Κάποιος από την περιοχή του βάλτου, που έφυγε μετανάστης πριν από πολλά χρόνια, πήρε σπόρο και καλλιέργησε εκεί εκτάσεις, με αποτέλεσμα να διαθέτει σήμερα εξαγωγική επιχείρηση. Πραγματικότητα ή μύθος δεν γνωρίζουμε, αλλά η ουσία είναι πως πρόκειται για ένα γνωστό πλέον προϊόν σε πολλές χώρες.
Αυτό για την ιστορία και ως εισαγωγή σε ένα προσφιλές θέμα που απασχολεί τις στήλες μας εδώ και πολλά χρόνια κι έχει να κάνει με τα τοπικά προϊόντα. Κάποτε είχε κατατεθεί από το Επιμελητήριο Μεσσηνίας, αν δεν με απατά η μνήμη μου, η πρόταση να δημιουργηθεί μια τράπεζα με τοπικούς σπόρους στο ΤΕΙ Πελοποννήσου. Θα μπορούσε να είναι ασφαλώς μια σημαντική βάση για την καλλιέργεια, από πολλές απόψεις. Πλην όμως, ιδέες έχουν κατατεθεί πολλές κατά καιρούς, αλλά τελικά μένουν πάντα στα χαρτιά.
Πριν από λίγο καιρό όμως έγινε ένα βήμα: Το Ιδρυμα Καπετάν Βασίλη χρηματοδότησε μια αναγνωριστική μελέτη ερευνητικής ομάδας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου για τις τοπικές ποικιλίες. Η έρευνα έγινε στα χωριά των περιοχών (ή πρώην δήμων) Αλαγονίας, Αρχαίας Μεσσήνης, Είρας, Λεύκτρου, Παπαφλέσσα και Τριπύλας. Η έρευνα πεδίου είχε πολύ θετικά αποτελέσματα, καθώς σύμφωνα με την παρουσίαση της ερευνητικής ομάδας, συγκεντρώθηκαν πάνω από 250 δείγματα σπόρων, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκουν στα κηπευτικά και τα όσπρια.
Ενδιαφέρον έχουν ορισμένα από τα συμπεράσματα που καταγράφονται σε σχετική δημοσίευση:
«Η στρατηγική διάσωσης των τοπικών ποικιλιών της Μεσσηνίας πρέπει να εμπεριέχει, εκτός της φύλαξής τους σε Τράπεζα Γενετικού Υλικού, και πολιτικές ανάδειξής τους. Σχετική εμπειρία υπάρχει από άλλες περιοχές της χώρας, αρκεί να αναφερθούν τα φασόλια Πρεσπών και η φάβα Σαντορίνης, αλλά και στην ίδια τη Μεσσηνία με το λάδι και τα ξερά σύκα από τοπικές ποικιλίες. Προϋπόθεση για να διερευνηθεί ο αριθμός των μεσσηνιακών τοπικών προϊόντων που θα προέρχονται από τοπικές ποικιλίες είναι να μελετηθούν τα παραγωγικά χαρακτηριστικά τους και οι οργανοληπτικές τους ιδιότητες, ώστε να προωθηθούν σε πρώτη φάση τα προϊόντα που έχουν διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με άλλα ελληνικά. Ως σχετικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η ποικιλία ντομάτας χοντροκατσαρή, το λιανοκούκι (ένα μικρόσπερμο κουκί που καλλιεργείται κυρίως στη μεσσηνιακή Μάνη), το κραμπολάχανο Αλαγονίας και το μικρού μεγέθους πεπόνι Σαγκρί από την Τριπύλα. Τέτοιου είδους προϊόντα είναι σημαντικά για τις τοπικές κοινωνίες και μπορούν να αποτελέσουν μια σημαντική πηγή εισοδήματος και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Η χάραξη ολοκληρωμένων πολιτικών θα μεγιστοποιήσει τα οφέλη από την παραγωγή και την πώλησή τους. Οι πολιτικές αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν την προβολή τους εντός και εκτός Μεσσηνίας, την τυποποίηση και την πιστοποίηση της ποιότητας και αυθεντικότητάς τους. Η σύνδεσή τους με την παραδοσιακή και τη σύγχρονη γαστρονομία, τον τουρισμό, και η ανάδειξη των συγκεκριμένων πολιτιστικών πτυχών τους μπορεί να προσφέρει επιπλέον πλεονεκτήματα».
Οι επιστήμονες κατέγραψαν τις εκτιμήσεις από την έρευνα που έκαναν, αλλά την πρωτοβουλία οφείλουν να την έχουν άλλοι. Με πρώτους φυσικά τους δήμους, όταν αντιληφθούν ότι οι καιροί και οι θεσμοί έχουν άλλες απαιτήσεις από αυτούς. Διαφορετικά μια ακόμη έρευνα, μια ακόμη ιδέα για την τοπική οικονομία, θα μείνει στα συρτάρια όσων προμηθεύτηκαν το αντίγραφο με τα συμπεράσματα.
Ηλίας Μπιτσάνης