Τετάρτη, 23 Φεβρουαρίου 2022 18:57

Επί Τάπητος: “Πράσινη” Παραλία...

Γράφτηκε από τον

Επί Τάπητος: “Πράσινη” Παραλία...

 

 Του Ηλία Μπιτσάνη

Η υπόθεση των επεμβάσεων στον προλιμένα βρέθηκε στο επίκεντρο τον προηγούμενο καιρό και σίγουρα θα βρίσκεται για καιρό ακόμη. Από τα στοιχεία που θα πρέπει να αναδείξει όμως αυτή η ιστορία είναι η ανάγκη να υπάρξει ένα σχέδιο διαχείρισης και ανάπτυξης του δημόσιου χώρου από το λιμάνι μέχρι το “Φιλοξένια”. Και υπογραμμίζω με έμφαση το “δημόσιο χώρο” γιατί στη διατήρηση αυτού του χαρακτήρα βρίσκεται το μέλλον της πόλης και για τους κατοίκους και για τους επισκέπτες. Και μην πάει το μυαλό κανενός σε… ιδιωτικοποίηση της ακτής από “μεγαλοσυμφέροντα”, η ακτή έχει ήδη “αποτυπώματα” ιδιωτικοποίησης από τον τρόπο μεταχείρισης εκείνων που την εκμεταλλεύονται. Προειδοποίηση, ακολουθεί κείμενο ακατάλληλο για πολιτευόμενους ψηφοθηρούντες για τα “δίκαια του πελάτη”. Ορισμένες φορές αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα “δίκαια της πόλης και των ανθρώπων της”.

Είναι κάτι περισσότερο από εμφανές ότι η πόλη… γέρνει προς το νότο από την άποψη της στόχευσης και του ενδιαφέροντος, το οποίο όμως δεν μεταφράζεται και σε υποδομές οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια τάση. Η “έξοδος” της Καλαμάτας προς τη θάλασσα κόπηκε σε δύο τμήματα στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα με την τοποθέτηση του λιμανιού στην “ευθεία” της δημοτικής οδού (Φαρών) που ένωσε την “παλιά πόλη” γύρω από το Φρούριο (για τους παλιούς Καλαματιανούς) με την καινούργια που επρόκειτο να δημιουργηθεί από την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας. “Καλάμαι” και “Νέαι Καλάμαι” ενώθηκαν με τρεις δρόμους: Λεωφόρος Παραλίας (Αριστομένους), δημοτική οδός (Φαρών) και Αντιβραχίονος (Παλαιολόγου-Ακρίτα) και για πολλές δεκαετίες παρέμεναν δύο διαφορετικά οικιστικά σύνολα με διαφορετικές ανάγκες και ρόλο στην τοπική οικονομία και κοινωνία. Πολύ σύντομα η Παραλία έγινε “τόπος αναψυχής” για τους έχοντες (με σπίτι και… άμαξες για τη μετακίνηση) και απόδρασης για τα λαϊκά στρώματα της πόλης. Περιορισμένη η δόμηση κατά μήκος του παραλιακού μετώπου προσδιορίστηκε από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με ένα υποτυπώδες αλλά… τετραγωνισμένο σχέδιο πριν ακόμη ξεκινήσουν οι διαδικασίες για την κατασκευή λιμανιού. Αλλά επεκτάθηκε πέραν των όσων θεσμικά όριζαν τα σχέδια, ακόμη και αυτό που έχει “πολιτογραφηθεί” ως “του 1905” γιατί η αυθαίρετη δόμηση και οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν η εξωθεσμική και η θεσμική οικιστική επιλογή για τα φτωχά στρώματα. Οι οδοί σύνδεσης με την πόλη προσδιόρισαν και την “ζώνη ψυχαγωγίας” γύρω από το λιμάνι και τα όρια αυτής είναι ορατά μέχρι και σήμερα με αποτύπωμα τις κατασκευές κάτω από τον παραλιακό δρόμο.

Πόλη και Παραλία έμειναν μακριά για πολλές δεκαετίες μέχρι την οικοδομική έκρηξη την εποχή της πολυκατοικιοποίησης από τη δεκαετία του 1970. Σταδιακά η Παραλία έγινε ένας συμπαγής οικισμός με μεγάλα κτήρια, δημιουργήθηκε μια αστική πυκνοκατοικημένη ζώνη χωρίς υποδομές στο δημόσιο χώρο για την υποστήριξη αυτού του χαρακτήρα. Ενώ παράλληλα επεκτάθηκε η ζώνη αναψυχής πέραν του ορίου που προσδιόριζε η αρχική ανάπτυξη του οικισμού της, δημιουργήθηκαν μικρές ξενοδοχειακές μονάδες μέσα στον αστικό ιστό, πύκνωσαν οι χρήσεις αναψυχής με τον πολλαπλασιασμό των ακινήτων που προσφέρονταν γι’ αυτό σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα. Παράλληλα δημιουργήθηκαν και μεγαλύτερες μονάδες έξω και μακριά από το οικιστικό ιστό. Ολα αυτά άναρχα και “με την ευκαιρία” κάθε φορά των τάσεων που επικρατούσαν και των προσδοκιών διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Ετσι οδηγηθήκαμε στη συνύπαρξη των χρήσεων που δίνει ένα τεράστιο πλεονέκτημα καθώς η πόλη είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που ο οικιστικός ιστός είναι σε απόσταση αναπνοής από την ακτή. Αλλά και ένα ισοδύναμο μειονέκτημα με την ανάπτυξη χρήσεων που δημιούργησαν μια γενικότερη ανισορροπία και σε μια συνύπαρξη που μοιάζει αλλά δεν είναι καθόλου αρμονική. Με κορυφαίο δείγμα το απόλυτο κυκλοφοριακό χάος. Η προσοχή των δημοτικών παραγόντων στράφηκε στη ζώνη αναψυχής και αγνοήθηκε το γεγονός ότι η περιοχή είναι πρωτίστως περιοχή κατοικίας μονίμων κατοίκων πλέον. Ο δημόσιος χώρος ανύπαρκτος και ο παραθαλάσσιος αφέθηκε στην τύχη του και αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς κανόνες, όρια και προϋποθέσεις. Η εικόνα που παρουσιάζει κάθε φορά που τελειώνει εκείνο το οποίο χαρακτηρίζουμε “τουριστική περίοδος” είναι απολύτως χαρακτηριστική της έλλειψης σεβασμού και στο περιβάλλον και τους πολίτες.

Η παραλιακή ζώνη πέρα από κάθε αμφιβολία είναι “προίκα της φύσης” για την πόλη και τους ανθρώπους της. Η γειτνίασή της με τον ορεινό όγκο του Ταϋγέτου την κάνει ακόμη πιο σημαντική από κάθε άποψη και επιβάλλει το καθήκον προστασίας, ανάδειξης και αξιοποίησης της περιοχής με βάση ένα “πράσινο σχέδιο” συμβατό με την επιδίωξη βελτίωσης της ποιότητας ζωής των κατοίκων και προσέλκυσης επισκεπτών. Εδώ και πολύ καιρό, άρχοντες και ουκ ολίγοι πολίτες ζουν τη δική τους ψευδαίσθηση. Η εγγύτητα της πόλης (και της περιοχής) με την Αθήνα λόγω της κατασκευής του αυτοκινητοδρόμου έφερε κόσμο. Η μορφολογία του εδάφους, η εγγύτητα στη θάλασσα, η διάσωση στοιχείων της φυσιογνωμίας της παλαιάς πόλης, έδωσαν πολλούς “πόντους” στον “ανταγωνισμό” της με άλλες σχετικά με το μερίδιο της τουριστικής αγοράς. Αλλά… μέχρι εδώ γιατί τίποτε δεν είναι αιώνιο και η πόλη δεν μπορεί να συνεχίσει να κινείται με τον “αυτόματο πιλότο” περιμένοντας ότι όλα θα έρθουν χωρίς καμία προσπάθεια και με την αλόγιστη (ενίοτε και ακαταλόγιστη) επέκταση τραπεζοκαθισμάτων και κατασκευών αν είναι δυνατόν και… μέσα στη θάλασσα. Η προίκα έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη της και στην καλή θέληση του καθενός που την εκμεταλλεύεται, η πορεία είναι εμφανώς φθίνουσα, όλο και περισσότεροι αρχίζουν να προτιμούν κοντινές εξορμήσεις από τον “καλοκαιρινό πανικό” στην παραλιακή ζώνη. Και ως απάντηση κάποιοι ονειρεύονται… σεΐχηδες και ολιγάρχες με πολυτελή κότερα που θα καταφθάσουν να στριμωχτούν στις… ομπρέλες της παραλίας μπας και χάσουν την απόλαυση που λέγεται “Καλαμάτα”. Είναι προφανές μεταξύ των άλλων πως κυριαρχεί η “αναπτυξιακή φαντασίωση” του πολυτελούς τουρισμού και η πολιτική πρακτική της “επαρχιωτικής γκλαμουριάς”.

Το μέλλον για την πόλη και τους ανθρώπους της βρίσκεται στον αντίποδα αυτών των αντιλήψεων του “εφήμερου” που εξαντλεί τη δυναμική των πλεονεκτημάτων και τα βάζει στο “μίξερ” του “τουριστικού μιμητισμού” και του “καλοκαιρινού χαβαλέ”. Η πόλη, η φύση και οι άνθρωποι χρειάζονται πολύ καλύτερη τύχη από αυτή της “παραλιακής αρπακόλας”. Ο δήμος ως συλλογική έκφραση της πόλης οφείλει να βάλει τις αρχές και οι επαγγελματίες να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις μιας τέτοιας προοπτικής. Ενα “όνειρο” για την πόλη θα έπρεπε να είναι ένα παραθαλάσσιο άλσος που θα μπορούσε ήδη να είναι πραγματικότητα αν οι άρχοντες άκουγαν τις προτάσεις που διατυπώνονται εδώ και χρόνια. Είναι απίστευτη η τύχη που είχαν κάποια εγχειρήματα να φυτευτούν αρμυρίκια στην άμμο. Οχι μόνον δεν προστατεύτηκαν από το δήμο αλλά πολεμήθηκαν από επαγγελματίες και εξαφανίστηκαν χωρίς καμία αντίδραση. Μια ακτή χιλιομέτρων που προσφέρεται για κολύμπι και ένας ισομήκης πεζόδρομος από μόνοι τους δεν φέρνουν την άνοιξη. Χρειάζεται να “παντρευτούν” με ένα παραθαλάσσιο άλσος το οποίο θα σχεδιαστεί από ειδικούς επιστήμονες και θα υποστηριχθεί από δήμο, επαγγελματίες και πολίτες που θα είναι και οι αποδέκτες αυτής της αλλαγής. Χρειάζεται να παντρευτούν με ένα σχέδιο αναμόρφωσης της Ναυαρίνου που θα την μεταβάλει σε “παράδεισο” κατοίκων και επισκεπτών και επί της οποίας θα αναπτυχθούν όλες οι σημερινές παραθαλάσσιες δράσεις και υποδομές για πεζούς, ποδήλατα και μετακίνηση με ήπια μέσα, μια “πράσινη” περιβαλλοντικά περιοχή. Αυτή μπορεί να είναι πράγματι μια νέα Καλαμάτα με προοπτική, μια πόλη φιλική για κατοίκους και επισκέπτες. Αρκεί να το πιστέψουν αυτοί που πραγματικά αγαπούν τον τόπο τους και να το δείξουν εκείνοι που το διατείνονται διεκδικώντας καρέκλες εξουσίας και λόγο στις δημόσιες παρεμβάσεις. Οραμα, σχέδιο, στρατηγική υλοποίησης. Αυτά χρειάζονται, τα υπόλοιπα είναι “φαντασιώσεις” αρχόντων και “εκδουλεύσεις” σε ομάδες συμφερόντων. Θεμιτό ο καθένας να επιδιώκει όφελος για τον εαυτό του, υποχρέωση του δήμου να επιδιώκει το όφελος της πόλης και των ανθρώπων της...