Δεν χρησιμοποίησα τη λέξη “καλλιέργεια” τυχαία αντί της “ελαιοκαλλιέργειας”. Γιατί τα προβλήματα με την ελιά είναι η “κορυφή του παγόβουνου” -πίσω από αυτά βρίσκεται ένα δομικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας που εντείνεται στο πέρασμα του χρόνου. Και έχει να κάνει με την εγκατάλειψη και ερήμωση της υπαίθρου αλλά και με την ταυτόχρονη επαγγελματική διαφοροποίηση ενός σημαντικού τμήματος νέων ανθρώπων. Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές, οικονομικές και κοινωνικές. Από τη μια πλευρά η γεωργία με όλα τα χαρακτηριστικά της, παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Ο μικρός κλήρος γίνεται ακόμη μικρότερος, καθώς κατακερματίζεται κληρονομικά από γενιά σε γενιά και η αντίστροφη διαδικασία της συγκέντρωσης από απασχολούμενους με τη γεωργία είναι περιορισμένη και στα όρια των δυνατοτήτων διαχείρισης της οικογενειακής ιδιοκτησίας. Οι συνεταιριστικές μορφές δράσης έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο ως αποτέλεσμα της διαχείρισης των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και ιδεολογικής ήττας της έννοιας συλλογικής δράσης. Η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι αλματώδης και μάλιστα έχει αρχίσει πολύ προ του πολέμου, τα λιπάσματα για παράδειγμα έχουν γίνει απλησίαστα. Περί “αγροτικής πίστης” δεν συζητάμε και όλα αυτά με καθηλωμένες τιμές ή στις συμπληγάδες των διαδοχικών κρίσεων που είναι εν τέλει οικονομικές και πλήττουν εισόδημα αλλά και αγοραστική δυνατότητα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο, ο πληθυσμός μειώνεται δραματικά, όπως δείχνουν οι απογραφές, καθώς πέρα από την απομάκρυνση η σχέση γεννήσεων και θανάτων είναι συντριπτικά σε βάρος της “ανανέωσης” του πληθυσμού. Σε ορισμένα χωριά είναι πιο συχνά τα… πανηγύρια από τα γλέντια του γάμου, η χαρά περιορίζεται στη νοσταλγία προηγούμενων εποχών που μπορεί να κρύψει τη θλίψη για το μέλλον, που και σε αυτό διαφαίνεται “ημερομηνία λήξης”. Και αν το φαινόμενο αυτό αφορούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια τον ντόπιο πληθυσμό, τώρα επεκτείνεται και μεταξύ των μεταναστών. Πολλοί μετανάστες που έμειναν στο χωριό μετράνε πολλές φορές μέχρι και 30 χρόνια, τα παιδιά τους πήγαν σχολείο και φυσικά δεν θέλουν να μείνουν στο χωριό και ακολουθούν το δρόμο των άλλων παιδιών. Επιλέγουν να σπουδάσουν, πολλές φορές με επιτυχία, να αναζητήσουν απασχόληση στην πόλη που δίνει άλλες δυνατότητες.
Η εγκατάλειψη του χωριού επιτείνεται από τη συρρίκνωση της κοινωνικής υποστήριξης της ζωής, είτε ως αποτέλεσμα συνειδητών πολιτικών είτε ως αποτέλεσμα της ίδιας της… εγκατάλειψης. Οταν για παράδειγμα κλείνει το σχολείο, ως αποτέλεσμα της μείωσης του μαθητικού πληθυσμού και της πολιτικής μείωσης του κόστους της εκπαίδευσης καθώς οι νέοι φεύγουν, η επόμενη κίνηση είναι να φύγουν και οι οικογένειες με μαθητές για να βρεθούν αυτά σε περιβάλλον με καλύτερες και ασφαλέστερες συνθήκες φοίτησης. Το ίδιο ισχύει με ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την υγεία, την πρόνοια, τον πολιτισμό, ακόμη και τη διασκέδαση. Τελικά η ζωή στο χωριό γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολη, οι νέοι απομακρύνονται και ο ενεργός πληθυσμός με δεξιότητες στην καλλιέργεια μειώνεται διαρκώς, καθώς ανανεώνεται δυσανάλογα με τις απώλειες είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω απομάκρυνσης. Αυτό σημαίνει όλο και μικρότερη δυνατότητα καλλιέργειας της γης που είναι η μόνη η οποία… δεν μπορεί να μεταναστεύσει σε άλλους τόπους.
Κάπως έτσι η ιδιοκτησία της γης περνάει όλο και περισσότερο σε ετεροαπασχολούμενους ή συνταξιούχους των πόλεων. Ορισμένοι από αυτούς έχοντας ζήσει πιο έντονα την αγροτική ζωή ακόμη και την εποχή που βρίσκονταν μακριά από το χωριό, τα καταφέρνουν ακόμη, καθώς και δεξιότητες έχουν αλλά και πιο κοντά βρίσκονται στο χωριό. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι μπορούν να εξασφαλίσουν τα εργατικά χέρια που χρειάζονται για την καλλιέργεια και τη συγκομιδή, διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό και έχουν την… ηλικία που τους επιτρέπει να ασχολούνται ενεργά και… επί εδάφους. Οσο περνάει ο καιρός η αναλογία ετεροαπασχολούμενων και συνταξιούχων της πόλης γέρνει όλο και περισσότερο προς τους δεύτερους, που ετοιμάζουν μια νέα γενιά διαδοχής στη γη. Πολύ μεγάλο μέρος της γενιάς που έρχεται στην ιδιοκτησιακή διαδοχή, όχι μόνο είναι παντελώς άσχετη με την αγροτική καλλιέργεια, αλλά και πολλοί δεν γνωρίζουν ούτε πού βρίσκονται τα κτήματα. Και όταν φύγει η γενιά που τα διαχειρίζεται σήμερα ή τέλος πάντων ασχολείται για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, η επόμενη θα τα αφήσει να… λογγώσουν.
Η ζωή “κατεδάφισε” και τις προσδοκίες “επιστροφής στο χωριό” λόγω της κρίσης αλλά και τις αυταπάτες ότι μια ζωή θα υπάρχουν μετανάστες, οι οποίοι ζώντας σε άθλιες συνθήκες και μέσα από χίλιες δυσκολίες θα έρχονται από την πατρίδα τους να… μαζέψουν τις ελιές μας και να κερδίσουν τελικά λίγες εκατοντάδες ευρώ. “Επιστροφή στο χωριό” δεν μπορεί να υπάρχει όταν σε αυτό συμβαίνουν όλα όσα προαναφέρθηκαν και επιπλέον δεν υπάρχουν ούτε αγροτικές δεξιότητες αλλά ούτε και χρήματα για “εκκίνηση” της νέας ζωής. Και οι μετανάστες πλέον προτιμούν “άλλη γη και άλλα μέρη” όπου και οι συνθήκες ζωής αλλά και οι αμοιβές είναι μεγαλύτερες. Αρκεί να έχει κάποιος επαφές με μετανάστες που μένουν μόνιμα στην περιοχή, για να αντιληφθεί ότι πλέον οι Αλβανοί μετανάστες προτιμούν την Ιταλία, τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που μπορούν να φτάσουν. Εγινε ακριβώς το ίδιο με τους Ελληνες εργάτες γης που έρχονταν μέχρι και τη δεκαετία του 1980 από ορεινά χωριά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας για να μαζέψουν ελιές κάτω από απαράδεκτες συνθήκες πολλές φορές. Το “κενό” πλέον επιχειρούν να καλύψουν δουλέμποροι που εκμεταλλεύονται μετανάστες εργάτες ασιατικής καταγωγής και τους μεταφέρουν δεξιά -αριστερά για να δουλέψουν εποχικά.
Αυτή είναι η εικόνα της “υπαίθρου που σβήνει” σε μια πορεία δρομολογημένης εξέλιξης, καθώς ουδέποτε έχει απασχολήσει επί της ουσίας τους πολιτικούς σχηματισμούς η πραγματική κατάσταση στην ύπαιθρο και η συγκρότηση πολιτικής διεξόδου. Ούτε τα “γυαλιά Βρυξελλών” ούτε οι επαγγελίες “παραδείσων” ούτε οι βόλτες και οι υποσχέσεις των πολιτευομένων μπορούν να αποτελέσουν απάντηση στη βαθιά δομική κρίση που σοβεί στην ύπαιθρο. Και αφού όλοι έχουν το μαγικό ραβδί που θα λύσει αυτομάτως τα προβλήματα όταν τους ψηφίσει το πόπολο, είναι λογικό να μην γίνεται καμία συζήτηση στην ελληνική κοινωνία, να μην υπάρχει κανένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της υπαίθρου. Η “ανασυγκρότηση” προχωράει μόνη της και στην τύχη, αλλά μόνο παραγωγική δεν είναι. Γιατί υπάρχει και η “παραλιακή ύπαιθρος” η οποία έχει άλλους ρυθμούς και άλλους προσανατολισμούς. Η ύπαιθρος που είναι προσανατολισμένη στον τουρισμό με όλη την επισφάλεια της “μονοκαλλιέργειας” η οποία κρύβεται επιμελώς πίσω από τη βιτρίνα της γενικευμένης “ευμάρειας”. Αν γινόταν μια μελέτη για τη μεταβολή του πληθυσμού με βάση το… υψόμετρο, θα γινόταν προφανές ότι το κέντρο βάρους του πληθυσμού μετακινείται όλο και περισσότερο προς τα πεδινά και τη θάλασσα. Είχε γίνει παλαιότερα όταν είχε αρχίσει να παρατηρείται ως τάση, σήμερα θα είναι πολύ χειρότερα. Πέρα από το γεγονός που προαναφέρθηκε, ούτε εκεί τα πράγματα είναι τόσο “ρόδινα” όσο μπορεί να πιστεύουν κάποιοι, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι σε ευνοϊκές συνθήκες κερδίζουν, αλλά υπάρχουν και οι πολλοί που απασχολούνται εποχικά, υπάρχουν και πολλοί που δεν έχουν καμία σχέση με το “τουριστικό προϊόν” και παλεύουν να τα φέρουν βόλτα με την καλλιέργεια.
Και φυσικά υπάρχουν οι εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα της πορείας εγκατάλειψης της γεωργίας από το παραγωγικό δυναμικό. Υπάρχουν καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν με επιστημονική και οικονομική στήριξη κυρίως στην Τριφυλία, σε ένα “επενδυτικό μικρόκλιμα” με τα δικά τους χαρακτηριστικά αλλά και διαφορετικά ζητήματα. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι, οι οποίοι κάνοντας εξαιρετική δουλειά καλλιεργούν και καθετοποιούν την παραγωγή τους σε μια προσπάθεια να “πιάσουν” ρίζες στην αγορά. Υπάρχουν επιχειρήσεις που τυποποιούν τοπικά προϊόντα και παράγουν εξαιρετική ποιότητα. Ολα αυτά όμως έχουν μια πεπερασμένη δυναμική σε σχέση με το κεντρικό πρόβλημα μιας γεωργίας, η οποία τα επόμενα χρόνια θα περάσει σε φάση… αγρανάπαυσης αν δεν υπάρξει ένα σχέδιο αντιμετώπισης της ρίζας των προβλημάτων. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι υποχρέωση εκείνων που ζητούν κάθε φορά την ψήφο και αναλαμβάνουν να διαφεντέψουν τις τύχες του τόπου. Η Πολιτεία οφείλει να δρομολογήσει το “τρένο” εξόδου από την κρίση και να αναζητήσει νέους “επιβάτες” στο ταξίδι για το μέλλον. Διαφορετικά θα δασώσει ο τόπος αν δεν το προλάβει η… ξηρασία με τις δραματικές της συνέπειες.