια πέφτουν στο κενό. Οταν συζητούσα στην αρχή επέμενα ότι οι πολίτες της Καλαμάτας, στη μεγάλη πλειοψηφία όσων πάρουν θέση για τις παρεμβάσεις στον προλιμένα, θα βρεθούν απέναντι σε σχέδια που αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του όπως διαμορφώθηκε και “διασώθηκε” από μια άποψη στο χρόνο. Η εξέλιξη δικαίωσε αυτή την εκτίμηση και στη γενικότητα ανέδειξε ένα πολύ σοβαρό θέμα: Τα όσα συζητιούνται στο Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας και όσα σχεδιάζονται στα γραφεία δεν ενδιαφέρουν τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου. Δεν ακουμπούν στη ζωή τους, δεν λύνουν κανένα πρόβλημα καθημερινότητας, δεν αλλάζουν την πόλη και δεν της δίνουν προοπτική. Εισπράττουν μόνο τον “χαβαλέ” των διασκεδαστικών πρωτοβουλιών (καρναβάλια και χρωματιστές νύχτες), αλλά η πανδημία τα έφερε τούμπα. Οταν όμως αντιληφθούν ότι υπάρχει ένα “διακύβευμα” (κατά τη… νέα ορολογία), τότε εκδηλώνουν μια δυναμική που πάει κόντρα στο ρεύμα και τα δεδομένα.
Εν προκειμένω το “διακύβευμα” είναι η ιστορία, τα προσωπικά βιώματα και το φυσικό περιβάλλον. Οσο η συζήτηση έμενε εντός των τειχών του δήμου, οι πολίτες ασχολούνταν με τη δική τους καθημερινότητα στις δύσκολες (και για διάφορους λόγους) εποχές. Κάποια στιγμή “έσπασε” η συνήθης ρουτίνα και η υπόθεση “βγήκε” στους πολίτες που άρχισαν να ενδιαφέρονται. Και άρχισαν να ενδιαφέρονται γιατί ακριβώς θεωρούν τέτοιας κλίμακας επεμβάσεις δική τους υπόθεση και όχι μόνο υπόθεση των “αρχόντων” που ζητούν ανά τακτά διαστήματα και ανάλογα με τις προβλέψεις του εκλογικού νόμου “λευκή επιταγή” για τη θητεία τους. Παρουσιάζοντας προεκλογικά δήθεν “προγράμματα”, τα οποία στη συνέχεια αποδεικνύονται “άγραφα χαρτιά”, αφού στην πραγματικότητα δεν τα πιστεύουν και τα χρησιμοποιούν ως ένδειξη “σοβαρότητας” στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων. Ναι οι πολίτες “έχουν θέμα” όταν αντιλαμβάνονται ότι “κινδυνεύουν” πράγματα τα οποία είναι συνδεδεμένα με τη ζωή και την πόλη τους. Και αντιδρούν με τρόπο ο οποίος πολλές φορές εκπλήσσει εκείνους που θεωρούν ότι “διαβούλευση” είναι “μια τριμελής επιτροπή από 5-6 πρόσωπα”, άντε και καμιά ηλεκτρονική πλατφόρμα για τους “μανιακούς” της τεχνολογίας. Και το τελικό συμπέρασμα υπακούει στο… νόμο που λέει “καλή και άγια η διαβούλευση, αλλά οι άρχοντες αποφασίζουν τι θα γίνει σε αυτό τον τόπο”. Μια πρακτική η οποία υπακούει στη λογική παντοδυναμίας της (τοπικής) εξουσίας, η οποία “διαβουλεύεται” με εκείνους που έχουν κάθε λόγο να επηρεάζουν αποφάσεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Οταν αφετηρία δεν είναι μια εδραιά αντίληψη για το “δημόσιο συμφέρον” αλλά μια λογική “πλαστελίνης” που παίρνει το σχήμα που της δίνεται μέσα από πιέσεις, τότε είναι σίγουρο ότι οι πάσης φύσεως μηχανισμοί έχουν τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση των αποφάσεων.
Με τούτα και με τα άλλα όμως, οι πολίτες πληροφορήθηκαν σε γενικές γραμμές τις “ασκήσεις επί χάρτου” που κάνουν “πρόθυμοι μελετητές” να περιλάβουν επιθυμίες χωρίς να λαμβάνονται υπόψη στοιχειώδη πράγματα σχεδιάζοντας σε ιστορικό, πολιτισμικό και περιβαλλοντικό κενό. Οι αντιδράσεις είναι παντοειδείς και με διάφορες πρωτοβουλίες μπορεί να γεννηθεί ένα “κίνημα πόλης” που θα είναι σε θέση να επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις. Με την παρέμβασή του ο πρώην δήμαρχος Καλαμάτας (και πολλά ακόμη πρώην και… νυν) Σταύρος Μπένος, σε υψηλούς τόνους πρόβαλε την ανάγκη υπεράσπισης μιας θεμελιακής για τη φυσιογνωμία της πόλης μετασεισμικής επιλογής που ενσωματώθηκε στο σχέδιο. Μιας επιλογής που “απαγόρευε” την οικοδόμηση νότια της Ναυαρίνου και “υπαγόρευε” το σχηματισμό μιας ζώνης αστικού πρασίνου και φυσικού κάλλους. Υπήρξαν αντιδράσεις, με πρώτη αυτή του δημάρχου που αιφνιδιάστηκε γιατί δεν γνωρίζει την πόλη και την εξέλιξή της, αλλά και γιατί διαπνέεται από την αντίληψη του “αλάθητου της εξουσίας”. Γιατί δεν γνωρίζει πως η φυσιογνωμία της περιοχής προστατεύτηκε μέσα από παρεμβάσεις που είχαν κόστος και έγιναν πολλές προσπάθειες για να αποτραπούν δυσμενείς εξελίξεις σε μια δύσκολη εποχή. Και δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι η γνώμη κάποιων ανθρώπων έχει “ειδικό βάρος” στα ζητήματα της πόλης, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος. Και βεβαίως υπήρξαν αντιδράσεις για την παρέμβαση, που διατυπώθηκαν με διάφορους τρόπους για το “όψιμο ενδιαφέρον” του Στ. Μπένου. Αυτό ασφαλώς είναι θέμα μιας ολόκληρης συζήτησης που γίνεται έτσι και αλλιώς, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη σοβαρότητα της παρέμβασης, την οποία σε πρώτη φάση όφειλαν να ακούσουν όλοι. Και να τοποθετηθούν ευθέως, δημοσίως και προπαντός ψύχραιμα. Φυσικά και έχω ριζικά διαφορετικές απόψεις από τον πρώην δήμαρχο, φυσικά και έχω ενστάσεις για διάφορα θέματα, στα ζητήματα της πόλης όμως (έστω και “όψιμα”) οι τοποθετήσεις του δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Η κινητοποίηση των πολιτών και η κλιμάκωση των αντιδράσεων (με πρώτη τη διαμαρτυρία που προγραμματίζεται να πραγματοποιηθεί την Παρασκευή), είχε τη δική της επίδραση. Αυτή είναι εμφανής στις τελευταίες δηλώσεις του κ. δημάρχου, οι οποίες παραπέμπουν σε Πυθία και δυσεπίλυτο γρίφο. Σταχυολογούμε: “Το τι εικόνα θα έχει και ποια κατασκευή θα γίνει, θα αποφασιστεί κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού. Δηλαδή, προφανώς και δεν λέμε όχι σε μια φιλική προσέγγιση, δηλαδή να είναι με ξύλο και όχι με τσιμέντο για να συνάδει με το περιβάλλον”. Υπήρξε βλέπετε η παρέμβαση του αρχιτέκτονα Κώστα Πουλόπουλου και την ενσωμάτωσε στην… αβεβαιότητα της κατασκευής των κτηρίων. Με την… επική συνέχεια: “Την ώρα που πρόκειται να κατασκευαστούν τα δύο κτήρια των σωματείων, θα πρέπει να δούμε αν πράγματι χρειάζονται αυτές οι δύο εγκαταστάσεις -μπορεί να χρειάζεται μία, μπορεί καμία”. Εδώ υπάρχει η αντίδραση του ΝΟΚ, ο οποίος θεωρεί από την πλευρά του πως το μόνο που πρέπει να γίνει είναι ο εξωραϊσμός των υπαρχουσών εγκαταστάσεων. Και ως εκ τούτου πάει περίπατο από μόνο του το επιχείρημα του “ναυταθλητισμού”, στο όνομα του οποίου σχεδιάζονται οι παρεμβάσεις. Θα ήταν “προκλητικό” να θεωρήσει κανείς πως δεν υπάρχει κανένα ζήτημα και φυσικά θα συμφωνούσαμε με την άλλη τοποθέτηση ότι “η κατάσταση που υπάρχει σήμερα με τις λυόμενες εγκαταστάσεις δεν τιμά κανέναν”. Η απάντηση στα λυόμενα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει “ογκώδη κτήρια” ακόμη και μέσα από τον αιγιαλό. Αν πράγματι ενδιαφέρει αυτό το θέμα τη δημοτική αρχή και τους δημοτικούς παράγοντες, ας αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις που δεν θα προκαλέσουν επιβάρυνση και αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος. Εναλλακτικές ως προς διάφορα πράγματα, και αυτό θα έπρεπε να αποτελεί υποχρέωση των μελετητών του “master plan” που δεν είναι ούτε… μάστερ, ούτε πλαν. Απλώς γραμμές με επένδυση μεγαλεπήβολα σχέδια και “οράματα” εκστασιαζομένων από τη χρήση του λιμανιού ως πάρκινγκ πολυτελών σκαφών δισεκατομμυριούχων.
Και ως επίλογος: Ξεχωρίζοντας το κύριο από τις λεπτομέρειες (και υπό την προϋπόθεση ότι... ο διάβολος δεν κρύβεται σε αυτές), αυτό που προέχει σήμερα είναι η ακύρωση τέτοιων σχεδίων και το άνοιγμα μιας ουσιαστικής συζήτησης για το μέλλον της πόλης, που δεν μπορεί να το χαράσσουν οι επίδοξοι “αναπτυξιολόγοι” που πληθαίνουν στην πόλη ταυτίζοντας την έννοια της ανάπτυξης με το δικό τους (μικρό ή μεγάλο) συμφέρον.