Για πρώτη φορά ζήσαμε την πορεία αυτή την πενταετία 2004-2009, όταν οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή εκτόξευσαν την κρατική δαπάνη υιοθετώντας όλα τα οικονομικά αιτήματα των ομάδων πίεσης και της αντιπολίτευσης, που προωθούσε άκριτα ο Τύπος. Μετά την άτυπη χρεοκοπία του 2010 κάποιοι πίστεψαν ότι το πάθημα έχει γίνει μάθημα, αλλά διαψεύδονται κατηγορηματικά από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που με πρόσχημα την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορονοϊού εκτοξεύει την κρατική δαπάνη υιοθετώντας όλα τα οικονομικά αιτήματα των ομάδων πίεσης και της αντιπολίτευσης, που προωθεί άκριτα ο Τύπος.
Ουσιαστικά οδεύουμε για μια ακόμα φορά στα βράχια της χρεοκοπίας και κανένα κόμμα ή κοινωνικός εταίρος δεν ζητεί αλλαγή πορείας. Αντιθέτως, κόμματα και κοινωνικοί εταίροι διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερες ενισχύσεις με σύμμαχο τον Τύπο που προβάλλει άκριτα όλα ανεξαιρέτως τα οικονομικά αιτήματα. Θα μου πείτε: Σε όλο τον κόσμο οι κυβερνήσεις αύξησαν τις κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, δεν έπρεπε να λάβει μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας η ελληνική κυβέρνηση; Η απάντηση είναι αυτονόητη. Φυσικά και έπρεπε να λάβει μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη της τόσο το χρέος των 351 δισ. ευρώ όσο και τη νέα διεθνή συγκυρία της ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού, του τουρκικού επεκτατισμού και του ανταγωνισμού ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας.
Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο και κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του δημόσιου χρέους, η συνετή διαχείριση των δημοσίων εσόδων θα έπρεπε να είναι όχι μόνο η ασκούμενη κυβερνητική και αυτοδιοικητική πολιτική, αλλά και το μόνιμο αίτημα της αντιπολίτευσης και των κοινωνικών εταίρων. Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι Έλληνες αγνοούν την πραγματικότητα και διεκδικούν ολοένα και περισσότερα χρήματα από το λεφτόδεντρο, πιστεύοντας προφανώς ότι σε περίπτωση νέας χρεοκοπίας οι δανειστές θα σπεύσουν να σώσουν την ελληνική οικονομία.
Ανεξάρτητα πάντως από τις ψευδαισθήσεις, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κύμα προβλημάτων που δεν μπορεί να αναχαιτιστεί ούτε με την παραδοσιακή κεϊνσιανή συνταγή των δημοσίων έργων, ούτε με συνεχείς οριζόντιες ενισχύσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Καταρχάς και πριν λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η ενεργειακή κρίση, η ελληνική κυβέρνηση και αντιπολίτευση όφειλαν να έχουν απευθυνθεί στην Ε.Ε. για να ζητήσουν βοήθεια, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της το κόστος μιας απότομης μετάβασης στην "πράσινη οικονομία". Ουσιαστικά θα έπερεπε να προειδοποιήσουν τις αυλές των Βρυξελλών και του Βερολίνου για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις της "πράσινης μετάβασης" στο εισόδημα των ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Από εκεί και πέρα, η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων είναι μονόδρομος για την Ελλάδα, καθώς πρέπει να δημιουργηθούν υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας προκειμένου να ανακοπεί η δημογραφική συρρίκνωση που απειλεί με αφανισμό το ελληνικό κράτος. Ειδικά στην Περιφέρεια Πελοποννήσου η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, καθώς δεν υπάρχουν άλλα χρονικά περιθώρια για τον γερασμένο Μοριά. Οι άρχοντες της Πελοποννήσου πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η καταστροφική πορεία δεν ανακόπτεται ούτε με δημόσια έργα που έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί πριν από 70 χρόνια, ούτε με συνεχείς ενισχύσεις σε θνησιγενείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συχνά επιβιώνουν σε βάρος της ανάπτυξης.
Αν την τρέχουσα δεκαετία δεν επενδυθούν στη Περιφέρεια Πελοποννήσου δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, πολύ φοβάμαι ότι θα έχουμε μια νέα μεγάλη μετανάστευση προς την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ευρώπη, μπροστά στην οποία η μετανάστευση των δεκαετιών του 1950 και 1960 θα μοιάζει με μελτεμάκι πριν τον τυφώνα.
Ετσι κι αλλιώς, οι τοπικοί άρχοντες θα πρέπει να αντιληφθούν αφενός ότι πέρασε ανεπιστρεπτί η περίοδος κατασκευής παιδικών χαρών σε χωριά χωρίς παιδιά, και αφετέρου ότι μπαίνουμε σε μια εποχή που θα κληθούν να πληρώνουν φύλακες, αρχικά για τα έρημα χωριά και στη συνέχεια για τις έρημες κωμοπόλεις.
Θανάσης Λαγός