Στο οποίο όχι μόνον δεν θα έπρεπε να γίνει καμία παρέμβαση που θα αλλοίωνε αυτό το χαρακτήρα του, αλλά θα έπρεπε σχεδιασμένα να τεθεί ένα χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης εκείνων των στοιχείων που κακοποιούν την περιοχή και προκαλούν τη στοιχειώδη αισθητική. Ισως οι άρχοντες δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της έννοιας του “ιστορικού τόπου” και να αναμασούν την καραμέλα της “ανάπτυξης” όπως την “απαιτούν” ομάδες πίεσης και πολιτικής επιρροής.
Υποχρέωση όλων εκείνων που υπερασπίζονται το δημόσιο χώρο ως “περιουσία” της πόλης και των κατοίκων της και όχι ιδιοκτησία των αρχόντων που την κάνουν ό,τι θέλουν, είναι να αναδείξουν τα στοιχεία μοναδικότητας. Πάμε λοιπόν πίσω στο χρόνο πριν από 140 περίπου χρόνια, να δούμε πώς “πανηγύριζαν” οι Καλαματιανοί την Ανάληψη και πώς τιμούσαν το έθιμο με τα “40 κύματα” που έφθασε μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες πριν υποκατασταθεί από τις... γουρνοπούλες που χαρακτηρίζουν πλέον τη γιορτή.
Είναι μια περιγραφή από την εφημερίδα “Ενεστώς” το 1885 με εξαιρετικό ενδιαφέρον, μια καταπληκτική περιγραφή εκείνης της μακρινής αποχής. Τα καταστήματα της παραλίας, ο στολισμός τους, τα γκαρσόνια, τα γλυκά, οι άνθρωποι, οι χοροί, το "πανόραμα", τα τυχερά παιχνίδια, τα μέσα μεταφοράς, τα "40 κύματα", οι προλήψεις και οι κίνδυνοι κάνουν παρέλαση σε γλώσσα... αρχαΐζουσα.
Προορισμός όλης της επαρχίας ο... προλιμένας για τα “40 κύματα”: “Ητο λοιπόν η 2α Μαΐου και ετελείτο εν τη ημετέρα παραλία η εορτή της αναλήψεως, καθ’ ήν συρρέουσι από των άκρων οι κάτοικοι της επαρχίας Καλαμών, όπως συνευθυμήσωσι παρά τη ακτή και διέλθωσι τα σαράντα κύματα ως αλεξητήριον παντός κακού”.
Ακολουθεί μια περιγραφή της εικόνας των καταστημάτων, των... γκαρσονιών και των ειδών που καταναλώνονταν:
“Η ημέρα ανέτειλε θαλπερά και γλυκεία. Από πρωΐας τα κατά την παραλίαν πενιχρά καταστήματα ήσαν σημαιοστόλιστα και μυρτοστόλιστα, πολλαί δε εικόνες ανήρτηντο από των σκιάδων αυτών εστεμμέναι μύρτοις και παριστάνουσαι που μεν σκηνάς της Ελληνικής επαναστάσεως ή ατέχνους προσωπογραφίας βασιλέων και αυτοκρατόρων, που δε απεικονίσεις των τεσσάρων εποχών του έτους και αλλαχού τας περιπετείας του Δον Ζουάν του Βύρωνος ή λεληθυίαν τινά ιστορίαν. Αι τράπεζαι των καφενείων κατά κανονικάς γραμμάς τεθειμέναι, ως στρατιώται εν παρατάξει, και κυκλούμεναι υπό πλήθους καθισμάτων, φέρουσαι δε ως στολισμόν το σύνηθες της εποχής ταύτης φυτόν, τον ιστορικόν βασιλικόν πεφυτευμένον εντός χωλού ποτηρίου, ή δοχείου εκ λευκοσιδήρου, όπερ ποτέ είχε χρησιμεύσει ως τάφος αστακού τινός ή άτεχνον ανθοδέσμην κοινών ανθέων εν οίς πρωτεύει το δημοκρατικόν ενταύθα γαρύφαλλον, περιέμενον ανυπομόνως τους πανηγυριστάς. Τα δε γκαρσόνια, άνευ επανωφορίου και τας χειρίδας τους χιτώνος ανεστραμμένας, την ιστορικήν ποδιάν εξόχως καθάριον, την κόμμωσιν επιμελημένην, φέροντα δε μάκτρα αφελώς ερριμμένα επί των ώμων, έσπευδον να καθαρίσωσι την καθ’ εκάστην στιγμήν επικαθημένην επί της επιφανείας αυτών κόνιν ή να εκδιώξουσι τα σμήνη των μυιών και μελισσών, άτινα έσπευδον να λάβωσι μέρος εις τα κατά μακράς σειράς εκθέματα των εγχώριων γλυκισμάτων από του αιωνίου μπακλαβά, και του γαλακτοπήκτου μέχρι του λουκουμίου και των ζαχαρωμένων ποικιλόχροων κουλουρίων. Ο Βάκχος ελάχιστα αντιπροσωπεύεται κατά την πανήγυριν ταύτην, καθ’ ήν η λεμονάς, δροσερά ως ποντιάς αύρα αντί διωβόλου μόνον δροσίζει τα καίοντα των πανηγυριστών χείλη”.
Οι Καλαματιανοί έφθαναν στην Παραλία με κάθε μέσο και τυλιγμένοι... στη σκόνη: “Από πρωΐας άπασαι σχεδόν αι τριάκοντα άμαξαι της επαρχίας Καλαμών ευρίσκοντο εις κίνησιν μεταφέρουσαι στοιβαδόν ανά οκτώ αναμίξ άνδρας, γυναίκας και παιδία εις τον τόπον της πανηγύρεως. Ο κονιορτός εγειρόμενος υπό τους πόδας των ίππων εις πυκνά νέφη και επικαθήμενος ως λεπτή γάζα εφ’ εκάστου μετέβαλλε τας όψεις των επιβατών εις όψεις μυλωθρών εν εργασία, ενώ αφ’ ετέρου εδείκνυε τας αμάξας συρομένας εναερίως επί νεφών ως το άρμα του Ηλία με την διαφοράν ότι ούτε πύρινοι ήσαν, και οι ίπποι ου μόνον άπτεροι αλλά και καχεκτικοί και εσκελεθρωμένοι μόλις σύροντες, υπό συχνάς μαστιγώσεις, συνοδευομένης εκάστης με έν προτρεπτικόν και ηχώδες “ντε!” του ηνιόχου το βαρύ αυτών φορτίον. Εν τούτοις τα άσματα εύθυμα εξήρχοντο εκ εκάστης αμάξης, καίτοι τα άδοντα στόματα εκερνώντο με γενναίας δόσεις κόνεως λεπτής, ήτις επικαθημένη εις τον λάρυγγα επροξένει ισχυρόν βήχα. Οι πλησιέστεροι επορεύοντο πεζή και ηδύνατο τις συχνά ν’ απαντήση πολλούς κατοίκους αγροτικών συνοικιών πορευομένους καθ’ ομίλους προς τον τόπον της πανηγύρεως και να θαυμάση υπό την γραφικωτάτην εγχώριον ενδυμασίαν το ωραίον και ελληνοπρεπές παράστημα αυτών. Ο ψευδοπολιτισμός, όσον και αν εισεχώρησε παρ’ ημίν, ευτυχώς δεν ηδυνήθη εισέτι να μεταβάλη ούτε το ένδυμα ούτε τα απλά και ανυπόκριτα ήθη των ημετέρων αγροτών”. Πανηγύρι λοιπόν αλλά και έθιμο επικίνδυνο λόγω συνωστισμού στην ακτή: “Από της 10ης πρωινής ώρας οι πανηγυρισταί ήρχισαν να πυκνούνται, κατά την 4 δε μ.μ. η πανήγυρις ήτο εις το Ζενίθ αυτής και η ευθυμία εβασίλευεν. Εδώ μεν υπό τους ήχους χωρικών οργάνων εχόρευε παρέα χωρικών σύροντος τον χορόν νεονύμφου τινός εις όν η πολύπτυχος φουστανέλλα και το γλυκύ όσω και αιδήμον της νεαράς συζύγου του βλέμμα έδιδε πτερά. Εικάς γυναικών και ανδρών αναμίξ απετέλει την λοιπήν του χορού άλυσιν. Εκεί δε όμιλος περιέργων εκύκλου κινητόν τι πανόραμα, ού ο ιδιοκτήτης αντί οβολού εμίσθωνε τους φακούς αυτού, υποσχόμενος μεγαλοφώνως να τοις δείξωσι τα μάλλον αξιοπαρατήρητα θεάματα. Και πέραν κοινά εν ταις πανηγύρεσι παίγνια προσείλκυον τους απλουστέρους. Κάτω δε παρά την ακτήν άπαντες οι λέμβοι εδέχοντο και εξεκένουν εξακολουθητικώς σμήνη επιβατών, παντός φύλλου και πάσης ηλικίας, οίτινες εξέδραμον δι’ αυτών εις θαλάσσιον περίπατον κατά πρόληψιν θεωρουμένων ως αλεξιτήριον παντός κακού, ών έκαστον εξεπροσώπει και έκαστον κύμα, ό διήρχοντο. Οποία απλοϊκή πίστις! Ήτις όμως κινδυνεύει πολλάκις να γίνη πρόξενος δυστυχημάτων, ως εκ της συνωστίσεως επιβατών. Ο Χάρων διαπορθμεύων τας ψυχάς διά του Αχέροντος δεν τις στοιβάζει πυκνότερον”.
Και φινάλε με μια “ποιητική” εικόνα του πανηγυρισμού με όλα τα στοιχεία του: “Αι φωναί των ασμάτων, των οργάνων, των γελώτων των πανηγυριστών. Αι εις την διαπασών κραυγαί των υπηρετών των καφενείων επαναλμβανόντων με όλην την δύναμιν των πενυμόνων των τα προσταττόμενα αυτοίς γλυκίσματα ή αναψυκτικά. Οι ως ιπτάμεναι περιστεραί διασχίζουσαι την θάλασσαν λέμβοι. Η μυρμηκιώσα κίνησις του πλήθους ανερχομένου ή κατερχομένου την ακτήν. Αι κυματίζουσαι εις την πνοήν του ανέμου ποικίλαι σημαίαι συνεπλήρουν την μαγείαν ταύτην. Ο ήλιος δύει. Τα πλήθη επαισθητώς αραιούνται και το βαρόμετρον της ευθυμίας κατέρχεται. Μετ’ ολίγον η νύξ θα στρέψη και πάλιν την σελίδα της ημέρας ταύτης, ήτις μας αναμιμνήσει την αντίστοιχον καθ’ ήν ο σταυρωθείς άνθρωπος ανελήφθη εις θεόν”.
Ιστορία με επίκεντρο και προορισμό τον προλιμένα, αδιάψευστο τεκμήριο της σημασίας που έχει η περιοχή για τη συλλογική μνήμη της πόλης και της γύρω περιοχής. Ο σεβασμός σε αυτή είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένος...
[Στη φωτογραφία από το αρχείο της οικογένειας Νικολόπουλου στα ΓΑΚ Μεσσηνίας, την εποχή του μεσοπολέμου κόσμος συγκεντρωμένος στον προλιμένα περιμένει τη σειρά του για να μπει στις βάρκες και να περάσει τα “40 κύματα”]