Σύμφωνα με ρεπορτάζ της “Καθημερινής”: «Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ υπολογίζει πως θα χαθούν πάνω από 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε 15 χώρες του ανεπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου, από την Κίνα και την Ινδία μέχρι τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Ανάλογη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας προβλέπει πως το 47% των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ κινδυνεύει από τον αυτοματισμό. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Κίνα και στην Ινδία φτάνουν το 77% και 69%».
Στο ίδιο ρεπορτάζ διαβάζουμε ακόμη: «Κοινή μελέτη του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και του Πανεπιστημίου της Βοστώνης καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: Την περίοδο 1993-2007 προσετίθετο ένα νέο ρομπότ ανά 1.000 εργαζομένους. "Οι συνέπειες των βιομηχανικών ρομπότ στην απασχόληση είναι περισσότερο ορατές στη μεταποίηση", αναφέρει η μελέτη. Το μεγαλύτερο πλήγμα καταγράφηκε στη χειρωνακτική εργασία. Με τη χρήση ρομπότ, ένας εργοδότης απαλλάσσεται από ημερομίσθια, άδειες διακοπών, αναρρωτικές άδειες και κάθε άλλη νομική υποχρέωση που συσχετίζεται με την ανθρώπινη εργασία. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως δεν αναγνωρίζονται, παράλληλα, οφέλη σε κανέναν κλάδο της οικονομίας που να υπερκαλύπτουν τη βαθμιαία μείωση των θέσεων εργασίας και τις πιέσεις που ασκούνται στα ημερομίσθια».
Εννοείται ότι οι επιπτώσεις της αυτοματοποίησης είναι κάτι παραπάνω από ορατές και στην Ελλάδα. Αρκεί το παράδειγμα της μεσσηνιακής “Καπνοβιομηχανίας Καρέλια Α.Ε.” για να αντιληφθούμε το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί σε λιγότερο από μισό αιώνα: Το 1977 δούλευαν στο εργοστάσιο “Καρέλια” 1.572 εργαζόμενοι, ενώ σήμερα εργάζονται λιγότεροι από 500 και παράγουν υπερπολλαπλάσια ποσότητα τσιγάρων από αυτήν που παραγόταν πριν από 40 χρόνια.
Εν τω μεταξύ, ταυτόχρονα με την απώλεια θέσεων εργασίας, μειώνεται και το ποσοστό των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Συγκεκριμένα η ΕΤΕ επισημαίνει ότι «το μερίδιο της μερικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε στο 10,4% το 2016 από 7,4% το 2013, και συνεχίζει να υπολείπεται σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 12,2% και 15% αντίστοιχα. Πολλές επιχειρήσεις, ειδικά σε τομείς που απαιτούν χαμηλή εξειδίκευση, και κυρίως μικρομεσαίες, προσέφυγαν σε ευέλικτες μορφές εργασίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία των εργασιών τους, καθώς και την έντονη εποχικότητα της ζήτησης σε ορισμένους κλάδους».
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της ΕΤΕ: «Η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει δυναμική διατηρήσιμης ανάκαμψης την τελευταία τριετία, σε ένα περιβάλλον μειούμενης ή στάσιμης οικονομικής δραστηριότητας. Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατομμύρια θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 και 2013 - εκ των οποίων οι 780 χιλιάδες ήταν μισθωτοί και οι 320 χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις. Οι ανωτέρω απώλειες οδήγησαν το ποσοστό ανεργίας στο ιστορικό υψηλό του 27,8% το 2ο εξάμηνο του 2013».
Η κατάσταση στην Ελλάδα θα ήταν τραγική, αν στα χρόνια της ύφεσης δεν υπήρχε αύξηση των θέσεων εργασίας στον τουριστικό κλάδο: Την τελευταία δεκαετία οι αφίξεις αλλοδαπών τουριστών στα αεροδρόμια αυξήθηκαν κατά 10 εκατομμύρια - αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι στα “Greek Statistics” δεν καταγράφονται ούτε η αύξηση των σχετικών θέσεων εργασίας ούτε η σχετική αύξηση του ΑΕΠ. Οι όποιοι έλεγχοι της Οικονομικής Αστυνομίας στις επιχειρήσεις του τουριστικού κλάδου επιβεβαιώνουν απλώς ότι η πραγματική οικονομία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα “Greek Statistics” - και ότι οι υψηλοί φόροι μαζί με τις εξωπραγματικές ασφαλιστικές εισφορές γιγαντώνουν την παραοικονομία.
Αν υπήρχε ένα σοβαρό κράτος στη θέση των ελληνικών παρεών που παριστάνουν τις κυβερνήσεις, θα προσπαθούσε όχι μόνο να εντάξει στην οικονομία όλες αυτές τις παραοικονομικές δραστηριότητες, αλλά και να αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στον τουρισμό, ώστε να δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και αυτοαπασχόλησης. Για να συμβεί βέβαια αυτό πρέπει καταρχάς να μειωθούν οι υψηλοί φόροι, οι οποίοι έχουν επιβληθεί προκειμένου να διατηρηθούν οι αντιπαραγωγικές θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα και οι συντάξεις των “ευγενών κλάδων”.
Ουσιαστικά, η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών είναι αναγκαία προϋπόθεση, που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των θέσεων εργασίας και του εισοδήματος από τον τουρισμό. Ομως οι πολιτικοί και τα κόμματα έχουν ξεμείνει στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και ξέρουν μόνο πώς... δενότανε το ατσάλι. Αλλά δυστυχώς, με τη φοροληστεία και με τη δίδυμή της φοροδιαφυγή, ούτε το φαντασιακό ατσάλι δένεται, ούτε η ελληνική οικονομία πρόκειται ν' αναπνεύσει ποτέ στην πραγματικότητα.
Θανάσης Λαγός
Εmail: lathanasis@yahoo.gr