Περνώντας διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι είχαν μεν ένα χάρτη αλλά δεν μπορούσαν να τον προσανατολίσουν - και πολύ περισσότερο να ανακαλύψουν πού είναι η Υπαπαντή, το Μοναστήρι και οι Αγιοι Απόστολοι. Μπορεί σε εμάς να φαίνεται εύκολο, αλλά χωρίς πινακίδες ο προσανατολισμός των επισκεπτών είναι πολύ δύσκολος. Ειδικά όταν η σήμανση ακολουθεί την πορεία των αυτοκινήτων και ο πεζός την αντίθετη φορά. Και πράγματι σε αυτό το σημείο δεν υπάρχει άλλη πινακίδα εκτός από εκείνη που στέλνει προς το Λαογραφικό Μουσείο. Και άλλη μια της Μονής στα ελληνικά -και μάλιστα με ψιλά γράμματα- πάνω σε έναν τοίχο. Καλό θα ήταν οι αρμόδιοι του δήμου να παραστήσουν τους τουρίστες για να καταλάβουν τις δυσκολίες τους και να αναζητήσουν μέτρα διευκόλυνσης.
Και αφού βρέθηκα στην περιοχή δεν μπορούσαν να μην παρατηρήσω το «φάντασμα» του πάλαι ποτέ αρχοντικού Κορφιωτάκη που κατεδαφίστηκε στη ζούλα εδώ και 20+ χρόνια αλλά ακόμη περιμένει την ολοκλήρωση της ανακατασκευής. Τότε έγινε μεγάλη φασαρία καθώς ήταν και προεκλογική δημοτική περίοδος, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού υποσχέθηκε άμεση ανακατασκευή και τα πράγματα φαίνονταν εύκολα καθώς υπήρχε αποτύπωση και διαθέσιμο χρήμα. Οι εργασίες κάποια στιγμή ξεκίνησαν, αντί της πέτρας που είχε κατεδαφιστεί χρησιμοποιήθηκε νταμαρόπετρα, και όσοι νομίζαμε ότι η γκρίνια μας θα σταματήσει σε αυτό το σημείο, τελικά γελαστήκαμε. Γιατί όταν έγινε ο σκελετός, η ανακατασκευή σταμάτησε παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες ανέφεραν πως χρήματα είχαν δοθεί. Κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιήθηκαν για πιο επείγουσες υποθέσεις του δήμου και από εκεί πάνε κι οι άλλοι. Ολα αυτά τα χρόνια οι υποσχέσεις επαναλαμβάνονταν, πλην όμως άνευ αντικρίσματος, και το περίφημο Εκκλησιαστικό Μουσείο (ή ό,τι άλλο τέλος πάντων θα προκρινόταν) έμεινε στα ντουβάρια. Δεν γνωρίζω αν το θέμα απασχολεί κάποιους ή αν απλώς θα μείνει να θυμίζει και να υπογραμμίζει την αδιαφορία για την πολιτιστική κληρονομιά. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να υπάρξει μια συνεργασία Μητρόπολης και Δήμου, έτσι ώστε να δοθεί μια λύση που θα αναβαθμίζει μια περιοχή η οποία αποτελεί προορισμό για το σύνολο σχεδόν των επισκεπτών της πόλης.
Τουρίστες και ηλικιωμένοι, ευκαιρία για ένα «άλμα» προς το λιμάνι. Εκεί που οι από θαλάσσης επισκέπτες της πόλης, εκτός από το φράγμα των πολυκατοικιών που δεν αποτελεί αξιοθέατο, πέφτουν πάνω στο συγκρότημα των παλιών μύλων και φυσικά δεν μπορούν να φανταστούν ότι αυτό το ερείπιο που αντικρίζουν είναι μνημείο για την τοπική ιστορία, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Σύμβολο των εργατικών αγώνων αλλά και απομεινάρι της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης. Τώρα θα μου πείτε ότι είναι ένα ιδιωτικό κτήριο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να κάνει τίποτε ο δήμος ή κάποιος άλλος δημόσιος φορέας. Πολύ λογικά βεβαίως, γιατί έχει περάσει η εποχή που ο δήμος είχε τη δυνατότητα να αγοράζει (χρηματοδοτούμενος και μάλιστα ευνοϊκά βεβαίως) κτήρια και πολύ περισσότερο να τα αναπαλαιώνει. Ομως δεν μπορεί παρά να επιδείξει το ενδιαφέρον που απαιτείται και να αναζητήσει λύσεις από κοινού με τους ιδιοκτήτες. Το κτήριο έχει λεηλατηθεί κατά καιρούς στον εσωτερικό του χώρο και μάλλον τμήμα του εξοπλισμού έχει πάει για παλιοσίδερα. Σήμερα αποτελεί στέκι φιλοξενίας άστεγων μεταναστών, αλλά η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μπορεί να προκαλέσει ανθρώπινη τραγωδία. Αποτελεί ένα από τα τελευταία βιομηχανικά κτήρια που διασώθηκαν στην πόλη, βρίσκεται στη θαλάσσια είσοδό της, θα μπορούσε να αποτελεί στολίδι και συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εκτός από τις κατά καιρούς εξαγγελίες προθέσεων των ιδιοκτητών, ο δήμος έχει καμία επαφή, και τι φαίνεται στον ορίζοντα;
Εγραψα για αγορές κτηρίων προς διατήρηση και θυμήθηκα την ιστορία με το ξενοδοχείο «Αχίλλειον». Σε αυτή τη λογική αγοράστηκε με χρηματοδότηση από τον ΕΟΤ αν θυμάμαι καλά, με την προσδοκία να ανακατασκευαστεί και να (επανα)λειτουργήσει ως ξενοδοχείο. Το «Βασιλικόν» πρόλαβε και ανακατασκευάστηκε αλλά ουδέποτε λειτούργησε ως ξενοδοχείο. Γιατί οικονομία και χρήσεις δεν λειτουργούν με επιθυμίες, αλλά με σχέδιο και οργάνωση. Εκείνη την εποχή βεβαίως, πάσα προσφορά δεκτή και κάθε ιδέα προς πειραματισμόν. Πλην όμως τα πειράματα δεν διαρκούν αιωνίως και οι παχιές αγελάδες στερεύουν. Με αποτέλεσμα, όταν συμβαίνει αυτό να μένουν όρθια τα ερείπια επαιτώντας το ενδιαφέρον της Πολιτείας και των φορέων της, για να διασωθεί η πολιτιστική κληρονομιά. Κατά καιρούς έχουν δοθεί και άλλες πέραν της κατασκευής ξενοδοχείων υποσχέσεις. Κάποια στιγμή επρόκειτο να ανακατασκευαστεί για να στεγάσει υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας, μετά έπαιζε ένα πρόγραμμα αστικής ανάπλασης και τώρα το ερείπιο καλλωπίστηκε με την κατάλληλη επένδυση που δείχνει πώς θα είναι αν κάποτε ανακατασκευαστεί. Βεβαίως το πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με καλαίσθητους φερετζέδες και το κτήριο θα συνεχίσει να σκορπίζει κινδύνους όσο απλώς κρύβουμε την εγκατάλειψη. Υπάρχει τίποτε χειροπιαστό στον ορίζοντα ή θα αναμένουμε να επισυμβεί το μοιραίο; Και το χειρότερο όλων είναι ότι το κτήριο αυτό βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε άλλα που ευτυχώς διασώθηκαν στο πρώτο κύμα αξιοποίησης των διατηρητέων.
Λίγο πιο κάτω βεβαίως παραμονεύει ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος από ένα άλλο διατηρητέο κτήριο στη συμβολή Αριστομένους και Κολοκοτρώνη. Πρόκειται για το κτήριο Αλειφέρη-Μαρκοπούλου που έχει περιέλθει στο Δημόσιο από σχολάζουσα κληρονομιά. Κάποτε το διεκδικούσε ο δήμος και ήταν εύκολο να το πάρει. Για λόγους που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κάτι τέτοιο δεν έγινε, αλλά εδώ που τα λέμε, και να το έπαιρνε πάλι ερείπιο θα ήταν όπως και άλλα κτήρια ιδιοκτησίας του. Το κτήριο -που στο μεταξύ ερειπώθηκε επικινδύνως- βγήκε στο σφυρί ως τμήμα της δημόσιας περιουσίας. Τέτοια εποχή φυσικά κανένας δεν σπεύδει να πλειοδοτήσει, όχι μόνον επειδή δεν υπάρχει χρήμα. Αλλά και γιατί εκείνοι που το έχουν θέλουν να αγοράσουν τέτοιου είδους κτήρια στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Μέχρι τότε βεβαίως μπορεί να μην μείνει όρθιο, μιας και από καιρό όχι μόνον σκορπίζει οικοδομικά υλικά, αλλά και έχει πετσικάρει.
Οπως δείχνουν τα πράγματα, με την υπόθεση των διατηρητέων (όχι μόνον των δημόσιων αλλά κυρίως των ιδιωτικών), στο μέλλον θα υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα καθώς το χρήμα έχει στερέψει και οι δημόσιες πολιτικές στο χώρο του πολιτισμού τείνουν να αποτελέσουν παρελθόν. Η λύση που έχει προταθεί από διάφορες πλευρές είναι η ένταξη σε κάποιο Κοινοτικό πρόγραμμα ώστε να εξασφαλιστούν τα ελάχιστα αναγκαία προκειμένου να επανεκκινήσει η διαδικασία. Μάλλον όμως δεν έχει αντιμετωπιστεί σοβαρά και ως εκ τούτου δεν έχει και πολλές ελπίδες. Το κακό δυστυχώς είναι ότι από το δήμο έχει εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες η υπόθεση. Κατά τα άλλα στην κορυφή της ατζέντας είναι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Με ερείπια;